Ένας ακόμα από τους μεγάλους και αγνοημένους του ελληνικού μας τραγουδιού. Γεννήθηκε στην Κασταμονή του Πόντου και πέθανε στη Δραπετσώνα από δηλητηρίαση, αφού έφαγε τηγανόψωμο φτιαγμένο με χαλασμένο αλεύρι που είχε πάρει από κάποιο βομβαρδισμένο πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά. Λίγες ώρες αργότερα πέθανε και η γυναίκα του.
Το σπίτι του ήταν κοντά στα υπόστεγα του λιμανιού, εκατό μέτρα πιο κει από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Αγ. Διονυσίου.
«Πάνω στα μπράτσα των οργάνων του δεν είχε τέλια, αλλά χιλιάδες ξωτικά πουλιά που περίμεναν να τ’ ακουμπήσει για ν’ αρχίσουνε να λαλάνε», έλεγε ο κατασκευαστής οργάνων Κυρ. Λαζαρίδης. Και ο Μ. Βαμβακάρης καθόταν πλάι του «φτιαγμένος» για να τον ακούσει και του ’λεγε: «Παίξε, ρε Γιοβάνη, να χαρείς τα παιδιά σου».
Έπαιζε μόνο για το κέφι του και το κέφι των φίλων του. Δεν ανέβαινε στο πάλκο, γιατί έλεγε: «Δεν παίζω εγώ για να χορεύουν οι πουτάνες». Δύο φορές παρέβη αυτή την αρχή, το 1933, που δούλεψε στις παράγκες της Κοκκινιάς στου Γιώργου Τζελαλίδη.
Δύο φορές άνοιξε δικό του μαγαζί, καφενείο-ουζερί, τη μια κοντά στις αποθήκες της Shell και την άλλη στην Κοκκινιά.
Ο Γιοβάν Τσαούς (πρώτος αριστερά) μπροστά στο καφέ-ουζοπωλείο του «Η Συνάντησις» (1930)
Υπηρέτησε στον οθωμανικό στρατό ως «τσαούς» (çavuş = λοχίας), εξού και το προσωνύμιο
Αν και ήταν αυτοδίδακτος έπαιζε περίφημα πιάνο, βιολί, τζουρά, σάζι, ούτι, μπουζούκι, μπαγλαμά και ταμπουρά. Τους στίχους των τραγουδιών έγραφε η γυναίκα του Αικατερίνη. Τα βραδάκια καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού της κι έβλεπε συχνά τους πρεζάκηδες, σωστά ανθρώπινα κουρέλια, να σέρνονται και να κοιμούνται στα βαγόνια του σιδηρόδρομου, κι έτυχε να δει πολλούς απ’ αυτούς να πεθαίνουν σαν «κοτόπουλα». Τις τρομακτικές εντυπώσεις τις έκανε στη συνέχεια στίχους, και γι’ αυτό πολλά τραγούδια του Γιοβάν Τσαούς έχουν χασικλίδικο στίχο.
Καθόταν συχνά στο παράθυρο του σπιτιού του και έπαιζε ατέλειωτα ταξίμια. Όσοι τύχαινε να τ’ ακούνε, έλεγαν: «Ούτε ακούστηκαν, ούτε θα μετακουστούνε τέτοια ταξίμια».
Όλοι οι παλιοί παραδέχονται ομόφωνα πως ο Γιοβάν Τσαούς ήταν ο καλύτερος μπουζουξής της εποχής του, αλλά και ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της. Ένας κορυφαίος ρεμπέτης δημιουργός.
Τραγούδια του: «Γελασμένος», «Διαμάντω παιχνιδιάρα», «Η βλάμισσα, ή Δραπετσώνα (Μέρες και νύχτες περπατώ)», «Η μάγκισσα», «Μάγισσα», «Ο πρεζάκιας», «Πέντε μάγκες στον Πειραιά», κ.ά.
«Η βλάμισσα, ή Δραπετσώνα»
Μέρες και νύχτες περπατώ μέσα στη Δραπετσώνα
για μια σουλτάνα βλάμισσα, πεντάμορφη κοκόνα.
Μου ’χει ποτίσει την καρδιά αμάν-αμάν με πίκρες και φαρμάκι,
γι’ αυτό το ρίχνω στο κρασί αμάν-αμάν να φύγει το μεράκι.
Ως πότε, πες μου, βλάμισσα αμάν-αμάν δεν είναι αμαρτία
να λιώνω εγώ για σένανε και να ’σαι συ αιτία;
Έλα, γλυκιά μου βλάμισσα αμάν-αμάν να γίνομε ζευγάρι,
κι οι μάγκες θα μας έχουνε αμάν-αμάν το μόνο τους καμάρι.
- Από την έκδοση της Ένωσης Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-Δραπετσώνας Από τον Πόντο και τη Μικρασία στον Πειραιά, εδώ… στη Δραπετσώνα, εκδ. Ινφογνώμων, Δραπετσώνα 2016.