Τέσσερις Πόντιοι, τέσσερις ιστορίες που μοιάζουν με εκείνες χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται πλέον στην Ελλάδα ή είναι διασκορπισμένοι σε όλο τον πλανήτη, όχι πάντα γιατί το επέλεξαν αλλά γιατί η Γενοκτονία των προγόνων τους από τους Νεότουρκους και τους κεμαλιστές στις αρχές του 20ού αιώνα καθώς και οι εξορίες που ακολούθησαν στις νέες τους πατρίδες, δεν επέτρεψαν να παραμένουν στον τόπο όπου πρωτοείδαν το φως της ζωής.
Το pontos-news.gr συνάντησε τον Παναγιώτη Σιδηρόπουλο, την Ελένη Μουρατίδου, την Ελεονώρα Κωνσταντινίδη και τον Δαμιανό Μουστόπουλο μια Πέμπτη στη λαϊκή αγορά της Γλυφάδας.
Μια αγορά, όπου όχι μόνο δραστηριοποιούνται επαγγελματικά αρκετοί Πόντιοι εκ Ρωσίας αλλά και ένα μέρος όπου γίνονται… πολιτικές ζυμώσεις, κουβέντες για πολιτισμό και καμιά φορά ανάβουν τα αίματα για ιστορικά θέματα.
Οι τέσσερις πρωταγωνιστές του ρεπορτάζ, μας περιέγραψαν το πώς βρέθηκαν στην Ελλάδα και πώς τους υποδέχθηκαν οι ντόπιοι, μας μίλησαν για την πατρίδα όπου μεγάλωσαν, για τις συντάξεις των ανασφάλιστων Ποντίων υπερηλίκων αλλά και τους πολιτικούς.
Από τις στέπες του Καζακστάν στην Καλλιθέα
Ο Παναγιώτης Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στο Κεντάου του Καζακστάν και σήμερα ζει στην Καλλιθέα Αττικής με τη σύζυγο και τα δυο παιδιά του. Η μητέρα του κατάγεται από την πόλη Γκουνταούτα του Καυκάσου και ο πατέρας του γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1914 αλλά έζησε στο Νέο Αφόν (Νέο Άθως) της Αμπχαζίας. Οι παππούδες ήταν από την Κερασούντα.
Όπως θα δείτε στο βίντεο που ακολουθεί, ήρθε στην Ελλάδα το 1971 ενώ ήξερε ρωσικά και ποντιακά. Το κοντινότερο ελληνικό σχολείο στην περιοχή του ήταν 6 ώρες μακριά στην Τασκένδη!
Από τα παιδικά του χρόνια στο Κεντάου θυμάται τους γάμους και τα βαφτίσια στη γειτονιά, το ότι έκαναν Πάσχα και έλεγαν τα κάλαντα όλοι μαζί, με κάποιους από τους συμπατριώτες του εκεί να αναβιώνουν το έθιμο των Μωμόγερων. Τις ελληνικές εθνικές γιορτές της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου, δεν τις γιόρταζαν παρά σε μεγαλύτερες πόλεις με περισσότερο ελληνικό πληθυσμό και τα πανεπιστήμια όπου υπήρχαν πολλοί Έλληνες.
«Οι ντόπιοι πώς σας υποδέχθηκαν;» τον ρωτάμε. «Τότε που ήρθα εγώ δεν υπήρχε πρόβλημα. Η συμπεριφορά των ντόπιων άλλαξε μετά το ’90 όταν άρχισαν να έρχονται περισσότεροι ομογενείς. Ο κόσμος πιέστηκε εδώ, και ίσως γι’ αυτό και αντέδρασε σε έναν βαθμό. Ακούγαμε πολύ συχνά το “Ρωσοπόντιοι”». Όμως αυτό λυνόταν σχετικά εύκολα με τη συζήτηση, μια και γρήγορα καταλάβαιναν πώς δεν είχαν απέναντί τους ξένους αλλά Έλληνες.
«Να σας πω όμως ότι ανταγωνιστικά έβλεπαν τους νεοφερμένους και οι Πόντιοι που ήρθαν το ’22 εδώ, παρόλο που εμείς ήμασταν εκείνοι οι οποίοι γέμισαν τους συλλόγους».
Η δική μας νεολαία ήθελε να παίξει ποντιακό θέατρο, να χορέψει, ενώ και τα ποντιακά μας ήταν καλύτερα. Έπρεπε να έχουμε επιχειρήματα και για εκείνους. Εξάλλου στον Πόντο μέχρι το ’22 είχαμε τους ίδιους αρχηγούς. Απλά γίναμε πρόσφυγες διαφορετική περίοδο».
