Σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας βρέθηκε το τελευταίο διάστημα ο συγγραφέας Ομέρ Ασάν, για την παρουσίαση του βιβλίου του Η κεμεντζέ του Νίκου. Το διμηνιαίο περιοδικό Αρμενικά και η Ήρα Τζούρου τον συνάντησαν και μίλησαν μαζί του για την ταυτότητά του, τον αγώνα του, τη σχέση των Ποντίων με τους Αρμενίους, τη στάση των Τούρκων απέναντι στις σφαγές κ.ά. Αναδημοσιεύουμε.
Με αφορμή τη μετάφραση στα ελληνικά και την παρουσίαση στην Αθήνα του νέου βιβλίου του Ομέρ Ασάν «Η κεμεντζέ του Νίκου», συναντήσαμε τον συγγραφέα και συζητήσαμε για την κοινή μοίρα των δύο λαών, Ποντίων και Αρμενίων.
Ο Ομέρ Ασάν γεννήθηκε το 1961 στην Τραπεζούντα, και στην Ελλάδα έγινε γνωστός με το βιβλίο του Ο πολιτισμός του Πόντου αλλά και με το ντοκιμαντέρ Αδελφέ πού πας; – Η Ανταλλαγή, με συνεντεύξεις ανταλλαγμένων Ορντουλήδων Ποντίων (από τα Κοτύωρα Πόντου), που ζουν στην Ελλάδα και την Τουρκία. Να επισημάνουμε ότι κατά τη δεκαετία του ’80 (πραξικόπημα του Κ. Εβρέν), ο Ομέρ Ασάν είχε διωχθεί για τις αριστερές πολιτικές του απόψεις, ενώ το 2002 δικάστηκε για το προαναφερθέν βιβλίο του, με την κατηγορία ότι έκανε «γραπτή προπαγάνδα με σκοπό το διαμελισμό της Τουρκίας και την εξύβριση της μνήμης του Μουσταφά Κεμάλ».
Στην περιοχή όπου γεννήθηκε ο Ασάν, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, παρ’ όλες τις πολιτικές βίαιης αφομοίωσης, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να ομιλεί τα ποντιακά – τα ρωμαίικα όπως τα ονομάζουν.
Πότε ανακαλύψατε την ταυτότητά σας; Υπήρξαν αντιδράσεις στο οικογενειακό σας περιβάλλον; Και μετά από τόσες επισκέψεις στην Ελλάδα, ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος των δύο λαών του Πόντου;
Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση. Νωρίτερα, στα νιάτα μου, συμμετείχα σε μια αριστερή κομμουνιστική κίνηση, όπως κι ο πατέρας μου, στο TKP (Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας). Αγωνιζόμασταν για τα ιδανικά του σοσιαλισμού οικογενειακώς. Μαζί με την περεστρόικα απελευθερωθήκαμε κι εμείς, το κόμμα διαλύθηκε, οι Τούρκοι σοσιαλιστές σκορπίστηκαν δεξιά-αριστερά. Τότε άρχισα να μελετώ Ιστορία.
Κατά την παρουσίαση του βιβλίου του στην Αθήνα, ο Ομέρ Ασάν μίλησε για τα παιδικά του χρόνια και τις κρίσιμες στιγμές
που τον ώθησαν να ερευνήσει τον ποντιακό πολιτισμό (φωτ.: Κώστας Τσενκελίδης)
Στο σπίτι μας είχαμε πλούσια βιβλιοθήκη, πράγμα σπάνιο για την κοινωνία του χωριού μας. Μια μέρα, στο γιουσουρούμ της Πόλης, ανακάλυψα τον Ξενοφώντα και την Κύρου Ανάβαση. Ξεφυλλίζοντας εκείνο το βιβλίο, διάβασα έκπληκτος το απόσπασμα που αφορούσε τις ταλαιπωρίες των Μυρίων από τις περιοχές της χιονισμένης Αρμενίας μέχρι να φτάσουν στην Τραπεζούντα, περί το 401 π.Χ. Ως τότε δεν γνώριζα την ιστορία του τόπου μου. Διάβασα το βιβλίο σε δύο μέρες, ξανά και ξανά. Ο Ξενοφώντας έγραφε για τις περιοχές όπου μεγάλωσα, που πήγα σχολείο κι έπαιξα. Εξιστορούσε για το Μπόζτεπε, για το Τζομλέκτσι. Την ανακάλυψη της ταυτότητάς μου την χρωστάω στον Ξενοφώντα. Στα αποσπάσματά του ο μεγάλος ιστορικός αναφερόταν ακόμα και στην περιοχή του πρώτου μου σχολείου, στο Μασατλίκ, που νομίζω παλιά ήταν νεκροταφείο [maşatlık λένε στα τουρκικά τα νεκροταφεία των μη μουσουλμάνων].
