Η μεσαιωνική πρωτεύουσα της Αρμενίας, το κόσμημα της αρμενικής αρχιτεκτονικής, η ερειπωμένη αλλά πάντα γοητευτική πόλη Ανί περιλαμβάνεται πλέον στον αναγνωρισμένου κύρους Κατάλογο Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO!
Η απόφαση ελήφθη στις 15 Ιουλίου, κατά την 40ή σύνοδο της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς του διεθνούς οργανισμού, που κατά παράδοξη σύμπτωση συνήλθε στη Κωνσταντινούπολη!
Η Ανί, η πόλη με τις «χίλιες και μία εκκλησίες και τις σαράντα πύλες», όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία, βρίσκεται στην τουρκοκρατούμενη επαρχία Γκαρς, σε υψόμετρο 1.465 μέτρων, πάνω στα κλειστά αρμενοτουρκικά σύνορα που οριοθετούνται από τον ποταμό Αχουριάν, παραπόταμο του Αράξη. Με πληθυσμό 200.000 κατοίκων στην ακμή της, υπήρξε η λαμπρή πρωτεύουσα της αρμενικής δυναστείας των Βαγρατιδών, κατά τον 10ο-11ο αιώνα, σταυροδρόμι εμπορικών δρόμων Βυζαντινών, Περσών, Αράβων και άλλων, που ανταγωνιζόταν την Κωνσταντινούπολη και τη Βαγδάτη.
Ερείπια της πόλης Ανί (φωτ.: peopleofar.com)
Τα παλάτια και οι οχυρώσεις της, οι ναοί και τα μοναστήρια της θεωρούνταν από τις καλύτερες κατασκευές ως προς την τεχνική και την αισθητική τους. Ήταν όλα κατασκευασμένα από ένα τοπικό ηφαιστειογενές πέτρωμα, το βασάλτη, που υπάρχει άφθονο και σε ποικιλία χρωμάτων –από κίτρινο έως κόκκινο-τριανταφυλλί και κατάμαυρο– και, καθώς λαξεύεται πολύ εύκολα, προσφέρεται για τη λεπτή και περίτεχνη διακόσμηση των λαμπρών μνημείων.
Παρά τα μεγαλεία του παρελθόντος, η Ανί σήμερα είναι μια πόλη φάντασμα, ερειπωμένη και εγκαταλελειμμένη από αιώνες. Δέχθηκε βάρβαρες επιθέσεις και καταστροφές από Σελτζούκους, Μογγόλους, Οθωμανούς, αλλά και από την ίδια τη φύση, με κατά καιρούς ισχυρούς σεισμούς. Αλλά και οι ερασιτεχνικές ανασκαφές και αναστηλώσεις, όπως και οι πολιτικές «πολιτισμικής εκκαθάρισης» της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια που συνέβαλαν στην περαιτέρω καταστροφή των μνημείων.
Σύμφωνα με τον κανονισμό της UNESCO, το αίτημα για την ένταξη ενός μνημείου στον Κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς υποβάλλεται από τη χώρα στην επικράτεια της οποίας βρίσκεται το μνημείο. Στην περίπτωση της Ανί, το αίτημα υποβλήθηκε από την Τουρκία, εφόσον η Ανί βρίσκεται σήμερα στα κατεχόμενα από την Τουρκία αρμενικά εδάφη. Στην αρχική του μορφή το αίτημα δεν ήταν ολοκληρωμένο, γι’ αυτό και αναπέμφθηκε για επανεξέταση και συμπλήρωση. Ο νέος φάκελος, πιο άρτιος και ολοκληρωμένος, περιγράφει λεπτομερώς την ιστορική διαδρομή του μνημείου, αλλά και την αρχαιολογική του αξία, έτσι ώστε εμφαντικά και με κάθε λεπτομέρεια να προβάλλεται η αρμενικότητά του.
Χατσκάρ (σταυρόπετρα) του 13ου αιώνα
Αξίζει να σημειωθεί ότι στον τουρκικό «ενδεικτικό κατάλογο» προς ένταξη στη λίστα των μνημείων της UNESCO έχουν συμπεριληφθεί δύο ακόμη σημαντικά αρμενικά μνημεία, ο ναός του Τιμίου Σταυρού (921 μ.Χ.) στη νήσο Αχταμάρ της λίμνης Βαν, με ημερομηνία υποβολής 13/4/15, και το φρούριο και η παλιά πόλη του Βαν, με ημερομηνία υποβολής 13/4/2016.