Μια γωνιά της λαϊκής των Ποντίων στη Γλυφάδα
Κι αν έκανε σήμερα απολογισμό; Είναι ευχαριστημένος που επέστρεψε στην Ελλάδα; «Είμαι πολύ ευχαριστημένος που γύρισα. Εμείς εκεί που ήμασταν, μεγαλώσαμε με την ιδέα να φύγουμε. Θέλω να ελπίζω ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν. Γιατί εμείς εδώ θα μείνουμε, στη λαϊκή αγορά».
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει μόνο όταν τον ρωτάμε για το Αντιρατσιστικό και τη διακοπή των συντάξεων των υπερήλικων Ποντίων.
«Αγωνιστήκαμε πολύ για την αναγνώριση της Γενοκτονίας. Ξέρετε, από τη στιγμή που ακόμα και σήμερα στα πολιτικά κόμματα υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται ότι υπήρξε Γενοκτονία, κάποιοι που δεν διαβάζουν καλά την ιστορία, τουλάχιστον ήρθε ο νόμος να τους το επιβάλει».
Ήταν βάρβαρο αυτό που έγινε με τις συντάξεις, λέει στο pontos-news.gr. «Οι γέροντες που έπαιρναν αυτήν τη σύνταξη είχαν εργαστεί στη Ρωσία, αλλά τα δικαιώματά τους δεν μεταφέρθηκαν ποτέ στην Ελλάδα. Το αντίθετο έγινε με τα δικαιώματα των πολιτικών προσφύγων που μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να πάρουν χρήματα».
Ο Παναγιώτης Σιδηρόπουλος πιστεύει ότι φταίνε και οι Πόντιοι για όλα τα παραπάνω μια και δεν είναι οργανωμένοι.
«Θεωρώ ότι οι πρόσφυγες, έχοντας μάθει να ζούμε υπό σταλινικό καθεστώς, μάθαμε και να φοβόμαστε και άρα να μην οργανωνόμαστε» διευκρίνισε.
«Είμαι Πόντια και όχι Ρωσοπόντια»
Με αυτήν τη φράση ξεκινά να διηγείται την ιστορία της η Ελένη Μουρατίδου, μια γυναίκα με τόσο θετική αύρα! Ήρθε στην Ελλάδα από το Σοχούμ του Καυκάσου το 1991, λόγω του πολέμου, μαζί με τον σύζυγό της, τα δυο παιδιά τους και την πεθερά της.
«Ο γιος μου ήταν 11 χρονών και 12 η κόρη μου. Πήγαν εδώ σχολείο, τελείωσαν, σπούδασαν. Τα παιδιά μου μιλούσαν ποντιακά και ρωσικά όταν ήρθαμε. Δεν δυσκολεύτηκαν στο σχολείο, ήταν τα καλύτερα παιδιά. Ο γιος μου τελείωσε το Λύκειο χωρίς να πάει φροντιστήριο. Και τα δυο παιδιά μου, λόγω της γλώσσας, σπούδασαν Ιατρική στη Ρωσία. Επέστρεψαν στην Ελλάδα, έδωσαν εξετάσεις στο ΔΙΚΑΤΣΑ και επειδή έπρεπε να κάνουν την ειδικότητα, έφυγαν στη Σουηδία όπου και εργάζονται» μας εξηγεί.
Η Ελένη Μουρατίδου είναι τόσο, μα τόσο περήφανη για τα παιδιά της
«Είστε ευχαριστημένη εδώ;» την ρωτάμε. «Πολύ. Από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε, ήξερα ότι ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε. Φύγαμε από τον πόλεμο και ήρθαμε εδώ. Και να σας πω; Στον Κορυδαλλό που πήγαμε όταν φτάσαμε στην Ελλάδα, μας καλοδέχθηκαν. Δεν δυσκολευτήκαμε. Ξεκίνησα τη δουλειά μου και όλα ήρθαν κατ’ ευχήν. Δεν μετανιώνω που είμαι εδώ. Τα παιδιά μου είναι μια χαρά, είναι ευτυχισμένα. Έχω δυο εγγόνια. Τι άλλο να θέλω;» λέει με μια απίστευτη γλύκα στο πρόσωπό της.
