Από το καλοκαίρι του 1921 έως τον Αύγουστο του 1922 η Ελλάδα παρατάσσει στα υψίπεδα της Μικράς Ασίας τον μεγαλύτερο όγκο στρατού στην ιστορία της: 220.000 άνδρες, πολλοί από τους οποίους ήσαν επιστρατευμένοι από το 1912 και το 1917, ενταγμένοι σε μια εκστρατεία που γνωρίζουμε σήμερα όλοι πώς έληξε. Την ίδια στιγμή, όμως, η ζωή στο λεγόμενο εσωτερικό μέτωπο, και ειδικά στην Αθήνα, συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς: θέατρα, χοροί, μουσικές, καφέ, εστιατόρια, κινηματογράφοι, φιλολογικά στέκια – η καρδιά της πόλης χτυπάει ακόμα δυνατά.
Μπορεί στην τριακοσίων χιλιομέτρων περίπου γραμμή του μικρασιατικού μετώπου να βρίσκονται τόσο πολλές χιλιάδες άνδρες με το χέρι στη σκανδάλη, πίσω στην πατρίδα, όμως, οι λιποτάκτες και οι φυγόστρατοι αυξάνονται δραματικά, φτάνοντας κάποια στιγμή το νούμερο των 90.000!
Είναι πολύ συχνό φαινόμενο και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του μέσου Αθηναίου να βλέπει ένστολους του στρατού και της χωροφυλακής να εισβάλλουν κάθε τόσο στα διάφορα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, ζητώντας επίμονα από τους θαμώνες πρώτα τις ταυτότητες και στη συνέχεια όλα τα πιστοποιητικά που πρέπει να έχουν μαζί τους ώστε να διαπιστωθεί αν βρίσκονται «εν στρατιωτική τάξη ή αταξία». Οι αποστολές εύρεσης λιποτακτών δεν είναι εύκολη υπόθεση όμως. Συχνά η διασκέδαση σε ένα μπαρ ή ένα νυχτερινό κέντρο διακόπτεται βίαια, καθώς τσιλιαδόροι ειδοποιούν τους ενδιαφερόμενους, με αποτέλεσμα να προκαλείται πανδαιμόνιο: τραπέζια και καρέκλες αναποδογυρίζουν, ένστολοι κυνηγούν πολίτες μέσα στους χώρους διασκεδάσεως, η καταδίωξη συνεχίζεται και έξω από το κατάστημα, με τρεχαλητά, φωνές, βρισιές και κάποτε ανταλλαγές πυρών (οι λιποτάκτες συχνά οπλοφορούν), αναστατώνουν τους ήσυχους αθηναϊκούς δρόμους.
Τα καταδιωκτικά αποσπάσματα αλώνιζαν τα κέντρα διασκέδασης της Αθήνας και του Πειραιά και αν ήσουν ανήρ σε ηλικία στράτευσης χωρίς τα απαραίτητα δικαιολογητικά, σε «τσιμπούσαν», σε έστελναν αρχικά στη διλοχία του Πειραιά όπου, ανάλογα με την περίπτωση, είτε φορούσες το χακί και στη συνέχεια, γραμμή για το λιμάνι και από εκεί στο μέτωπο, είτε αφηνόσουν προσωρινά ελεύθερος, για να συγκεντρώσεις τα απαραίτητα χαρτιά από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Γι’ αυτό και τα βουνά της Αττικής είχαν γεμίσει με νεαρούς άνδρες που κρύβονταν.
Άποψη φτωχικού σπιτιού με αυλή στο Κολωνάκι (Πατριάρχου Ιωακείμ)
Όπως γράφει στο εξαιρετικό βιβλίο του Δακρυσμένη Μικρασία (εκδ. Μεταίχμιο) ο Βασίλης Ι. Τζανακάρης, το καλοκαίρι του 1921 οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες ξεχύνονται στην πλατεία Συντάγματος, όπου η μουσική της στρατιωτικής φρουράς κάθε απόγευμα παίζει χαρούμενα εμβατήρια, κλείνοντας το πρόγραμμά της, φυσικά, με τον επιβαλλόμενο «Γιο του αϊτού».
Την ίδια στιγμή, οι φίλοι του θεάτρου αναμένουν τα εγκαίνια του καινούργιου χώρου του «Αλάμπρα», η ανοικοδόμηση του οποίου «σχεδόν επερατώθη», ενώ γίνεται γνωστό ότι έχει κιόλας κλειστεί για να το εγκαινιάσει ο επιθεωρησιακός θίασος του Σαμαρτζή, που με τη σειρά του ανακοινώνει ότι πλέον συμπεριλαμβάνει στο τιμ των συνεργατών του «και την γνωστήν χορεύτριαν του “Γύρου του κόσμου”, την περίφημον Αμερικανίδα Σούζη».
