Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα εις τα δυσμάς της προεδρικής του θητείας τίμησε την κοιτίδα της Δημοκρατίας και εισέπραξε τιμή από αυτήν. Παρά τις περί του αντιθέτου συμβουλές των ανθρώπων που τον περιτριγυρίζουν, ο κ. Ομπάμα επέμενε και πραγματοποίησε την τελευταία του επίσκεψη στην Ελλάδα, δείχνοντας φρόνηση και αποδεικνύοντας ότι γνωρίζει και ιστορία και ότι διαχειρίζεται πολύ καλά τη σημασία των συμβόλων.
Η Ελλάδα διαθέτει έναν τεράστιο συμβολισμό διαχρονικής και παγκόσμιας σημασίας, τον οποίο δυστυχώς οι σημερινοί κάτοικοί της, και κυρίως οι λιλιπούτειοι ηγήτορές της, δεν μπορούν να αξιοποιήσουν.
Δύο πράγματα μου έμειναν από την επίσκεψη Ομπάμα. Από τη μια ο οραματικός λόγος του Αμερικανού προέδρου που κατέληξε στο «Ζήτω η Ελλάς» – όχι με την έννοια που οι μικρονοϊκοί αποδομιστές το αντιλαμβάνονται, αλλά με την υπόκλιση σε ένα παράδειγμα ζωής που άντεξε στο χρόνο. Και από την άλλη το αρνητικό συναίσθημα που προκάλεσε η έκκληση του Έλληνα προέδρου: «Σας παρακαλώ μη λησμονάτε τη χώρα μου». Έκκληση ικέτη.
Αυτή η σύγχρονη αθηναϊκή ιδεολογία που συμπυκνώνεται στην παραπάνω ρήση, η παράκληση δηλαδή προς κάποιον άλλο ισχυρό να μας σώσει, κατέκλυσε και κυριάρχησε ως πρότυπο τη χώρα και είναι η αιτία και του κακού που βιώνουμε και της αδυναμίας μας να εξέλθουμε από τη βαθιά κρίση που μας μαστίζει.
Η επίσκεψη του προέδρου Ομπάμα στην Ελλάδα ήταν συμβολική και δεν μπορούσε να χωρέσει στη μίζερη προσπάθεια της ελλαδικής κυβέρνησης να την περιορίσει στη συνηγορία για το χρέος.
Το πρόβλημα του χρέους είναι τεράστιο, και όπως είπε και ο υπουργός Οικονομίας, αν δεν βρεθεί λύση ρύθμισής του δεν θα μπορέσουμε να αντέξουμε. Έτσι είναι. Αλλά ας μην αυταπατάται ο κ. Τσακαλώτος. Λύση στο χρέος δεν θα δώσουν οι δανειστές με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Την έχουν προγράψει. Απλώς, περιμένουν να την εκθέσουν και άλλο και της αφήνουν περιθώρια να κάνει λίγη ακόμη «βρόμικη δουλειά».
Η κυβερνητική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ εν ονόματι ενός νεοαριστερού συνονθυλεύματος υπήρξε παταγώδης αποτυχία. Τα τραγικά αποτελέσματά της αρχίζουν να γίνονται ορατά τώρα, που η ιδεολογική επικάλυψη δεν μπορεί πλέον να τα θολώσει.
Το ιδεολογικό αφήγημα της ΣΥΡΙΖΑίας Αριστεράς στέρεψε, ο ηγέτης της δεν λάμπει πια –αντιθέτως, δίνει την εικόνα κουρασμένου ανθρώπου έτοιμου να λιποτακτήσει–, και οι οπαδοί της δεν έχουν τι να πουν στον κόσμο.
Το γεγονός δεν είναι προς χαροποίηση, δεδομένου ότι η κατάρρευση της προσπάθειας για μια εναλλακτική της νεοφιλελεύθερης πρόταση αφήνει το πεδίο ελεύθερο για την επερχόμενη θύελλα.
Την τραγική εικόνα της κυβέρνησης να διοικήσει επιδείνωσαν, αμέσως μετά την αναχώρηση Ομπάμα, η εικόνα διάλυσης που παρουσιάζει η χώρα από τη δράση των «μπαχαλάκηδων», η παράδοση πολιτείας και κοινωνίας στη εκτονωτική τους βουλιμία, και από την άλλη η παρόμοια συμπεριφορά των μεταναστών που νιώθουν πως έχουν δικαίωμα να διαλύσουν τη χώρα που τους φιλοξενεί.
Ας το συνειδητοποιήσουμε: η πολιτική της κυβέρνησης διαλύει τη χώρα. Η πολιτική πρόταση της αντιπολίτευσης, που διαφαίνεται πως θα εφαρμοστεί, θα επιτείνει το χάσμα ανισοτήτων χωρίς να μπορεί να υποσχεθεί ούτε καν τον εντοπισμό της κατεύθυνσης εξόδου από την κρίση.
Η χώρα καταρρέει σε όλα τα πεδία, και οι ολίγιστοι πολιτικοί της ηγήτορες ενδιαφέρονται για τη διαιώνιση της πολιτικής και κομματικής τους παρουσίας.
Επιπλέον, όπως γράφηκε προσφάτως, από άνθρωπο που λόγω της επαγγελματικής του πορείας είναι σε θέση να γνωρίζει, «τα επόμενα δέκα χρόνια δεν αποκλείεται να χρειαστεί να πολεμήσουμε».
Είναι αδήριτη ανάγκη όλες οι πολιτικές δυνάμεις να έρθουν σε συνεννόηση σε δύο –και μόνο δύο– θέματα: στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, την αντιμετώπιση, δηλαδή, των άμεσων και τεράστιων προβλημάτων εθνικής επιβίωσης, και στην παιδεία. Αν δεν το πετύχουν, διαπράττουν το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Δεν γνωρίζω αν στοιχειοθετείται νομικά αυτό το έγκλημα, σίγουρα όμως διαπράττεται ηθικά και πολιτικά.
Η συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια, μετά την πολύπλευρη κρίση, δημιουργεί συνθήκες κοινωνικής έκρηξης που δεν είναι, ακόμη, ορατό πού θα οδηγήσουν. Οι εξεγέρσεις δεν προγραμματίζονται. Προκύπτουν ως χαοτικά φαινόμενα, επειδή προφανώς εκλείπουν κάποια στοιχεία που κρατούν συνεκτικές τις κοινωνίες.
Η παιδεία είναι ένα από αυτά τα στοιχεία που εκλείπουν. Και, βεβαίως, το άλλο είναι η αίσθηση της ασφαλούς ύπαρξης στην επικράτεια της χώρας. Γι’ αυτό και η πρόταση για εθνική συνεννόηση στους δύο αυτούς τομείς.
Επανέρχομαι, λοιπόν, στο ερώτημα του τίτλου: Μετά τον Ομπάμα τι;
Η κυβέρνηση δεν έχει να δώσει τίποτε άλλο. Η παραμονή της στην εξουσία δυσκολεύει τα πράγματα. Είναι καλύτερα και για την ίδια, αλλά κυρίως για τη χώρα, να δρομολογήσει την εθνική συνεννόηση για θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και παιδείας, και να προσφύγει σε εκλογές. Να καταγραφεί ένα νέο πολιτικό σκηνικό μετά από ειλικρινή ανταλλαγή απόψεων, ώστε να ψηφίσει ο λαός γνωρίζοντας την κατάσταση της χώρας.
Για να αναλάβει τις ευθύνες του.