Εργάζεται στη λαϊκή 25 χρόνια και πουλάει λευκά είδη. «Στις αρχές είχαμε δικά μας πράγματα, αλλά πλέον όλα είναι εισαγωγής. Πληρώνουμε ό,τι και οι υπόλοιποι. Δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη μεταχείριση για εμάς τους Πόντιους» σημειώνει.
Από τα παιδικά της χρόνια θυμάται τον πεντανόστιμο σορβά της γιαγιά της αλλά και απίστευτα βιβλία ελληνικής γλώσσας που είχε ο δάσκαλος παππούς της.
«Όταν ήσασταν στον Καύκασο μπορούσατε να ασκείτε τα θρησκευτικά σας καθήκοντα;» την ρωτάμε, θεωρώντας το «όχι» ως τη μόνη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει. «Εμείς, ο απλός κόσμος ναι, μπορούσαμε να πάμε στην εκκλησία. Αυτοί που δεν μπορούσαν να πάνε ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, γιατί θα τους έπαιρναν όλα τα δικαιώματά τους».
Οι πελάτισσες γυρνούν ξανά και ξανά για να ψωνίσουν
Είναι άραγε η Ελλάδα πατρίδα για την Ελένη Μουρατίδου; «Δεν ξέρω», λέει κομπιάζοντας. «Μου λείπουν όλα τα καλά που είχα εκεί, νιώθω ότι είναι κι εκεί πατρίδα μου. Όμως από εδώ δεν έχω παράπονα. Δούλεψα και δουλεύω πολύ. Δεν είδα τα παιδιά μου να μεγαλώνουν, τέλειωσαν το σχολείο χωρίς εμένα, πήραν πτυχίο χωρίς εμένα. Ευτυχώς ήταν καλά παιδιά. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι δυσκολεύτηκα. Τα παιδιά μου όμως έχουν μία πατρίδα: την Ελλάδα».
Το πρωί στη λαϊκή και το απόγευμα στο ωδείο
Περιποιημένη, όμορφα βαμμένη και με τη νοσταλγία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, η Ελεονώρα Κωνσταντινίδη μιλά στο pontos-news.gr για το Γκελεντζίκ, στο Κράσνονταρ. «Ήρθαμε με τον σύζυγό μου στην Ελλάδα το 1991. Είναι κι εκείνος Πόντιος από το Κράσνονταρ. Προερχόμαστε από ευκατάστατες οικογένειες και οι δύο, αλλά θέλαμε τα παιδιά μας να μεγαλώσουν στην Ελλάδα, να μάθουν ελληνικά, να μάθουμε κι εμείς ελληνικά μια και μιλούσαμε μόνο ρωσικά και ποντιακά» μας λέει.
Η Ελεονώρα Κωνσταντινίδη διδάσκει πιάνο στο ωδείο
Πώς τους υποδέχθηκαν οι ντόπιοι; «Καλά. Στην αρχή μείναμε στη Νίκαια και από το ’92 ζούμε στον Άλιμο. Δεν είχαμε πρόβλημα. Να σας πω κάτι· ναι, η νοοτροπία ήταν διαφορετική. Αλλά εμείς ήρθαμε εδώ, εμείς ήμασταν αυτοί που έπρεπε να προσαρμοστούμε και να μάθουμε να ζούμε με τους κανόνες. Δεν λέω πως δεν υπήρχαν και άλλοι που από την αρχή μας είδαν ως “δεύτερης κατηγορίας” ανθρώπους. Συχνά μας συνέκριναν με άλλες εθνικότητες, ενώ εμείς είμαστε Έλληνες».
Δεν της αρέσει καθόλου που τους αποκαλούν Ρωσοπόντιους. «Είμαστε Πόντιοι! Δεν μου αρέσει να το ακούω, και το διορθώνω» λέει.
Εξάλλου, όπως λέει, απέδειξαν ότι μπόρεσαν να ριζώσουν στη μητέρα πατρίδα. «Πολλοί από εμάς καταφέραμε να σπουδάσουμε. Εγώ για παράδειγμα διδάσκω πιάνο σε ωδείο. Έχω δύο παιδιά. Η κόρη μου είναι 27 ετών και γεννήθηκε εκεί, αλλά ο γιος μου που είναι 18 ετών γεννήθηκε εδώ. Τα παιδιά μου αισθάνονται Έλληνες. Ζούσαμε σε μια μεγάλη χώρα με μεγάλη ιστορία και ήρθαμε σε μια μικρή χώρα με μεγάλη ιστορία. Είμαστε περήφανοι και από εκεί και από εδώ».
