Μερικές ημέρες μετά την παράδοση στο Πολεμικό Ναυτικό του ομώνυμου νεότερου… αδερφού του, το υποβρύχιο «Κατσώνης», που βυθίστηκε πριν από 73 χρόνια, εντοπίστηκε βόρεια της Σκιάθου.
Το υδρογραφικό ωκεανογραφικό πλοίο «Ναυτίλος» ήταν αυτό που βρήκε το βυθισμένο υποβρύχιο, σε βάθος 170 μέτρων.
Το «Κατσώνης» πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο με κυβερνήτη τον Αθανάσιο Σπανίδη, ενώ τον Απρίλιο του 1941 κατέφυγε με τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο στην Αίγυπτο. Στη δεύτερη φάση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρέφει με κυβερνήτη τον Βασίλη Λάσκο και κάνει περιπολίες στο Αιγαίο.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, και ενώ ανέμενε τη διέλευση εχθρικού πλοίου κοντά στις ακτές του νοτίου Πηλίου, εντοπίστηκε από το γερμανικό ανθυποβρυχθιακό UJ-210. Μετά από τη ρίψη βομβών βάθους, το υποβρύχιο εξαναγκάστηκε σε ανάδυση και εμβολίστηκε από το γερμανικό πλοίο.
Από την έκθεση του Πολεμικού Ναυτικού με τίτλο «Ιστορίες Ανδρείας»
Ο κυβερνήτης του Βασίλης Λάσκος μαζί με 31 μέλη του πληρώματος δολοφονήθηκαν, ενώ άλλοι 17 αιχμαλωτίστηκαν. Μόλις τέσσερις κατάφεραν να διαφύγουν κολυμπώντας· ένας από αυτούς ο ύπαρχος Ηλίας Τσουκαλάς ο οποίος στην αναφορά που συνέταξε γράφει για βόμβες βάθους που εξερράγησαν κοντά στο υποβρύχιο προκαλώντας «σοβαρές βλάβες και ανωμαλίες».
Στην αναφορά περιγράφεται ότι ο κυβερνήτης διέταξε «γενική δίωξη», διαταγή που δεν επαναλήφθηκε από το κέντρο με αποτέλεσμα να μην τη λάβει ο υπεύθυνος αξιωματικός. Ο Β’ μηχανικός αντελήφθη την διαταγή απευθείας από τον πυργίσκο, και άνοιξε το επιστόμιο του γενικού εξαερισμού. Ο ύπαρχος του υποβρυχίου, Ηλίας Τσουκαλάς, θεωρώντας ότι το άνοιγμα του επιστομίου προήλθε από πρωτοβουλία του Β΄ μηχανικού το ξαναέκλεισε.
Πριν όμως τελειώσει τον χειρισμό του άκουσε από τον πυργίσκο την διαταγή του κυβερνήτη «επιφάνεια – γενική εκδίωξης».
Το επιστόμιο ανοίχτηκε και πάλι και το υποβρύχιο ανήλθε στην επιφάνεια. Η κάθοδος του πυργίσκου όμως, λόγω εμπλοκής της, παρουσίασε δυσκολία στο να ανοιχτεί και ανοίχτηκε μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα με την χρήση σιδερένιου μοχλού. Το πλήρωμα και ο κυβερνήτης βγήκαν στη γέφυρα και άρχισαν να βάλλουν εναντίον του γερμανικού πλοίου, το οποίο ανταπέδωσε τα πυρά με τα δύο του πυροβόλα.
Μέρος της αναφοράς την οποία συνέταξε και κατέθεσε στις 29 Οκτωβρίου 1943 στην Σμύρνη ο Ηλίας Τσουκαλάς
Οι τέσσερις που κατάφεραν να διασωθούν μετά τη βύθιση του «Κατσώνης» επέστρεψαν μέσω Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, όπου εντάχθηκαν και πάλι στο δυναμικό του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού. Οι συλληφθέντες κρατήθηκαν αρχικά στις φυλακές Αβέρωφ, ενώ οι τραυματίες νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο της Κηφισιάς.
Στη συνέχεια όλοι οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν, μέσω Γιουγκοσλαβίας, στο γερμανικό στρατόπεδο ναυτικών αιχμαλώτων «Marlang», κοντά στην Βρέμη, όπου και παρέμειναν κρατούμενοι μέχρι την απελευθέρωση τους από τον συμμαχικό στρατό στις 28 Απριλίου 1945.