Ενδεικτικός είναι ο κατάλογος αξιόλογων μνημείων που συντάσσει ένα συμβαλλόμενο κράτος και υποβάλλει προς εξέταση στο Κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, με το αίτημα της εξέτασης και ένταξής τους στο κατάλογο των μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Η ένταξη των μνημείων στον οριστικό κατάλογο σημαίνει ότι η Τουρκία υποχρεώνεται να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα και τις εγγυήσεις για να προστατευθούν και να διατηρηθούν τα μνημεία, και κατά τακτά διαστήματα να υποβάλλει στην UNESCO σχετικές εκθέσεις-αναφορές. Υποχρεώνεται, ως εκ τούτου –ως προς την Ανί τουλάχιστον– να μεταβάλει την τακτική που επί δεκαετίες ακολούθησε, αφήνοντας τα αναρίθμητα πολιτισμικά μνημεία στην τύχη τους, έρμαια στα στοιχεία της φύσης ή στους βανδαλισμούς.
Πάνω από το 70% των αρμενικών πολιτισμικών μνημείων βρίσκεται εκτός των συνόρων της Δημοκρατίας της Αρμενίας, σε τέσσερις γειτονικές χώρες. Γι’ αυτό και η αντιπροσωπεία της Αρμενίας στην UNESCO κινείται δραστήρια, από την πρώτη μέρα της ένταξής της στον Οργανισμό. Τονίζει την ανάγκη προστασίας των πολυάριθμων αυτών αρμενικών θησαυρών, που δεν τυγχάνουν της δέουσας προσοχής, τονίζοντας την πανανθρώπινη αξία της πολιτισμικής κληρονομιάς συνολικά, αλλά και μεμονωμένα, όπως στην περίπτωση της Ανί, όπου και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο.
Η Ανί, ωστόσο, δεν είναι το πρώτο συγκρότημα αρμενικών μνημείων εκτός Αρμενίας που εντάσσεται στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Ήδη από το 2008, στον ίδιο κατάλογο έχουν περιληφθεί τρία σπουδαία αρμενικά μνημεία που βρίσκονται στην επικράτεια του Ιράν. Πρόκειται για τα δύο μοναστηριακά συγκροτήματα του Αγίου Θαδδαίου (Σουρπ Τατεΐ Βανκ) του 7ου αι. και του Αγίου Στεφάνου (Σουρπ Στεπανοσί Βανκ) και το παρεκκλήσι της Παναγίας, το μόνο μνημείο που διασώθηκε από το σπουδαίο μοναστηριακό συγκρότημα του Τζορ-Τζορ. Και τα τρία αυτά συγκροτήματα, που βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα του Ιράν, περιγράφονται στον κατάλογο ως χαρακτηριστικά δείγματα της αρμενικής αρχιτεκτονικής και της διακοσμητικής παράδοσης, με ιδιαίτερη οικουμενική αξία.
Αποτελούν την αδιάψευστη μαρτυρία των ορίων του αρμενικού πολιτισμού στην περιοχή, αλλά και τη διάχυση και αλληλεπίδρασή του με τους γειτονικούς πολιτισμούς του Βυζαντίου, της Περσίας, των Ασσυρίων…
Πολυάριθμα είναι, φυσικά, τόσο τα προϊστορικά όσο και τα ιστορικά μεσαιωνικά μνημεία, εντός της επικράτειας της Αρμενίας. Ήδη, τρία μοναστηριακά συγκροτήματα έχουν ενταχθεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Το παρεκκλήσι της Παναγίας του Τζορ-Τζορ
Το μοναστηριακό συγκρότημα του Χαγμπάτ (τέλη 10ου αι.), εξαιρετικό δείγμα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, που αναπτύχθηκε στην Αρμενία από τον 10ο έως τον 13ο αιώνα λόγω της ανάμιξης παραδοσιακών αμιγώς αρμενικών χαρακτηριστικών με στοιχεία βυζαντινής ναοδομίας. Περιλαμβάνει τρεις ναούς, πλούσια βιβλιοθήκη και τυπογραφείο, παρεκκλήσια, τάφους και περίτεχνα λαξευμένες σταυρόπετρες (χατσκάρ). Η μονή, εντός της οποίας λειτούργησε και πανεπιστήμιο, αποτέλεσε σπουδαίο πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα. Στον Κατάλογο της UNESCO εντάχθηκε το 1996.