Εκεί, στις σελίδες του Ξενοφώντα για το 401 π.Χ., βρήκα την ταυτότητά μου.
Ο στενός οικογενειακός κύκλος και οι συγχωριανοί μου μιλούσαν τη ρωμαίικη. Ο πατέρας μου ήταν ο δάσκαλος του χωριού κι ο παππούς μου ήταν από τους ανθρώπους που τον σέβονταν όλοι στην περιοχή. Είχαν ως πρότυπο την οικογένειά μας, που δεν έχει πει ποτέ ψέματα. Μας αγαπούν και μας σέβονται πάντα. Δεν αντιμετώπισα εκεί κανένα πρόβλημα. Ίσα-ίσα, πάντα υπήρχε αλληλεγγύη. Όλοι οι συγχωριανοί μου, ακόμα και στις δύσκολες μέρες της ζωής μου, όταν κατηγορήθηκα από το τουρκικό κράτος, μου συμπαραστάθηκαν.
Το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα ήταν το 1993. Ήρθα για μια πρώτη επαφή με τη γλώσσα. Αρχές του ’94 έμεινα τρεις μήνες με φίλους που παρακολουθούσαν μαθήματα στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.
Η Ελλάδα δεν μας ήξερε, κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξή μας, ποιοι ήμασταν.
Στα συνολικά 23 χρόνια που έρχομαι στην Ελλάδα, ταξίδεψα σε πόλεις και χωριά, μίλησα με ανθρώπους που κατάγονταν από τον τόπο μου. Η μοναδική μας διαφορά ήταν ότι εκείνοι ήταν χριστιανοί, ενώ εμείς μουσουλμάνοι. Το 1996 εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο στα ελληνικά. Έκτοτε έχω μια άρρηκτη σχέση, έναν δεσμό με την Ελλάδα.
Γνωρίζουν σήμερα οι κάτοικοι της Μαύρης Θάλασσας την ποντιακή καταγωγή τους;
Τα τελευταία οκτώ χρόνια, μέσω των κοινωνικών δικτύων, των forum και του facebook, μπήκαμε σε βαθιές συζητήσεις/αναζητήσεις. Ειδικότερα μετά την έκδοση και κυκλοφορία του βιβλίου μου Ο πολιτισμός του Πόντου, ο κόσμος άρχισε να αναρωτιέται για το ποιοι είναι οι Πόντιοι, οι Ρωμιοί. Κάποιες φορές σε αυτές τις συζητήσεις χρησιμοποιήσαμε ψευδώνυμα, κάποιες άλλες το πραγματικό μας όνομα. Στη συνέχεια είδαμε ότι ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάχνει το δικό του χωριό και τη δική του ιστορία. Υπάρχει μια τάση πλέον στην Τουρκία κάθε χωριό να εκδίδει το δικό του βιβλίο, αναφερόμενο στην ιστορία του. Σήμερα στον Πόντο υπάρχουν γύρω στα 65 χωριά όπου μιλούν την ποντιακή διάλεκτο, στατιστικά είμαστε 50.000 Πόντιοι [εξισλαμισμένοι]. Αρκετοί πια είναι συνειδητοποιημένοι, γνώστες της εθνικής τους ταυτότητας. Κάποιοι άλλοι τώρα ψάχνουν την εθνική τους καταγωγή, όπως οι Αρμένιοι του Χεμσίν.
Το τελευταίο διάστημα ακούγεται αρκετά στην Τουρκία το Ποντιακό Ζήτημα. Ποια προβλήματα αντιμετωπίζετε από την τουρκική κυβέρνηση;
Για το Αρμενικό Ζήτημα η Τουρκία ήταν απροετοίμαστη. Μπροστά στην παγκόσμια κοινή γνώμη, η θέση της Τουρκίας ήταν ανεπιτυχής. Σήμερα, οι απλοί πολίτες στην Τουρκία, σε ποσοστό πάνω από το 50%, είναι γνώστες της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Ναι μεν συνεχίζεται προς τα έξω η κρατική πολιτική της άρνησης, αλλά η τουρκική κοινωνία είναι καλά ενημερωμένη. Εκτιμώ ότι δεν υπολογίζουν πλέον την επίσημη πολιτική του κράτους στο θέμα της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Αντιθέτως, για το Ποντιακό Ζήτημα δεν υπάρχει καμία πληροφόρηση.