Την ίδια εποχή, η Αστυνομική Διεύθυνση της Αθήνας γνωστοποιεί ότι το γυναικείο καπέλο, και ιδιαίτερα το μεγάλο, απαγορεύεται στις θεατρικές παραστάσεις, έτσι ώστε «οι όπισθεν καθήμενοι να μπορούν να παρακολουθούν τα επί της σκηνής διαδραματιζόμενα».
Το δε αστυνομικό δελτίο της 31ης Μαΐου του 1921 περιλαμβάνει ένα περιστατικό σπάνιο για την εποχή: «Ολίγον μετά το μεσονύκτιον της χθες αυτοκίνητον πολυτελείας με επιβάτας διασκεδάζοντας, κατερχόμενον με ιλιγγιώδη ταχύτητα την λεωφόρον Αλεξάνδρας, παρέσυρε και διαμέλισε έξωθι του ζυθοπωλείου Μουρούζη τον Σπύρον Γαΐταν, καταγόμενον εκ Ζακύνθου μουσικόν της μανδολινάτας του “Ηραίου”. Ο σοφέρ, μετά την πράξιν του, έσβησε τους φανούς του αυτοκινήτου και εξηφανίσθη, πυροβοληθείς υπό των αστυνομικών οργάνων ανεπιτυχώς».
Όλο εκείνο το καλοκαίρι, στην Αθήνα, οι νίκες του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο (ειδικά η κατάληψη του Εσκισεχίρ) γιορτάζονται με ολονύκτιες φιέστες, καμπανοκρουσίες, φωταγωγήσεις δημόσιων κτιρίων και συγκεντρώσεις. Δεν λείπουν, όμως, και τα έκτροπα. Τη νύχτα της 7ης Ιουλίου τα γραφεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος (που ήταν αντίθετο στην εκστρατεία) καταστρέφονται από βάνδαλους παρακρατικούς αλλά και από ορισμένους ένστολους χωροφύλακες. Στον δε Πειραιά, «αι κυρίαι του πατριωτικού ιδρύματος» υποδέχονται με γλυκά και αναψυκτικά τους πρώτους τραυματίες του μετώπου, οι οποίοι ολοένα και αυξάνονται καθώς εντείνονται οι πολεμικές επιχειρήσεις στην τριών εβδομάδων αιματοχυσία του Σαγγάριου ποταμού τον Αύγουστο του 1921.
Αθήνα: Παλαιστής στέκεται πάνω σε καρότσι στο δρόμο. Περαστικοί συγκεντρωμένοι γύρω του παρακολουθούν
Μέσα σε όλα αυτά, έχουμε και μια ερωτική τραγωδία. Ο 24χρονος οπλίτης Χρήστος Πουλημένος νοσταλγεί στο μέτωπο την αγαπημένη του Αφροδίτη Δρόσου. Τόσο, που στο τέλος το σκάει κρυφά από τη μονάδα του. Έχοντας για σημάδι τη δύση του ήλιου, διασχίζει μονάχος τη Μικρά Ασία για να φτάσει ως τα παράλια. Από εκεί, κι έχοντας φορέσει πολιτικά για να μην ανακαλυφθεί, βρίσκει βάρκες και καΐκια και με τα πολλά φτάνει στον Πειραιά. Ο στόχος του παραμένει: να ξαναδεί την αγαπημένη του. Στην ακτή Ξαβερίου, όμως, συλλαμβάνεται από τη στρατιωτική αστυνομία, που πλέον εποπτεύει όλες τις διόδους διαφυγής και εισόδου στη χώρα, ψάχνοντας για λιποτάκτες και φυγόστρατους.
