Έκαναν χείλη να χαμογελάσουν πλατιά αμέτρητες φορές και να τραγουδήσουν λόγια έρωτα, αγάπης, πόνου ή χαράς. Έκαναν μάτια να πλημμυρίσουν σε μια στιγμή από κάποια ανάμνηση και καρδιές να σκιρτήσουν από πηγαία συναισθήματα. Έκαναν κορμιά να λικνιστούν σε στιγμές μέθεξης και τη φαντασία να πλάθει τις δικές της ιστορίες. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες τα λόγια της ψυχής του, που μετουσιώθηκαν σε τραγούδια του λαού, δημιούργησαν τη δική τους ατμόσφαιρα σε γλέντια οικογενειακά, σε κουτούκια, σε μουσικές σκηνές, ακόμα και σε τεράστιους χώρους με δεκάδες χιλιάδες κόσμο.
Ο Λευτέρης Χαψιάδης, ο Πόντιος στιχουργός που συνεργάστηκε με ιερά τέρατα του ελληνικού πενταγράμμου, ο άνθρωπος που σήμερα ζει στον δικό του παράδεισο στα Κοίλα Έβρου, ξετυλίγει το νήμα της ζωής του για τους αναγνώστες του pontos-news.gr.
Πρόσφυγας δεύτερης γενιάς από την πλευρά του πατέρα του– γεννήθηκε το 1912 στο χωριό Χουμουρκιάντων στα Σούρμενα του Πόντου– και τρίτης από αυτήν της μητέρας του –γεννήθηκε το 1926 στα Κοίλα με γονείς από τη Σαμψούντα– ο Λευτέρης είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου στις 23 Οκτωβρίου 1953, στην κωμόπολη Φέρρες του Έβρου. Σε αυτήν αναγκάστηκαν να μετοικήσουν οι γονείς του –αλλά και οι υπόλοιποι συγχωριανοί του–, διότι τα Κοίλα άδειασαν κατά τον Εμφύλιο. Ωστόσο, τα παιδιά του χρόνια πέρασε στα Κοίλα, αφού ένα χρόνο μετά τη γέννησή του η οικογένειά του γύρισε στο σπίτι της.
Τα πρώτα χρόνια, στο χωριό
«Το χωριό μας ήταν πολύ μικρό. Είχε 180 άτομα. Ήταν μουσουλμανικό και μετά τον ξεριζωμό εγκαταστάθηκαν Πόντοι πρόσφυγες από τα Σούρμενα και την Σαμψούντα, οι οποίοι… δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά μεταξύ τους. Υπήρχαν ακόμα λίγες οικογένειες Σαρακατσάνων και δύο οικογένειες μουσουλμάνων. Ζούσαμε ήρεμα και αρμονικά μεταξύ μας. Ο πατέρας μου είχε καφενείο. Το ονόμασε “Νέα Ελβετία”, διότι πίστευε ότι το χωριό μας ήταν τόσο όμορφο όσο και η Ελβετία. Κι ας μην είχε πάει ποτέ σε αυτήν. Στο καφενείο αυτό γνώρισα το λαϊκό τραγούδι από ηλικία τριών ετών. Είχαμε γραμμόφωνο, κι από έναν ραδιοφωνικό σταθμό, που τον έλεγαν “Πύργου και Αμαλιάδας”, όλη νύχτα ακούγαμε λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια. Σε αυτήν την ατμόσφαιρα μεγάλωσα και αγάπησα πολύ το λαϊκό τραγούδι».
Το πρώτο τραγούδι που του έκανε εντύπωση, ήταν το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», το οποίο ερμήνευσε μοναδικά ο τεράστιος Στέλιος Καζαντζίδης.
Ο Λευτέρης το άκουσε σε ηλικία πέντε ετών. «Με το παιδικό μου μυαλό προσπάθησα να εξηγήσω γιατί έχει δυο πόρτες η ζωή. Ρώτησα τον πατέρα μου “τι είναι ζωή;”. Κι εκείνος μου έδωσε μια σοφή εξήγηση. “Ζωή είναι οι μέρες και οι νύχτες του καθενός μας. Όχι αυτές που θα θέλαμε να περάσουμε, αλλά αυτές που περνάμε. Η πραγματικότητα”».