Το τουρκικό κράτος γνωρίζει ότι, όπως και με το Αρμενικό Ζήτημα, θα έχει προβλήματα με τον υπόλοιπο κόσμο και για το Ποντιακό. Γι’ αυτόν το λόγο συναντούμε εμπόδια στις προσπάθειές μας να το φέρουμε στην επικαιρότητα.
Αν ιστορικά υπάρχει μια τέτοια αλήθεια, ναι, πρέπει να γίνουν σοβαρές μελέτες. Εγώ δεν είμαι ιστορικός και δεν μπορώ να μπω σ’ αυτό το κομμάτι. Στο Ποντιακό καλύπτω το ζήτημα ως προς την πολιτιστική κληρονομιά, τη γλώσσα και την ταυτότητα των Ποντίων – όλες οι εργασίες μου είναι γύρω απ’ αυτά.
Υπάρχει μια γλώσσα που είναι ζωντανή, ομιλείται από 50.000 ανθρώπους στα βουνά του Πόντου, αν και κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Η μετανάστευση προς τις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας είναι ένα θέμα, αλλά ακόμα και σ’ αυτές τις πόλεις υπάρχουν δεκάδες σύλλογοι. Μόνο στην Κωνσταντινούπολη έχουμε πάνω από 200 συλλόγους για την Τραπεζούντα. Μια σοβαρή ανησυχία μας είναι η αστικοποίηση στις γειτονιές. Στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας ολόκληρες γειτονιές κατεδαφίζονται, οι ανθρώπινες σχέσεις εξαφανίζονται, χάνεις τον γείτονά σου, το μπακάλικο που πήγαινες κάθε πρωί. Μέσω του εκδοτικού οίκου Heyamola εκδίδω τις έρευνές μου, ώστε να υπάρχει η καταγραφή μιας παλιάς γειτονιάς.
Η τουρκική έκδοση της Κεμεντζέ του Νίκου, από τον εκδοτικό οίκο Heyamola
Η επαναλειτουργία της Παναγίας Σουμελά τι θετικό έχει φέρει στην γύρω περιοχή;
Στο λαό της Τουρκίας υπάρχει ένα ενδιαφέρον αντανακλαστικό. Αν η κυβέρνηση πάρει ζεστά ένα θέμα, τότε ο λαός το αγκαλιάζει ακόμη πιο ζεστά. Έτσι και με τα θυρανοίξια της Παναγίας Σουμελά. Η κυβέρνηση τότε ήταν θετική. Ο λαός ακολουθεί την πολιτική του κράτους, η κυβέρνηση δεν επιτρέπει στο λαό να έχει πρωτοβουλίες. Τις αποφάσεις δεν τις παίρνει ο λαός.
Βλέπουμε ένα παράδοξο: σε αντίθεση με την Αριστερά στη Δύση, στην Τουρκία η Αριστερά ασχολείται με τα εθνικά και πολιτιστικά θέματα, υπάρχει μια εμμονή των προοδευτικών πάνω στο θέμα της εθνικής ταυτότητας και κουλτούρας. Αυτό πώς εξηγείται;
«Ο σοσιαλισμός λύνει όλα τα προβλήματα» ήταν η παλιά μας φιλοσοφία. Αν δεν είχε καταρρεύσει η Σοβιετική Ένωση, ίσως κι εγώ να μην είχα ασχοληθεί με αυτά τα θέματα, αφού πιστεύαμε πως όταν θα έρχονταν ο σοσιαλισμός κι ο κομμουνισμός, αυτόματα τα προβλήματα θα έβρισκαν τη λύση τους. Με αυτήν την αυταπάτη θα τελειώναμε τις ζωές μας. Ευτυχώς, κατέρρευσε αυτό που λέγεται υπαρκτός σοσιαλισμός.
