Καλοκαίρι σου λέει… Την περασμένη εβδομάδα τσακίστηκα στην δουλειά. Δεν ξέρω τι γνώμη έχει ο κόσμος για τους πανεπιστημιακούς, αλλά να το ξέρετε πως άμα θέλει κανείς να κάνει αυτή τη δουλειά σωστά και με φιλότιμο πρέπει να τρέχει ολημερίς σαν το μακαρίτη, τον υπέροχο εκείνον ηθοποιό μας, τον καλό μας άνθρωπο Θανάση Βέγγο.
Με το ένα χέρι πρέπει να κάνεις τα ερευνητικά, με το άλλο διδασκαλία και να προσφέρεις βοήθεια στους φοιτητές, όπου το έχουν ανάγκη. Με το ένα πόδι πρέπει να παρέχεις υπηρεσία στο κοινωνικό σύνολο με τις διαγνώσεις (πότε θα είναι βιοψία, για να δεις από τι πάσχουν, πότε θα είναι νεκροτομή για να μάθεις από τι πεθαίνουν τα ζωντανά του καθενός). Με το άλλο πόδι πρέπει να συμβάλλεις και στη διοίκηση και σε κάθε κοινή προσπάθεια για την καλυτέρευση του πανεπιστημίου, στα πλαίσια της αυτοδιοίκησης του ιδρύματος.
Αν θέλεις να κάνεις τούτη τη δουλειά με υψηλό αίσθημα ευθύνης, καταντάς σαν τον άνθρωπο ορχήστρα. Κάνεις τέσσερις και πέντε διαφορετικές δουλειές όλες μαζί και κακοπληρώνεσαι για μία.
Η έρευνα ας πούμε είναι μια δουλειά βαριά, απαιτητική σε ποιότητα και εργατοώρες, από μόνη της. Είναι άλλοι επιστήμονες, εκτός πανεπιστημίου, που είναι σκέτα ερευνητές (και που στον ανταγωνιστικό στίβο της έρευνας εμείς πρέπει να τους ανταγωνιστούμε φορτωμένοι και με άλλα καθήκοντα στην πλάτη μας). Είναι άλλοι που είναι μόνο δάσκαλοι. Άλλοι κάνουν μόνο τη διάγνωση που είπα παραπάνω, κι άλλοι κάνουν μόνο διοίκηση. Εμείς πρέπει να τα κάνουμε όλα μαζί. Χτυπάμε δωδεκάωρα καθημερινά, δουλεύουμε Σαββατοκύριακα, ξενυχτάμε καμιά φορά και στο σπίτι σα μαθητούδια που διαβάζουνε για τις εξετάσεις.
Βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, αν διαλέξεις τον εύκολο δρόμο (όχι αυτόν της αρετής, τον άλλον…) το επάγγελμα του πανεπιστημιακού είναι ζάχαρη. Βρήκες το μήνα που τρέφει τους εννιά που λένε. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ας πούμε για τα κορόιδα που τρέχουν ολημερίς σαν το Βέγγο. Που έχουν μια προϊστάμενη αρχή (την Ελληνική Πολιτεία λέω) που ουσιαστικά και διαχρονικά δε δίνει δεκάρα. Άλλα είναι που την ενδιαφέρουν. Αφήστε τι λένε με τα λόγια. Εγώ σας λέω τι ξέρω για σίγουρα από αυτό που βιώνω.
Δεν είναι μόνο αυτή η κατάληψη που γίνεται στην Πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ τις μέρες αυτές. Γι’ αυτό το γεγονός δεν έχω να πω τίποτα. Ότι ήταν να πω σας το είπα με ένα προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο «Ποιος είπαμε φυλάει τα έρημα;».
Είναι πολλά τα στραβά που μας έχουν γονατίσει. Άμα αρχίσω να τα περιγράφω, θα γράψω στο τέλος εγκυκλοπαίδεια ολόκληρη. Αφήστε τα…
Μέσα σε αυτήν την παραζάλη λοιπόν της προηγούμενης εβδομάδας (και κάθε εβδομάδας εδώ που τα λέμε, χειμώνα-καλοκαίρι) ήρθαν και δυο πράγματα που έγιναν και μου έδωσαν λίγο κουράγιο. Πήρα δυο ανάσες οξυγόνου βαθιές. Να ποιο ήταν το πρώτο.