Ο μικρός Λευτέρης με τον πατέρα του, Αλέξανδρο
Στο μυαλό του Λευτέρη Χαψιάδη έρχεται και το μονοθέσιο σχολείο του χωριού του με τους 18 μαθητές τότε. Κουμπάρος της οικογένειάς του ο δάσκαλος, τον άφηνε να πηγαίνει στο σχολείο από τα τρία του χρόνια. «Στην Πρώτη Δημοτικού είχα ακούσει τρεις χρονιές, ακόμα και τα μαθήματα της Έκτης, και άρχισαν να μου γίνονται βαρετά. Το θυμάμαι το σχολείο με μεγάλη νοσταλγία. Δημιουργείται μεγάλη πληγή μέσα μου που το βλέπω να γκρεμίζεται σιγά-σιγά».
Η Αλεξανδρούπολη και η λατρεία για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο
Το 1964 η οικογένεια του Λευτέρη Χαψιάδη μετοίκησε στην Αλεξανδρούπολη, όπου οι δύο μεγαλύτερες αδελφές του πήγαιναν στο Γυμνάσιο. Η μεγαλύτερη από αυτές, η Σταματία Χαψιάδη-Σκαρμούτσου, έμεινε γνωστή στη Μέση Εκπαίδευση ως ιδρύτρια του πρώτου Μουσικού Γυμνασίου στην Ελλάδα, στην Παλλήνη Αττικής.
«Η Αλεξανδρούπολη με αγρίεψε. Πολλά αυτοκίνητα, πολύς κόσμος. Η μαμά μου πήγε να με γράψει στην Έκτη τάξη του 3ου Δημοτικού Σχολείου και δέχθηκε… ρατσιστική επίθεση.
Ο διευθυντής την ρώτησε από πού είμαστε, και όταν απάντησε η μητέρα μου από τα Κοίλα, της είπε “και θέλεις να γράψεις ένα χωριατόπαιδο στο 3ο Δημοτικό; Να πας στο 2ο”. Έτσι κι εγώ πήγα στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Αλεξανδρούπολης».
Με τη μητέρα του, Πολυξένη
Στην Αλεξανδρούπολη ο Λευτέρης βοηθούσε τον πατέρα του στο περίπτερο που διατηρούσε. Περνούσε τις ώρες του σ’ αυτό διαβάζοντας εφημερίδες και ακούγοντας μουσική. «Μια μέρα, το 1964, άκουσα το τραγούδι των Λευτέρη Παπαδόπουλου και Σταύρου Ξαρχάκου “Άπονη ζωή”. Τρελάθηκα! Ταυτόχρονα με τη δουλειά στο περίπτερο πουλούσα λαχεία και από το χαρτζιλίκι μου αγόρασα το πρώτο μου πικάπ. Πήρα μαζί το συγκεκριμένο δισκάκι, και μετά τη “Φτωχολογιά”. Από τότε η ζωή μου σημαδεύτηκε από τον άνθρωπο αυτόν. Έγινα θαυμαστής του Λευτέρη Παπαδόπουλου και ζούσα με τη βαθιά επιθυμία κάποτε να τον συναντήσω. Τα ίδια αισθανόμουν και για έναν άλλο μυθικό ήρωα στο μυαλό και την καρδιά μου, τον Στέλιο Καζαντζίδη».
«Έγραφε τότε στην αθλητική εφημερίδα Ομάδα, και για πρώτη φορά είδα τη φάτσα του σε αυτήν όταν πήρε συνέντευξη από τον Πελέ. Χάρηκα, διότι πλέον ήξερα πού μπορώ να τον συναντήσω.
Διαβάστε αύριο, στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης, για τις συναντήσεις του Λευτέρη Χαψιάδη με τον Γιώργο Νταλάρα και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, αλλά και τις συνεργασίες του με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Χρύσανθο.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης