Μια πολύ σημαντική πηγή για τη μελέτη του φαινομένου της έλευσης προσφύγων από τη Μικρά Ασία τους μήνες που ακολούθησαν την κατάρρευση του μετώπου είναι ο κατάλογος της έκθεσης που έγινε στη Λευκωσία το 2002 και που επιμελήθηκε ο Ανδρέας Κλ. Σοφοκλέους. Στον κατάλογο αυτόν εμπεριέχονται πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, παρότι δεν καταγράφεται παρά μόνο ένα μέρος από το πλήθος των δημοσιευμάτων για τη Μικρασιατική Καταστροφή στις κυπριακές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν τότε, εβδομαδιαίως, στις μεγαλύτερες πόλεις/επαρχίες του νησιού (Λευκωσία, Λάρνακα, Λεμεσός, Πάφος).
Ωστόσο, και αυτή η μερική αποδελτίωση και αποθησαύριση μας επιτρέπει να σχηματίσουμε εικόνα.
Το μαρτύριο της Σμύρνης
1. Η Καταστροφή: Κοινό χαρακτηριστικό των άρθρων είναι η ρητορική τους, η οποία προδιαθέτει άμεσα τον αναγνώστη για το μέγεθος της εθνικής καταστροφής, που έχει χαρακτήρα Αποκάλυψης: «Η θάλασσα […] παρέχει τα υγρά νώτα της δια να μεταφέρωνται επί αυτών άθλιοι και δύστυχοι ανθρώπιναι υπάρξεις από τον Τουρκικόν Άδην εις την γην» (Κυπριακός Φύλαξ Λάρνακας, 7.9.1922). «Οι τραγικοί κύκλοι της Δαντικής κολάσεως ωχριούν προ του Σμυρναϊκού μαρτυρίου. Η παγκόσμιος ιστορία δεν ανέγραψε τραγικωτέραν σελίδα» (Σάλπιγξ Λεμεσού, 9/22.9.1922). Η ρητορική αυτή δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι η κάλυψη των γεγονότων στηρίζεται βασικά στις αφηγήσεις των ίδιων των προσφύγων, που δίνουν τον τόνο της ανθρώπινης συμφοράς, της απανθρωποποίησης: «Είχον δε την ανατριχιαστικήν φρίκην να βλέπωσι παρά το τελωνείον [της Σμύρνης] σειράς όλας ανθρώπων με δεμένα χέρια και τας κεφαλάς αποκομμένας. […]
»Η θάλασσα δε ήτο γεμάτη πτώματα πλασμάτων τα οποία ελογχίζοντο από μαινομένους στρατιώτας, ή αλλόφρονα ερρίπτοντο εις αυτήν προτιμώντα τον πνιγμόν» (Κυπριακός Φύλαξ Λάρνακας, 7.9.1922). Ανάλογες φρικιαστικές αφηγήσεις –με γυναίκες να σκοτώνουν τα παιδιά τους, ή αδελφούς να πνίγουν τις αδελφές τους, ή ανθρώπους να αυτοκτονούν πέφτοντας στη θάλασσα, για να αποφύγουν τη μάχαιρα και την ατίμωση– καταγράφουν πολλές ακόμη κυπριακές εφημερίδες.
Οι ευθύνες της Καταστροφής επιρρίπτονται στη (φιλο)βενιζελική ή στη (φιλο)βασιλική πλευρά, ανάλογα με την πολιτική θέση της κάθε εφημερίδας, μια που ο Εθνικός Διχασμός είχε αντίκτυπο και στη Μεγαλόνησο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα πολιτικά σχόλια των κυπριακών εφημερίδων που εξετάζουν τις ευθύνες των Μεγάλων Δυνάμεων γίνεται ένας προσεκτικός διαχωρισμός του ρόλου της «καλής» Μ. Βρετανίας έναντι των «κακών» Φράγκων (ή «κουτοφράγκων»), Γάλλων και Ιταλών, οι οποίοι αναθεματίζονται και δαιμονοποιούνται (ιδίως οι Γάλλοι).
Προφανώς, αυτή η «δημοσιογραφική πολιτική» γίνεται (και) για λόγους επιβίωσης από τη λογοκρισία της βρετανικής Διοίκησης στο νησί.
2. Οι πρόσφυγες: Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Βρετανικής Διοίκησης της Κύπρου, από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1922 έφτασαν στην Κύπρο, προερχόμενοι από τη Μικρά Ασία, 2.400 πρόσφυγες (200 Βρετανοί, 500 Αρμένιοι, 800 Κύπριοι και 900 Έλληνες υπήκοοι). Το μεγαλύτερο κύμα προσφύγων το δέχεται η Λάρνακα, η «Σκάλα», στην οποία υπάρχει το λοιμοκαθαρτήριο. Σε ό,τι αφορά την κοινωνική τους προέλευση, οι περισσότεροι –ως ήταν αναμενόμενο– είναι λαϊκής καταγωγής, πολύ λιγότεροι οι πλούσιοι και επιφανείς.