Το μοναστηριακό συγκρότημα Σαναχίν (966 μ.Χ.) απλώνεται σε μια κατάφυτη βουνοπλαγιά, κοντά στην πόλη Αλαβερντί. Αποτέλεσε διοικητική έδρα της δυναστείας των Γκιουρικιάν, επισκοπική έδρα και σπουδαίο πνευματικό κέντρο, με πανεπιστήμιο και βιβλιοθήκη. Κατά την εισβολή των Μογγόλων το 1235 μ.Χ. η μονή υπέστη μεγάλες καταστροφές. Σήμερα διασώζονται δύο μεγάλοι ναοί, ένα παρεκκλήσι, το κωδωνοστάσιο, η ακαδημία, το κτήριο της βιβλιοθήκης, τα κελιά των μοναχών, όπως και οι τάφοι της δυναστείας των Γκιουρικιάν. Στον Κατάλογο της UNESCO εντάχθηκε το 1996.
Ο Καθεδρικός Ναός της Αγίας Έδρας του Ετσμιατζίν, οι ναοί της ευρύτερης περιοχής και ο αρχαιολογικός χώρος του Ζεβαρτνότς, ως ενιαία ενότητα, εντάχθηκαν στον Κατάλογο της UNESCO το έτος 2000. Στο συγκρότημα περιλαμβάνονται, αναλυτικά:
- Ο ναός του Ετσμιατζίν (301-303 μ.Χ.) ανεγέρθηκε από τον βασιλιά Ντερτάτ πάνω στα ερείπια ειδωλολατρικού ναού, καθ’ υπόδειξη του Αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή, που δίδαξε το Χριστιανισμό στην Αρμενία, και είναι ένα από τα αρχαιότερα χριστιανικά μνημεία στην Ευρώπη. Το κύριο τμήμα του ναού υπό τη σημερινή του μορφή ανακατασκευάστηκε το 483-4 μ.Χ., δεδομένου ότι είχε υποστεί σοβαρές ζημίες από την εισβολή των Περσών. Σηματοδοτεί την απαρχή της αρμενικής ναοδομίας με τη μορφή σταυροειδούς μετά τρούλου, που άσκησε βαθιά επίδραση στην αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική ανάπτυξη της περιοχής στους μετέπειτα αιώνες. Είναι η Έδρα του Καθολικού Πατριάρχη απάντων των Αρμενίων, πνευματικό και διοικητικό κέντρο της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας.
Ο ναός της Αγίας Χριψιμέ (618 μ.Χ.), στα ανατολικά της πόλης Ετσμιατζίν, ένα από τα αριστουργήματα της πρώιμης μεσαιωνικής αρμενικής αρχιτεκτονικής και από τις πιο πολύπλοκες αρχιτεκτονικές συνθέσεις.
- Ο ναός της Καγιανέ (395 μ.Χ.), νότια της πόλης του Ετσμιατζίν, στον τόπο μαρτυρίου της Καγιανέ και των δύο συντρόφων της, μια κομψή τετράκλιτη βασιλική μετά τρούλου, με εντυπωσιακό εσωτερικό διάκοσμο.
- Ο ναός Σογαγκάτ, ένα μικρό αλλά όμορφο αρχιτεκτονικό μνημείο, ανεγερθέν το 1694 μ. Χ.
- Ο ναός της Παναγίας, στο κέντρο της πόλης του Ετσμιατζίν, είναι από τα νεότερα κτήρια στο αρχιτεκτονικό συγκρότημα του Ετσμιατζίν, ανεγέρθηκε… μόλις το 1767 μ.Χ.
- Και τέλος, ο μεγαλοπρεπής ναός του Ζεβαρτνότς, που ανεγέρθηκε πάνω στα ερείπια παγανιστικού ναού, το 643-652 μ.Χ. και παρέμεινε ορθός μέχρι τον 10ο αιώνα. Η σημερινή ερειπωμένη μορφή του οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα σε ισχυρό σεισμό.
