«Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε ν’ ανάψει κάπου μια θεόρατη φωτιά για να ζεστάνει τον κόσμο». Μια από τις εμβληματικές φράσεις της ελληνικής λογοτεχνίας είναι η εισαγωγή σε ένα από τα βιβλία που γαλούχησαν γενιές, το Ένα παιδί μετράει τα άστρα. Έργο του Μενέλαου Λουντέμη, του ανθρώπου που γεννήθηκε το 1906 στην Κωνσταντινούπολη με προορισμό να γίνει συγγραφέας.
«Οδός Αβύσσου αριθμός 0»: Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι.
«Ήταν γεννημένος συγγραφέας» σημειώνει ο Αλέξης Πανσέληνος, χαρακτηρίζοντάς τον λιγότερο δύσπεπτο από τον Καζαντζάκη, πιο επίκαιρο από τους αποστασιοποιημένους από την πραγματικότητα εκπροσώπους της συντηρητικής Γενιάς του ’30. «Διαβάστηκε κατά κόρον, ακόμα και από ανθρώπους που μικρή σχέση είχαν ή μπορούσαν να έχουν με τη λογοτεχνία», εξηγεί.
Ήταν το μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου (που με την εγκατάσταση του στην Ελλάδα έγινε Βαλασιάδης), και της Δόμνας Τσουφλίδη. Δημήτρης το βαφτιστικό του, εύπορη η οικογένειά του που έχασε τα πάντα όταν ξεριζώθηκε. Η οικογένεια περιπλανήθηκε αρκετά μέχρι να εγκατασταθεί το 1923 στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας. Σύντομα ο (μελλοντικός) συγγραφέας μπήκε στη βιοπάλη: από γραμματοδιδάσκαλος και ψάλτης μέχρι εργάτης στα τεχνικά έργα του Λουδία, από όπου και εμπνεύστηκε το φιλολογικό του ψευδώνυμο.
Η στράτευσή του στην Αριστερά και η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ τού στοίχισε την αποβολή του απ’ όλα τα γυμνάσια της χώρας. Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων, ο Μενέλαος Λουντέμης θα κατέβει στην Αθήνα και θα γνωριστεί με αριστερούς διανοουμένους οι οποίοι σύχναζαν στη λέσχη «αν Σουσί» της οδού Πατησίων.
Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τους Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Την ίδια εποχή αναπτύσσει στενή φιλία με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Δημήτρη Βέη, ο οποίος θα τον δεχθεί ως ακροατή στις παραδόσεις του, αφού δεν μπορούσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική, καθώς δεν είχε τελειώσει το Γυμνάσιο.
«Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος»: Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα. Από κει και πέρα οι άνθρωποι ή παραµένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε.
Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία ήταν με δημοσιεύσεις ποιημάτων και διηγημάτων στη Νέα Εστία. Ο διευθυντής του περιοδικού Πέτρος Χάρης, τότε το 1934, γνωρίζει έναν νέο πολύ φτωχό και ταλαιπωρημένο. Αργότερα, το 1938, στα 27 του χρόνια, ο Μενέλαος Λουμέντης τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του Τα πλοία δεν άραξαν.
Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εντάχθηκε στο ΕΑΜ, όπου διατέλεσε και γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη, και το 1958 πέρασε από δίκη για το βιβλίο του Βουρκωμένες μέρες με την κατηγορία ότι αναφέρει «προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας».
Από το 1958 ως τη μεταπολίτευση του 1974 έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια.
Πολυγραφότατος, και αρκετές φορές άνισος ως προς το αποτέλεσμα, υπηρέτησε σχεδόν όλα τα είδη του γραπτού λόγου – πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση. Ανήκει στους Έλληνες λογοτέχνες του Μεσοπολέμου που στράφηκαν στον κοινωνικό ρεαλισμό, και ιδιοτυπία του έργου του είναι ο «ερασιτεχνικός τρόπος γραφής». Ο ίδιος άλλωστε υποστήριζε πως δεν τον ενδιαφέρει η τέχνη αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας.
Συχνά χρησιμοποιούσε ένα κεντρικό πρόσωπο-αφηγητή που ανήκε στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων για να δώσει την προσωπική οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου.
Ο θάνατος βρήκε τον Μενέλαο Λουντέμη στις 22 Ιανουαρίου 1977 στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, μέσα στο αυτοκίνητό του. Τον πρόδωσε η καρδιά του ενώ πήγαινε στον Άλιμο για να παραδώσει για δακτυλογράφηση τα τελευταία συμπληρωματικά χειρόγραφα από τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στην Κίνα του Μάο.