Οι πρόσφυγες παρουσιάζονται από όλες τις εφημερίδες σε αξιοθρήνητη κατάσταση, κυρίως ψυχολογικά: «Οι πλείστοι εκ τούτων ευρίσκονται εις ελεεινήν κατάστασιν, ημίγυμνοι, με γυμνά πόδια και εις κατάστασιν τρόμου εκ των φρικωδών πικρών αναμνήσεων» (Κυπριακός Φύλαξ Λάρνακας, 7.9.1922). «Μητέρες με τα μάτια των γεμάτα δάκρυα έσφιγγαν εις τας αγκάλας των τα βρέφη των, […] άλλαι με το πρόσωπον στυγνόν ητένιζον τον κόσμον με ένα βλέμμα απλανές και απολιθωμένον» (Σάλπιγξ Λεμεσού, Νοέμβριος 1922).
Ένα δεύτερο στοιχείο, που έχει το εθνολογικό ενδιαφέρον του, είναι ότι οι πρόσφυγες δεν μιλούν ελληνικά: στα δημοσιεύματα του κυπριακού Τύπου γίνεται λόγος για γυναίκες και παιδιά «αγνοούντα τελείως την Ελληνικήν» και για «Τουρκοφώνους ομογενείς». Αναγνωρίζονται, δηλαδή, ως «αδελφοί» στη βάση όχι της γλώσσας, αλλά της εθνικής (πολιτισμικής) και θρησκευτικής τους ταυτότητας: Έλληνες ορθόδοξοι. (Αξίζει, παρενθετικά, να σημειώσουμε ότι η Μικρά Ασία στα δημοσιεύματα του κυπριακού Τύπου αναφέρεται ως «Αλλαγία» και οι πρόσφυγες ως «οι εξ Αλλαγίας πρόσφυγες». Να αποκαλούσαν άραγε έτσι οι ίδιοι οι πρόσφυγες την πατρίδα τους;)
Η ανταπόκριση πάντως του κυπριακού Ελληνισμού είναι συγκινητική. Προκαλεί αληθινά θαυμασμό ο μηχανισμός που στήνεται εκ του μηδενός και ταχύτατα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που χτυπάει το αγροτικό και φτωχό νησί της Κύπρου. Καθοριστικό ρόλο παίζει η Αρχιεπισκοπή, σε συνεργασία με τις ελληνικές Δημοτικές Αρχές κάθε μεγάλης πόλης. Οι σύλλογοι Κυριών και Δεσποινίδων επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος της φροντίδας των προσφύγων.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή είναι οι φτωχοί σε επαρχίες απομακρυσμένες, όπως αυτή της Πάφου, που, επειδή δεν έχουν χρήματα να δώσουν, προσφέρουν τα γεννήματά τους: κριθάρι, σιτάρι, κολοκάσι, ακόμη και λεμόνια! (εφ. Πάφος, 27.10.1922). Είναι εντυπωσιακό το χρηματικό ποσό που συγκεντρώνεται (κυρίως μέσω εράνων) όχι μόνο για την ενίσχυση των τοπικών επιτροπών αποκατάστασης των προσφύγων αλλά και για την ενίσχυση του αντίστοιχου μηχανισμού αρωγής στη μητέρα-Ελλάδα. Για τα τότε οικονομικά δεδομένα πρόκειται για (συλλογικό) άθλο. Δεν λείπουν φυσικά και οι εξαιρέσεις, όπως αφήνει να εννοηθεί το πρωτοσέλιδο της σατιρικής εφ. Πειρασμός Λεμεσού (15/28.10.1922) με τίτλο «Ντραπήτε…!» που, απ’ ό,τι φαίνεται, απευθύνεται σε μια μερίδα πλουσίων της κοινωνικής ελίτ η οποία «δεν υπογράφει τα χαρτιά» (τα εγγυητήρια).