Έχω ένα φοιτητή, Λευτέρη Δημηρόπουλο τον λένε, που ασκεί και το όμορφο λειτούργημα του ηθοποιού. Χρόνια τώρα γνωριζόμαστε. Αυτό το παιδί το έχω για πολύ δικό μου άνθρωπο. Σπάνιο παιδί-καθαρό παιδί. Ακομπλεξάριστο, έντιμο, με καθαρό μυαλό. Με άκουσε σε ό,τι καλό είχα να το συμβουλέψω. Πήρε χωρίς εγωισμούς τα λίγα καλά που είχα να του δώσω ως δάσκαλος. Αφήστε που ήταν και αρχηγός της ποδοσφαιρικής ομάδας της Κτηνιατρικής Σχολής και σήκωσε δυο τρόπαια πρωταθλήματος στο πανεπιστημιακό πρωτάθλημα του ΑΠΘ. Γιατί ξέχασα να σας πω, πως ανάμεσα στα άλλα που κάνω, κάνω κι αυτό. Είμαι και κόουτς στην ποδοσφαιρική ομάδα της Σχολής μας.
Ήρθε λοιπόν ο Λευτέρης, για να δώσει παράσταση στη Θεσσαλονίκη. Το έργο είναι η περίφημη, πάντα επίκαιρη και διδακτική κωμωδία του Ραγκαβή «Του Κουτρούλη ο γάμος». Με κάλεσε να το δω στο Ανοιχτό Θέατρο του Δήμου Νεάπολης-Συκέων «Μάνος Κατράκης». Στο θέατρο αυτό δεν είχα ξαναπάει. Σαν μεγάλη αυλή παλιού σχολείου μοιάζει. Από κείνες που είναι στρωμένες με τη χοντρή την άσφαλτο. Κι είχε και κάτι μεγάλους λεκέδες η άσφαλτος που από πάνω από τις τσιμεντένιες κερκίδες μοιάζανε με αφηρημένη τέχνη. Απέναντι πίσω από κάτι κάγκελα οι πολυκατοικίες. Ευτυχώς που δε βγήκε κανένας στο μπαλκόνι με το σώβρακο.
Πριν από την παράσταση μίλησε κι ο Δήμαρχος. Πόντιος και χαριτωμένος άνθρωπος. Φιλότεχνος. Τον συμπάθησα, δεν ξέρω τι κόμμα είναι κι ούτε με νοιάζει. Φαίνεται δεν έχει λεφτά να το φτιάξει το θέατρο όπως πρέπει κι όπως φαντάζομαι θα το ήθελε κι ο ίδιος. Σφίχτηκα· κάπως… ακαλαίσθητος ήταν ο χώρος. Μα όταν βγήκανε οι ηθοποιοί στη σκηνή… Όλα πια γίνανε όμορφα. Πλημμύρισε τα πάντα το ταλέντο τους. Σκέπασαν με τη λάμψη τους τα πάντα. Όλοι τους, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και οι μικρότεροι, ήταν υπέροχοι.
Μπράβο σας ηθοποιοί! Ποιήσατε ήθος. Να η πρώτη ανάσα: Ελλάς το μεγαλείο σου. Τι καλλιτέχνες αυθεντικούς που διαθέτεις!
Να σας πω τώρα και για τη δεύτερη ανάσα. Ανέβηκα την Παρασκευή πάνω στην Παναγία Σουμελά. Πήγα προσκύνησα τη Χάρη Της κι ύστερα έδωσα μια ομιλία. Με είχαν καλέσει να μιλήσω τα παιδιά της οργανωτικής επιτροπής του 18ου συναπαντήματος της Ποντιακής Νεολαίας. Κι έτσι συνειδητοποίησα πόσο μεγάλο και πόσο σπουδαίο είναι αυτό που κάνουν τα παιδιά μας! Εύγε παιδιά μου! Είμαι πολύ περήφανος για εσάς. Ποιος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος στον εθελοντισμό σας; Στη δουλειά, την αυταπάρνηση, τον αγώνα και το φρόνημά σας;
Μαζεύετε τα ποντιόπουλα από όλα τα μέρη της Ελλάδας κι από όλες τις γωνιές της γης κάτω από τη Σκέπη της Παναγίας μας. Χίλια μπράβο!
Ποιος μπορεί ακόμα να μην παραδειγματίζεται από αυτό που κατορθώνετε κάθε χρόνο; Ποιος από τους μεγάλους δε σας ντρέπεται; Εγώ ταπεινά σας υποκλίνομαι, σας βγάζω το καπέλο και σας ευχαριστώ. Το παράδειγμά σας μου δίνει δύναμη. «Η Ρωμανία κι’ αν επέρασεν ανθεί και φέρει κι’ άλλο». Εσείς είστε τα άνθη της!