Ο Πουλημένος φυλακίζεται και μετά από είκοσι ημέρες δικάζεται. «Λίαν επιεικώς» το Στρατοδικείο αποφασίζει να σταλεί και πάλι στο μέτωπο. Του δίνουν δύο ημέρες για να ετοιμαστεί. Σε ένα φτηνό δωμάτιο του ξενοδοχείου «Αχίλλειον», επί της Αγίου Κωνσταντίνου, σμίγει επιτέλους με το κορίτσι του. Η συνέχεια, όμως, είναι τραγική. Αφού περνούν δύο σχεδόν μέρες ερωτικής μανίας, ο Πουλημένος πυροβολεί τη νεαρή Αφροδίτη μέσα στο δωμάτιο και αμέσως μετά στρέφει το όπλο στο πρόσωπό του. Εκείνος πεθαίνει, αλλά η Αφροδίτη επιζεί του τραύματος. Όπως θα διηγηθεί αργότερα η κοπέλα, ο νεαρός, σε κατάσταση παράκρουσης, λίγο πριν εκπνεύσει το όριο των δύο ημερών που του είχαν δώσει, της ανακοίνωσε ξαφνικά, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στο κρεβάτι, ότι δεν θα ξαναγυρνούσε στο μέτωπο, και για να μη βασανίζονται και οι δύο, θα την σκότωνε και θα αυτοκτονούσε. Οι ικεσίες της δεν του άλλαξαν τη γνώμη. Αλλά, τουλάχιστον, το κορίτσι δεν πέθανε. Η ερωτική αυτή τραγωδία κατέληξε σε δίστηλο κάποιας εφημερίδας. Προφανώς, όμως, για την κοπέλα πρέπει να ήταν μια ανάμνηση που τη στοίχειωσε μια ολόκληρη ζωή.
Κολωνάκι, πλατεία Δεξαμενής: Άποψη της νότιας πλευράς της πλατείας προς την οδό Γλύκωνος·
κατασκευάστηκε από το Δήμο το 1931 και λειτούργησε ως πισίνα με θαλασσινό νερό για παιδιά
Όπως καλά γνωρίζουμε, οι εορτασμοί για τις νίκες του στρατού στη Μικρά Ασία θα έπαυαν κάποτε, και μάλιστα άσχημα. Αυτό το κάποτε ήρθε έναν χρόνο μετά. Ήταν Σάββατο, 13 Αυγούστου 1922 (26 με το Νέο Ημερολόγιο). Η μέρα ξημερώνει μάλλον ζεστή στην Αθήνα, με τη θερμοκρασία να φτάνει το μεσημέρι τους 33 βαθμούς Κελσίου. Τα ανώτατα στελέχη της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη συσκέπτονται «περί της στρατιωτικής καταστάσεως», η οποία, βάσει τηλεγραφημάτων του αρχιστράτηγου Χατζηανέστη από τη Σμύρνη, «είναι πάντοτε εξαίρετος».
Οι φιλότεχνοι συζητούν ακόμα την παράσταση που ανέβασε η Μαρίκα Κοτοπούλη στο θέατρό της, τη «Φαύστα» του «αειμνήστου Βερναρδάκη» την Πέμπτη το βράδυ.
Και η υπόλοιπη θεατρική κίνηση, όμως, συνεχίζεται ακμαία: το Σάββατο το βράδυ της 13ης Αυγούστου, στην Αθήνα παίζονται στο «Αλάμπρα» το Κορίτσι της γειτονιάς, στα «Διονύσια» το Ω, λαλά!, στο «Παπαϊωάννου» η Εύθυμη χήρα. Οι πρώιμοι σινεφίλ αδημονούν για τη Δευτέρα το μεσημέρι, αργία Δεκαπενταύγουστου, προκειμένου να παρακολουθήσουν «απογευματινό κινηματογράφο» στο «Κεντρικόν» της πλατείας Κολοκοτρώνη. «Η ανακοίνωση διευκρινίζει ότι οι τακτικές απογευματινές προβολές, οι “άνευ βαριετέ”, αλλά με “ολόκληρον την υπό τον συνθέτην κ. Μαρτίνον ορχήστραν”, έχουν τιμή εισιτηρίου 2,80 δραχμές, ενώ οι προβολές της Κυριακής με το “βαριετέ” 5,80». Στα δε βιβλιοπωλεία πωλούνται φρεσκοτυπωμένοι οι πεντάτομοι Άθλιοι του Ουγκό από τον εκδοτικό οίκο Μιχαήλ Σαλίβερου, σε μετάφραση του Ισίδωρου Σκυλίτση, με τιμή για τους κανονικούς τόμους 30 δραχμές, για τους χρυσόδετους 40. Καθόλου άσχημα…
Κολωνάκι: Υπαίθρια (λαϊκή) αγορά στην οδό Σκουφά (σύμφωνα με σημείωση του Πέτρου Πουλίδη)· διακρίνονται στο δρόμο καλάθια με προϊόντα
Οι Αθηναίοι αγνοούν, όμως, ότι στην άλλη πλευρά του Αιγαίου έχει ήδη ξεκινήσει η ραγδαία, δραματική κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, αγνοούν την τραγωδία που ετοιμάζεται να πλήξει τη χώρα ως παλιρροϊκό κύμα. Δεν υπάρχουν τηλεοράσεις, ραδιόφωνα ή φαξ, και η ενημέρωση απ’ όσα γίνονται στη Μικρά Ασία αργεί να έρθει. Έτσι, το εορταστικό τριήμερο του Δεκαπενταύγουστου κυλά μάλλον ευχάριστα και γλυκά.