Το μοναστηριακό συγκρότημα του Κεγάρτ
Το 2000 στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO εντάχθηκε και το μοναστηριακό συγκρότημα του Κεγάρτ, μαζί με το ιδιαίτερου φυσικού κάλλους περιβάλλον τοπίο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλά διατηρημένο μνημείο, πάνω σε πανύψηλους βράχους, στην είσοδο της κοιλάδας του ποταμού Αζάτ. Ο κεντρικός ναός με την υπέροχη ακουστική του και τα υπόλοιπα μνημεία –παρεκκλήσια, τάφοι, σταυρόπετρες–, λαξευμένα μέσα στο βράχο, χρονολογούμενα από τον 4ο έως τον 13ο αιώνα, συνιστούν την κορύφωση της αρμενικής μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής και της διακοσμητικής τέχνης.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι διάσπαρτα σ’ όλη την επικράτεια της Αρμενίας υπάρχουν αναρίθμητα μνημεία –κυρίως μοναστηριακά συγκροτήματα– που χρήζουν προστασίας, ήδη από το 1995 η Αρμενία έχει υποβάλει στην UNESCO «Ενδεικτικό Κατάλογο» στον οποίο περιλαμβάνονται: ο αρχαιολογικός χώρος της πόλης Τβίν (335 μ.Χ.), η τρίκλιτη βασιλική και ο αρχαιολογικός χώρος του Γιερερούικ (4-5ος μ.Χ. αι.), το τεράστιο και καλοδιατηρημένο μοναστηριακό συγκρότημα του Ντατέβ (9ος αι. μ.Χ.) μαζί με την ιδιαίτερου φυσικού κάλλους παρακείμενη κοιλάδα του ποταμού Βοροντάν, η μονή Νοραβάνκ (13ος αι.) μαζί με την δυσπρόσιτη κοιλάδα Αμαγού που την περιβάλλει!
Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά
Πέρα όμως από τα ανθρώπινα επιτεύγματα, την αρχιτεκτονική κληρονομιά ή τις περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους του πλανήτη, που επιδιώκει να αναδείξει και να προστατεύσει ως πανανθρώπινη κληρονομιά, η UNESCO καταρτίζει και έναν ακόμη κατάλογο, τον «Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας». Ο κατάλογος αυτός περιέχει πρακτικές, τεχνικές, γνώσεις, δεξιότητες, αλλά και όργανα, αντικείμενα και τεχνουργήματα, που καταδεικνύουν την πολυμορφία της πολιτιστικής κληρονομιάς και της ανθρώπινης δημιουργικότητας και τη σημασία της διατήρησής της!
Το παραδοσιακό λαβάς στον Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας
Όλα εκείνα που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και ορίζουν την ταυτότητα και τη συνέχεια μιας κοινότητας ή εθνότητας, ορίζουν τη σχέση της με την ιστορία και το περιβάλλον.
Ο κατάλογος αυτός καταρτίζεται κατόπιν αιτήματος κάθε συμβαλλόμενης χώρας-μέλους. Αυτονόητο είναι ότι πολλές φορές τέχνες, τεχνικές ή παραδόσεις γίνονται αντικείμενο διεκδίκησης και διαμάχης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών! Ο αγώνας σε διπλωματικό επίπεδο αλλά και παρασκηνιακά είναι πολύ σκληρός. Στον «Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας», λοιπόν, η Αρμενία έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να εισαγάγει το μουσικό όργανο «ντουντούκ» (φωτ. δεξιά) και τη μουσική του (2008), την τέχνη λάξευσης των «Χατσκάρ» (σταυρόπετρα) για το συμβολισμό και τη δεξιοτεχνία της (2010), την απόδοση του αρμενικού έπους Οι παράτολμοι του Σασούν –γνωστό ως Σασουντσί Ταβίτ (2012)–, και τέλος το «λαβάς» το παραδοσιακό αρμενικό ψωμί, για τον τρόπο προετοιμασίας και παρασκευής του, ως έκφραση του πολιτισμού (2014).
Είναι βέβαιο ότι τα προσεχή χρόνια η Αρμενία, με την μακραίωνη και πλούσια πολιτισμική της παράδοση, θα εντάσσει ολοένα και νέα μνημεία, και θα εμπλουτίζει την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.
Αραξή Απελιάν-Κολανιάν
- Αναδημοσίευση από το περ. Αρμενικά, τχ 90, Ιούλ.- Σεπτ. 2016.