Βρετανική απανθρωπιά
3. Το βρετανικό αζημίωτο: Οι Βρετανοί διοικούντες απαγόρευαν την αποβίβαση των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων. Οι εκκλησιαστικές και δημοτικές Αρχές του νησιού κατέβαλαν άοκνες προσπάθειες για την ανατροπή αυτής της απαγόρευσης, όπως δείχνουν τα (αρκετά) δημοσιεύματα που αφιερώνονται στο θέμα. Αξίζει να διαβαστεί η αλληλογραφία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κύριλλου Γ΄ με Αρχές του Λονδίνου, για την επίδειξη ελέους σε «Χριστιανούς» (τονίζεται το θρήσκευμα και όχι η εθνική ταυτότητα), που η ζωή τους κρεμόταν ουσιαστικά από την απόφαση των βρετανικών Αρχών. Το θέμα έφτασε μέχρι τη Βουλή των Κοινοτήτων, με επερώτηση του βουλευτή Ο’Connor, αλλά η απάντηση εκ μέρους του υφυπουργού των Αποικιών Ormsby Gore ήταν κοφτή:
«Φοβούμαι ότι το υλικόν και οι πόροι του προσωπικού της Νήσου επιβαρύνονται εις το ανώτατον σημείον».
Η κάμψη της αυστηρής στάσης της βρετανικής Διοίκησης επήλθε με το αζημίωτο: οι οικονομικοί όροι ήταν δυσβάσταχτοι και απαιτητοί «μέχρι κεραίας»: «1ον. Να καταβληθή το ποσόν των 250 λιρών δια την εν τω λοιμοκαθαρτηρίω συντήρησιν των προσφύγων. 2ον. Να δοθώσι προσωπικαί εγγυήσεις δια το ποσόν 12.000 λιρών δια την συντήρησιν των προσφύγων τούτων επί έν έτος εν Κύπρω. Έκαστον δε άτομον δύναται να παράσχη εγγύησιν δια ποσόν ουχί κατώτερον των 100 λιρών και μη υπερβαίνον τας 1.000 λίρας» (Ελευθερία Λευκωσίας, 5/18.10.1922). Όλα, ακόμη και τα ξενοδοχεία, ακόμη και τα δωμάτια του rest house στο Διοικητήριο, ακόμη και τα πρόστιμα για την (αναγκαστική) καθυστέρηση του απόπλου των πλοίων κατά τη χρονοβόρα διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, έπρεπε να πληρωθούν από τους Έλληνες της Κύπρου.
Περιττό να ειπωθεί ότι τα ποσά των εγγυήσεων για την εποχή εκείνη είναι εξωφρενικά. Παρ’ όλα αυτά, θα μαζευτούν: «ήρξαντο πυρετώδεις ενέργειαι […] προς εξασφάλισιν του ποσού δια τας δαπάνας […] εν τω λοιμοκαθαρτηρίω και της εξευρέσεως των πολιτών οίτινες θα παράσχουν τας προσωπικάς εγγυήσεις δια το ποσόν των 12.000 λιρών […] όπως επιτραπεί εις τους πρόσφυγας να αποβιβασθώσι» (Ελευθερία Λευκωσίας, 5/18.10.1922).
Είναι φανερό ότι πίσω από τις δυσκολίες και τις υπέρογκες «εγγυήσεις» που αξιώνουν οι Βρετανοί, ελέγχοντας τη ροή Ελλήνων της Μικρασίας στην Κύπρο, κρύβεται ο φόβος τους να μην αυξηθεί ακόμη περισσότερο το ελληνικό στοιχείο προβάλλοντας πιο δυναμικά το ενωτικό αίτημα.
Ένα συμπέρασμα
Περιττεύει, νομίζω, να σχολιάσω την επικαιρότητα που οι φιγούρες των ρακένδυτων – ανυπόδητων – βουβών – κενών ψυχικά προσφύγων φέρνουν στο νου, και γενικεύουν, ως κοινή μοίρα των όπου γης και εποχής κατατρεγμένων που δεν έφταιξαν σε τίποτα αλλά υπέστησαν τα πάντα (πέρα από τα τωρινά, ας δει κανείς και το βιβλίο του Keith Lowe Όλεθρος πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά: εκδ. Ψυχογιός 2014). Κι ακόμη πιο περιττό από την τραγική επαναληπτικότητα τέτοιων γεγονότων στην ανθρώπινη ιστορία, είναι να σχολιάσω την ειρωνεία της ιστορίας, οι συγκεκριμένοι πρόσφυγες των μικρασιατικών παραλίων να γίνονται δεκτοί σε ένα νησί που μερικές δεκαετίες μετά θα βιώσει τον απόλυτο πόνο (αν υπάρχουν διαβαθμίσεις στον ξεριζωμό): να γίνεις πρόσφυγας στην ίδια σου τη γη.
Ίσως τελικά η ιστορία, που επαναλαμβάνεται «σαν φάρσα», να έχει αυτό τον «διδακτικό» ρόλο σε έναν κόσμο με κοντή μνήμη: τον αποτροπιασμό για τα ανήκουστα.
Αφροδίτη Αθανασοπούλου
Επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου.