Ένας νέος θεσμός επίλυσης διαφορών εκτός των δικαστικών αιθουσών άρχισε να κερδίζει σταδιακά την εμπιστοσύνη των ιδιωτών, των οργανισμών και των επίσημων φορέων στη χώρα μας. Πρόκειται για τη Διαμεσολάβηση, μετάφραση του διεθνούς όρου «mediation».
Η Διαμεσολάβηση ρυθμίζεται από το Ν. 3898/2010 που ενσωμάτωσε στην εσωτερική μας έννομη τάξη την Οδηγία 2008/52 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ονομασία προκύπτει από την φύση της ως διαδικασία που εφαρμόζεται μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών που αντιδικούν με την παρουσία ενός ουδέτερου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή.
Παρά την πρόσφατη θέσπιση της Διαμεσολάβησης στη χώρα μας, το 2010, μορφές του θεσμού συναντάμε στην αρχαιότητα και σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Σήμερα, εκτός από κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζεται με επιτυχία και επί σειρά ετών στις ΗΠΑ και την Ασία.
Πεδίο εφαρμογής είναι οι ιδιωτικές διαφορές, ή οι εμπορικές όπου το ένα μέρος της διαφοράς ασκεί εμπορική δραστηριότητα. Έτσι στη Διαμεσολάβηση μπορούν να προσφύγουν για παράδειγμα σύζυγοι που επιθυμούν να ρυθμίσουν εξωδικαστικά τις οικογενειακές τους διαφορές, γείτονες για διαφορές που προκύπτουν μεταξύ τους, εκμισθωτές και μισθωτές για διαφορές που προέρχονται από τη μίσθωση, εργαζόμενοι και εργοδότες, έμποροι και καταναλωτές.
Πρόκειται για μια άμεση, ευέλικτη και οικονομική διαδικασία διευθέτησης διαφορών, η οποία έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα.
Έτσι τα μέρη που αντιδικούν μπορούν εκούσια, σε οποιοδήποτε στάδιο της διένεξής τους, να συμφωνήσουν από κοινού να απευθυνθούν στο διαμεσολαβητή προκειμένου να βρουν εξωδικαστικά μια αμοιβαία αποδεκτή και συναινετική λύση. Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της διαδικασίας είναι ότι θα αποφευχθεί η ψυχοφθόρα δικαστική οδός με τις καθυστερήσεις στην εκδίκαση της υπόθεσης και το μεγάλο οικονομικό κόστος που θα επιβαρύνει και τις δύο πλευρές.
Η εξωδικαστική αυτή διαδικασία επίλυσης διαφορών λαμβάνει χώρα με την παρουσία του διαμεσολαβητή. Αυτός είναι που διαθέτει ειδική εκπαίδευση που παρέχεται από αναγνωρισμένο ινστιτούτο, και έχει αποκτήσει την απαιτούμενη διαπίστευση κατόπιν εξετάσεων στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ο διαμεσολαβητής δεν αποφασίζει για λογαριασμό των μερών, δεν εκδίδει δηλαδή απόφαση όπως κάνει ο δικαστής ή ο διαιτητής. Ο διαμεσολαβητής εφαρμόζει τεχνικές ώστε να κατευθύνει με ουσιαστικό τρόπο τα μέρη να αναζητήσουν τις πραγματικές ανάγκες και τα συμφέροντά τους. Βοηθάει με αμερόληπτο τρόπο τις διαπραγματεύσεις των μερών, ώστε να βρουν τα ίδια ρεαλιστικές λύσεις για την επίλυση της διαφοράς τους. Επομένως η βάση στην οποία τα ίδια τα μέρη στηρίζουν την κοινή τους συμφωνία είναι ισότιμη και «win win».
Με την επιτυχή ολοκλήρωση της Διαμεσολάβησης δεν υπάρχει νικητής και ηττημένος, παρά μια εκούσια συμφωνία που ικανοποιεί και τις δύο πλευρές. Η συμφωνία αυτή αποτυπώνεται εγγράφως στο πρακτικό διαμεσολάβησης και μπορεί να αποτελέσει εκτελεστό τίτλο με την κατάθεσή της στο οικείο Πρωτοδικείο.
Τα πλεονεκτήματα, πέρα της ταχύτητας και του χαμηλού συγκριτικά κόστους, είναι πολλά και σημαντικά.
Η Διαμεσολάβηση δεν είναι απλά μια διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών. Ταυτόχρονα επιτελεί δημιουργικό και παιδευτικό ρόλο, καθώς καλλιεργεί την κουλτούρα της φιλικής αντιμετώπισης των διαφορών.
Πράγματι, με την επιλογή της για την αντιμετώπιση των διαφωνιών τα μέρη προτιμούν έναντι της αντιδικίας, τη συναίνεση, έναντι της σφοδρής αντιπαράθεσης, τη συμφιλίωση, έναντι της αναγκαστικής επιβολής μιας δικαστικής απόφασης για λογαριασμό τους, τη μεταξύ τους συνεργασία για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης.
Δικαίως η Διαμεσολάβηση θεωρείται ως λύση πολιτισμού που προάγει την κοινωνική ειρήνη και ευημερία.