Ξημερώματα Τρίτης, 16 Αυγούστου, επιστρέφουν στον Πειραιά οι εκδρομείς-προσκυνητές από την Τήνο. Κάπου εδώ, όμως, τα χαμόγελα παγώνουν. Ήδη μια άσχημη φήμη διαδίδεται μέσα στην ανάπαυλα του Δεκαπενταύγουστου, αλλά κανένας δεν δέχεται να ακούσει την αλήθεια. Τελικώς, οι φρεσκοτυπωμένες εφημερίδες φέρνουν τα δυσάρεστα νέα την Τρίτη το πρωί. Ωστόσο, για πολλούς υπάρχει ακόμα ελπίδα ανατροπής της κατάστασης.
Καθώς περνούν οι μέρες ωστόσο, η ατμόσφαιρα στην Αθήνα βαραίνει, ενώ οξύνεται και η κυβερνητική κρίση. Ο κίνδυνος ταραχών είναι πια μεγάλος.
Τρεις μέρες αργότερα, από τις οκτώ το πρωί του Σαββάτου 27 Αυγούστου, η Τροχιοδρομική Εταιρεία διακόπτει την κυκλοφορία όλων των τραμ, αφήνοντας μονάχα τον συρμό Αθηνών-Φαλήρου να πηγαινοέρχεται κάθε μισή ώρα. Από την Αστυνομική Διεύθυνση διατάσσεται το κλείσιμο όλων των οίκων ανοχής σε Αθήνα και Πειραιά, καθώς και η ένοπλη φρούρησή τους από αστυνομικούς. Απαγορεύονται επίσης οι δημόσιες συναθροίσεις σε ανοιχτούς και κλειστούς χώρους. Στον Πειραιά τα «καφωδεία» κλείνουν με διαταγή της Αστυνομίας, αφαιρούνται δε και οι άδειες διανυκτέρευσης των κέντρων διασκεδάσεως. Η πρωτεύουσα ερημώνει και τους δρόμους της διασχίζουν περίπολα της χωροφυλακής, με διαταγή να διαλύσουν «πάσαν τυχόν γινομένην συγκέντρωσιν».
Αθήνα: Θαμώνες στο εσωτερικό ταβέρνας πίνουν με τη συνοδεία λατέρνας
Την ίδια ημέρα, το Σάββατο 27 Αυγούστου, καταφτάνει στον Πειραιά το ατμόπλοιο «Αθήναι» με τους πρώτους φαντάρους. Εξουθενωμένοι, λεροί και άυπνοι, με το ηθικό στα γόνατα και τα νεύρα κουρέλια, αποβιβάζονται πυροβολώντας στον αέρα, απαιτώντας να απολυθούν τώρα, επιτόπου. Το απόγευμα άλλα δύο ατμόπλοια καταφθάνουν. Αυτήν τη φορά με 3.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες. Είναι η αρχή. Μέσα σε λίγες ημέρες χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες και στρατιώτες αποβιβάζονται κακήν κακώς στον Πειραιά και σε άλλα λιμάνια της χώρας. Ειδικά στον Πειραιά, μαζί με τις επιτροπές φροντίδας, τους υποδέχονται άνθρωποι του υποκόσμου, προσεγγίζοντας ορφανά κορίτσια για να τα εκμεταλλευτούν αναλόγως.
Αθήνα: Η δίκη των έξι. Οι συνεδριάσεις του έκτακτου στρατοδικείου διεξήχθησαν στο χώρο της παλαιάς Βουλής.
Διακρίνονται στην πρώτη σειρά από αριστερά προς τα δεξιά οι κατηγορούμενοι: Μ. Γούδας, Γ. Μπαλτατζής, Ξ. Στρατηγός,
Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος και Π. Πρωτοπαπαδάκης
Την Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου, στις δέκα το πρωί, τελείται στον ναό του Αγίου Γεωργίου (Καρύτση) μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου που μαρτύρησε στην πυρπολημένη Σμύρνη, ενώ λίγες ημέρες αργότερα ο Πλαστήρας θα μπει έφιππος στην πρωτεύουσα. Είναι γνωστή η σχετική φωτογραφία, καθώς πλησιάζει προς το Σύνταγμα. Στις επευφημίες του κόσμου, καβάλα στο άλογο, θα φωνάξει αγριεμένα: «Τι ζητωκραυγάζετε; Ηττηθήκαμε».
Ηλίας Μαγκλίνης
- Αναδημοσίευση από: lifo.gr.