Με αφορμή την πρόσφατη συνέντευξη του τέως υπουργού Δικαιοσύνης Ν. Παρασκευόπουλου σε κυριακάτικη εφημερίδα, ο οποίος δήλωσε αυτολεξεί: «Τιμώ την ελληνική σημαία και πιστεύω ότι η ηθικοκοινωνική αποδοκιμασία των προσβολών της θα είναι πολύ πιο αποτελεσματική» –εννοείται– από τον ποινικό κολασμό του εγκλήματος που στοιχειοθετείται στο 181 ΠΚ (Προσβολή Συμβόλων του Ελληνικού Κράτους: Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση, αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει την επίσημη σημαία του Κράτους ή έμβλημα της κυριαρχίας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών), τίθενται εύλογες απορίες σχετικά με το αν ο τ. υπουργός Δικαιοσύνης γνωρίζει αυτό που στον νομικό κόσμο ονομάζεται «σκληρός πυρήνας του ποινικού δικαίου».
Το ποινικό δίκαιο, που ονομάζεται έτσι επειδή επιβάλλει ποινή σε κάποιον που εγκληματεί, έχει ως εφαλτήριο ακριβώς αυτό το αίσθημα ηθικής και κοινωνικής αποδοκιμασίας που προέρχεται από ορισμένες επαίσχυντες και απαξιωτικές πράξεις που βλάπτουν το λαϊκό αίσθημα δικαίου, οι δε δικαστές των ποινικών δικαστηρίων δικάζουν και αποφαίνονται εις το όνομα του ελληνικού λαού. Η ηθική και κοινωνική αποδοκιμασία την οποία επικαλείται ο κ. Ν. Παρασκευόπουλος επιτυγχάνεται περισσότερο από ποτέ μέσα από τη διαδικασία της ποινικής δίκης, μιας και αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος και ο λόγος ύπαρξής της.
Μάλιστα, η υποκειμενική υπόσταση του διαλαμβανόμενου εγκλήματος προϋποθέτει την διάπραξη της βεβηλωτικής εναντίον της σημαίας πράξης με τρόπο και πρόθεση μίσους και περιφρόνησης, απαιτείται δηλαδή σαφώς επενέργεια του δράστη περιφρονητική ή εκδηλωτική μίσους στο εθνικό σύμβολο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, 103718/01).
Όταν λοιπόν πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του 181 ΠΚ, ποιο είναι άραγε το προσφορότερο μέσο κολασμού και έκφρασης του λαϊκού αισθήματος επίπληξης για μια συγκεκριμένη πράξη, αν όχι η ποινική δίκη, που αυτή άλλωστε είναι και η γενεσιουργός αιτία της;
Όποιος έχει φτάσει στο σημείο να προσβάλλει το εθνικό αίσθημα με το να καίει ανερυθρίαστα τη σημαία της Ελλάδας δεν είναι αγανακτισμένος, δεν κάνει κάποιου είδους «επανάσταση», είναι απλώς ασεβής προς τους προγόνους του (που –τετριμμένο μεν, αληθές δε– πολέμησαν για να ζει ελεύθερος), την ιστορία του, το έθνος του, το πολίτευμα και γενικότερα τις αξίες που παιδιόθεν γαλουχείται και είναι οι συνιστώσες αυτού που καλείται Πατρίδα, και δεν χωρεί «παιδαγωγική» κατεύθυνση, παρά μόνο σωφρονιστική, αφού ευθύς εξ υπαρχής όποιος προβαίνει σε μια τέτοια κατάπτυστη ενέργεια σκοπίμως επιθυμεί να προκαλέσει, να σοκάρει και να διεγείρει αρνητικά την κοινή γνώμη φορώντας εκουσίως το ένδυμα του «αναρχικού» κι εθνομηδενιστή.
Σε αυτό το σημείο, δέον να αναφερθεί ότι το εγχώριο ποινικό δίκαιο προβλέπει ποινές και για την προσβολή των συμβόλων ξένων κρατών (155 ΠΚ), για την προσβολή του Προέδρου της Δημοκρατίας (168 ΠΚ), κι ένα ολόκληρο κεφάλαιο από ποινές για εγκλήματα κατά του πολιτεύματος, νομοθετήματα που αποδεικνύουν άνευ αμφιβολίας ότι τα πρόσωπα και τα σύμβολα που είναι συνυφασμένα με αυτό που αποκαλούμε «έθνος» ή πολίτευμα πανταχού και παντάπασι χρήζουν απόλυτου και προσήκοντος σεβασμού προκειμένου να μην διασαλεύεται ο θεσμικός τους ρόλος. Επομένως, ελλείψει ενός εσωτερικού κώδικα τιμής, αιδημοσύνης και ιδανικών σε έναν πολίτη που κηλιδώνει τα σύμβολα όλων των εθνών, η πολιτεία έχει χρέος να υποκαθιστά την έλλειψη αυτή με τον ποινικό κολασμό προκειμένου να περιφρουρήσει την ιερότητα όλων αυτών που τα σύμβολα εκπροσωπούν.
Σε πείσμα δε των πατριδοκάπηλων που έχουν στρεβλώσει την αληθινή έννοια των συμβόλων του έθνους προς ίδια οφέλη, ας μνημονεύει ο καθένας εξ ημών ότι η σημαία, η ιστορία, η πατρίδα, ο εθνικός ύμνος δεν είναι κενοτάφια παρωχημένων ιδεών, τουναντίον εκπροσωπούν πηγή έμπνευσης, ελευθερίας, δημοκρατίας και εν γένει αξιών που είθε κάποιος να ζει με αυτές και να πεθαίνει ως υπερασπιστής τους.
Ας θυμηθούμε μόνο τον όρκο που έδιναν οι Αθηναίοι έφηβοι κατά την ενηλικίωσή τους, που σηματοδοτούσε άλλωστε και τον ενστερνισμό όλων αυτών των ιερών ιδεών, και ας παραδειγματιστούμε και εμείς από αυτούς:
«Ου καταισχυνώ τα όπλα τα ιερά, ουδ’ εγκαταλείψω τον παραστάτην ότω αν στοιχήσω· αμυνώ δε και υπέρ ιερών και οσίων και μόνος και μετά πολλών. και την πατρίδα ουκ ελάσσω παραδώσω, πλείω δε και αρείω όσης αν παραδέξωμαι. και ευηκοήσω των αεί κραινόντων εμφρόνως και τοις θεσμοίς τοις ιδρυμένοις πείσομαι και ούστινας αν άλλους το πλήθος ιδρύσηται ομοφρόνως· και αν τις αναιρή τους θεσμούς η μη πείθηται ουκ επιτρέψω, αμυνώ δε και μόνος και μετά πολλών. και ιερά τα πάτρια τιμήσω. ίστορες τούτων Άγλαυρος, Ενυάλιος, Άρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη».
Ίρις Σταθάκου, νομικός.