Επί του θέματος των αδιεξόδων της Τουρκίας, και των προσπαθειών της να βρει σανίδα σωτηρίας, θα μπορούσε να γραφτεί εκτενές βιβλίο. Προβλήματα στα νοτιοανατολικά σύνορά της με τους Κούρδους με υπό ίδρυση διακριτή κρατική οντότητα, καχυποψία και υφέρπων ανταγωνισμός με τη Ρωσία και το Ιράν, σχεδόν πλήρης ρήξη με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παγιωμένες διαφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ένα αγεφύρωτο χάσμα με το Ισραήλ είναι μόνο μερικές από τις πτυχές της αποτυχίας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Παρατηρώντας λοιπόν κανείς την αποθέωση των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» (!), θα έλεγε ότι η τουρκική κυβέρνηση έχει ήδη αρκετά ανοιχτά ζητήματα και δεν χρειάζεται να ανοίξει άλλα.
Όμως ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δείχνει να βρίσκεται σε vertigo προσθέτοντας ένα ακόμη μέτωπο με την Ελλάδα, μεθοδεύοντας συνταγματικές αλλαγές κατά τρόπο αν μη τι άλλο ασύμβατο με τα δημοκρατικά πρότυπα και καταπατώντας ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα – δίχως καμία αίσθηση έστω να δικαιολογήσει ή να ελιχθεί.
Μέσα στον συγκεκριμένο κυκεώνα η Τουρκία του Ερντογάν αναζητά σωσίβιο στη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, αλλά και στο υπό αποχώρηση από την ΕΕ Ηνωμένο Βασίλειο. Στις αρχές Φεβρουαρίου, η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι επισκέφτηκε την Άγκυρα προχωρώντας σε συμφωνία ύψους 100 εκατομμυρίων βρετανικών λιρών για την κατασκευή πολεμικών αεροσκαφών. Για τη συγκεκριμένη απόφαση, η Μέι δέχθηκε σκληρή κριτική από την αντιπολίτευση –και όχι μόνο–, καθώς αυτή ήρθε σε αντίθεση με την πρόταξη των δημοκρατικών αξιών η οποία υποτίθεται ότι ενυπάρχει στις διεθνείς συμφωνίες της χώρας.
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός άσκησε «εποικοδομητική κριτική», όπως αναφέρθηκε, για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία περισσότερο προς εξευμενισμό των αντιδράσεων στο Λονδίνο. Τα 5 δισ. βρετανικές λίρες, στα οποία ανέρχεται ετησίως το κόστος ενδεχόμενης διάρρηξης της τουρκοβρετανικής εμπορικής σχέσης, είναι αρκετά για να αγνοηθούν οι βιαιότητες εις βάρος πολιτικών αντιπάλων και η πάσης φύσεως καταπάτηση αξιών θεμελιωμένων επί αιώνες στον Δυτικό κόσμο. Δεν είναι, ωστόσο, αρκετά για να αναστείλουν την υλοποίηση των μειζόνων στρατηγικών σκοπών των πλανητικών δυνάμεων κυρίως με άξονα την ίδρυση ανεξαρτήτου κουρδικού κράτους στην καρδιά της Μέσης Ανατολής.
Αναφέρομαι, συνεπώς, στα όρια δράσης και χάραξης στρατηγικής του Ερντογάν.
Όπως συμβαίνει συνήθως (όχι πάντα) με τους δυνητικούς ηγεμόνες σε vertigo, υπερεξαπλώνονται. Πιστεύουν βαθιά ότι παραμένουν ορθολογικοί υπερεκτιμώντας τις δυνατότητές τους και μεγιστοποιώντας ανάλογα τις αξιώσεις τους αποκλίνοντας ακόμα και από τις στρατηγικές προτεραιότητες των μεγάλων δυνάμεων από τις οποίες εξαρτώνται.
Εν προκειμένω, ο Ερντογάν αναζητά σωσίβιο χωρίς καν να το έχει καταλάβει. Επιχειρεί να διαλεχθεί επί ίσοις όροις με τις μεγάλες πλανητικές δυνάμεις προτάσσοντας την –αμφισβητούμενη πλέον– δυναμική της οικονομίας του, την –καταρρακωμένη μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016– ισχύ του στρατεύματός του, και δημιουργώντας, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, το αφήγημα «της ΕΕ ως κοινού ανταγωνιστή». Ψευδεπίγραφες επικλήσεις (ή ανατολίτικες κουτοπονηριές θα έλεγε κάποιος άλλος), οι οποίες δεν δύνανται να παραπλανήσουν δυνάμεις με καλλιεργημένη στρατηγική κουλτούρα πολλών αιώνων.
Η βρετανική υψηλή στρατηγική δεν έχει χαραχθεί με άξονα την πλήρη εγκατάλειψη της ευρωπαϊκής ηπείρου, και προς τούτο το Λονδίνο δεν προβλέπεται να κινηθεί ευθέως ανταγωνιστικά στο σύνολο της –όποιας ενιαίας– ΕΕ.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, και γι’ αυτό δεν «σηκώνει το γάντι» στις παραινέσεις των Γερμανών και άλλων Ευρωπαίων «να τελειώνουμε γρήγορα με το Brexit».
Αυτό θα έπρεπε να συνιστά μάθημα για τον Ερντογάν και να τον προβληματίζει όταν σκέφτεται διαζευκτικά για έναν τόσο κρίσιμο πυλώνα της διεθνούς ασφάλειας όπως αυτός των πολιτικοοικονομικών σχέσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η αναζήτηση σωσιβίου θα έχει θετικά αποτελέσματα για την Τουρκία μόνο όταν κινηθεί σε ρεαλιστικές βάσεις.