Τότε προέκυψε στους αριστερούς να ασχοληθούμε με τα θέματα εθνικής ταυτότητας και καταγωγής. Τολμά η Αριστερά και εκφράζει αυτό το ζήτημα. Το παράδοξο σ’ αυτήν την προσπάθειά μας είναι ότι εκείνοι που μας καταλαβαίνουν ανήκουν στη συντηρητική κοινωνία, δηλαδή για παράδειγμα οι πιστοί μουσουλμάνοι, οι καθημερινοί άνθρωποι που ζούνε ούτως ή άλλως την ταυτότητά τους. Σε αυτούς τους ανθρώπους είναι πιο εύκολο να φτάσεις με τη λογοτεχνία, τη μουσική, τη γλώσσα. Ενώ ήταν αδύνατον να κατανοήσουν τα περί σοσιαλισμού, τώρα καταλαβαινόμαστε. Ο πολιτισμός ενώνει.
Κλείνοντας την κουβέντα μας, θέλω να επισημάνω και να ρωτήσω: είναι γνωστό ότι στον Πόντο υπήρχε συμβίωση των Αρμενίων με τους Ποντίους μέχρι την Γενοκτονία των Αρμενίων, οπότε και αυτοί ξεριζώθηκαν από τα χωριά και τα σπίτια τους. Στις τόσες συνεντεύξεις σας με τις παλαιότερες γενιές, έχει γίνει αναφορά για την ύπαρξή τους; Ο απλός Πόντιος του 1915 είχε υποψιαστεί ότι μετά από κάποια χρόνια θα είχε την ίδια μοίρα με τον γείτονά του; Όπως και ο Τραπεζούντιος συγγραφέας Λεόν Ζαβέν Σουρμελιάν, αναρωτιέμαι κι εγώ: όλοι αυτοί που μοιράστηκαν τη χαρά, τη δυστυχία, την πείνα, τα όνειρα, γείτονες και συγχωριανοί, μέλη της ίδιας κοινωνίας και θρησκείας, αναρωτήθηκαν πού πήγαν οι Αρμένιοι ένα πρωί του 1915;
Η μεγάλη μου ατυχία είναι ότι δεν πρόλαβα να συναντήσω τη γενιά που υπήρξε μάρτυρας αυτής της τραγωδίας. Η προγιαγιά μου ήταν μάρτυρας της κατάληψης της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, της εξορίας των Αρμενίων και Ποντίων. Δεν μίλαγε καν τουρκικά, μιλούσε μόνο ρωμαίικα. Πέντε χρόνια μετά το θάνατό της ξεκίνησα τις έρευνές μου. Αλλά και πάλι, αυτήν την ερώτηση δεν την διατύπωσα όπως εσύ στις γενιές που ήταν μάρτυρες της τραγωδίας. Δεν μπόρεσα τότε να ρωτήσω. Γι’ αυτόν το λόγο αναζητώ σήμερα τα αρχεία, τα ψάχνω, πιέζω κόσμο, ακόμη κι εσένα, αναζητώ οτιδήποτε έχει σχέση με την Τραπεζούντα εκείνης της εποχής και θέλω να τα αναπαραστήσω στο κοινό, επειδή, δυστυχώς, δεν καταγράφηκε μια τέτοια μνήμη. Αυτούς τους ανθρώπους εμείς τους χάσαμε και αυτή είναι η μεγαλύτερη ατυχία μας!
Θα έπρεπε οι ακαδημαϊκοί της Τουρκίας να είχαν προ καιρού αναλάβει να ασχοληθούν και να ενημερώσουν το λαό για όλα αυτά, θα έπρεπε να υπάρχει επίσημο αρχείο γι’ αυτόν τον τόπο. Όπως επισήμανες κι εσύ, στις μνήμες των χιλιάδων ανθρώπων υπάρχει το ερώτημα πού πήγε ο γείτονάς του, τι απέγινε.
Αυτοί που μέχρι χθες περπατούσαν μαζί στα σοκάκια της Τραπεζούντας για να πάνε στην εκκλησία και στο τζαμί, φιλίες αιώνων τερματίστηκαν με μια τραυματική μνήμη.
Εμείς αργήσαμε να το αντιληφθούμε. Σήμερα στην Τραπεζούντα έχει μείνει το μοναστήρι του Καϊμακλί – ερημωμένο. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει, δεν άφησαν το παραμικρό ώστε να μαρτυρά την παρουσία των Αρμενίων.
Η συνέντευξη δόθηκε στην Ήρα Τζούρου.
- Αναδημοσίευση από το περ. Αρμενικά, τχ 90, Ιούλ.-Σεπτ. 2016.