Κουρτίνες, ρούχα, κουβέρτες, σεντόνια, εσώρουχα που έχουν κατασκευαστεί στην Ελλάδα πωλούν οι Πόντιοι στη λαϊκή της Γλυφάδας
«Θα γυρνούσατε πίσω; Εάν σας έλεγαν ότι οι περιουσίες σας είναι εκεί, άθικτες…», την ρωτάμε. «Μάλλον όχι. Ξέρετε, είναι κάποιες ερωτήσεις που δεν μπορείς να απαντήσεις υποθετικά» λέει στρέφοντας αλλού το βλέμμα της.
Όσο για τη λαϊκή, μας λέει ότι είναι δύσκολη δουλειά και τα τελευταία χρόνια ακόμα δυσκολότερη.
«Θα ήθελα να πω ότι η Ελλάδα είναι πάρα πολύ ωραία χώρα, δεν την αλλάζω με τίποτε, αλλά χρειάζεται έναν πολιτικό όπως είναι ο Πούτιν».
Κάποιον, δηλαδή, που «να είναι δυνατός για να κάνει και το κράτος δυνατό. Οι πολιτικοί εδώ δεν είναι τόσο πατριώτες!».
«Δεν μου αρέσει που υπάρχει διχόνοια στους Ποντίους»
Χαμογελαστός μας περίμενε στον πάγκο του ο Δαμιανός Μουστόπουλος. Ο παππούς του καταγόταν από την Κερασούντα. Η γιαγιά του, η Κυριακή Κάππα, ήταν από την Κρήτη. Όλοι οι προγονοί του πήγαν στη Ρωσία πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, το ’17, και κατέλυσαν στον Καύκασο. Μετά το ’17 που έκλεισαν τα σύνορα, αναγκαστικά έμειναν εκεί.
Πόντια είναι και η σύζυγός του, από το Καζακστάν. Ο παππούς της είχε μια οικογένεια στην Τουρκία, στη συνέχεια ήρθε στη Ρωσία για δουλειά και έκλεισαν τα σύνορα. Έτσι αποχωρίστηκε από την οικογένειά του και έφτιαξε δεύτερη οικογένεια στη Ρωσία. Από τους δυο γιους του από τον πρώτο γάμο ο ένας πέθανε και ο άλλος ζει στο Λονδίνο. Ο εν ζωή γιος έχει αρχίσει να έχει επαφές με τον πεθερό του Δαμιανού Μουστόπουλου, τον αδερφό του δηλαδή που είναι από άλλη μητέρα.
Οι Πόντιοι πρέπει να είναι ενωμένοι, λέει ο Δαμιανός Μουστόπουλος
«Εδώ ήρθα το ’91, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Άνοιξαν τα σύνορα και αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην πατρίδα μας. Όταν ήρθαμε, μιλούσαμε μόνο ποντιακά. Αρχικά πήγαμε στη Θεσσαλονίκη και μετά στο Αιγάλεω στην Αθήνα, και τώρα στο Περιστέρι. Οι δυο γιοι μου εδώ γεννήθηκαν. Ο μικρός είναι στο Λύκειο ο μεγάλος έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο του Πειραιά» λέει.
«Πότε ξεκινήσατε να δουλεύετε στη λαϊκή;» τον ρωτάμε. «Σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Πουλούσαμε τα δικά μας πράγματα, αφού δεν βρίσκαμε άλλη δουλειά. Ο κόσμος έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον γιατί επρόκειτο για κάτι διαφορετικό. Τώρα πια δεν μπορούμε να κάνουμε εισαγωγή ανάλογα πράγματα, γιατί το κόστος είναι πολύ υψηλό».
Ο Δαμιανός Μουστόπουλος λέει ότι είναι ικανοποιημένος από την έλευσή του στην Ελλάδα, αλλά όπως υπογραμμίζει «εμείς είμαστε από τους ανθρώπους που πάντα εργάζονται. Δεν φοβόμαστε τη δουλειά».
Κλείνοντας τη συνέντευξη τον ρωτάμε εάν θέλει να προσθέσει κάτι, κι εκείνος μας μιλά για την ενότητα των Ποντίων που λείπει.
«Θα ήθελα οι ποντιακοί σύλλογοι να συνεργάζονται μεταξύ τους. Δεν μου αρέσει που υπάρχει διχόνοια. Πρέπει να ενωθούν για να κάνουν κοινό αγώνα. Το λάθος τους είναι πως δεν είναι μονιασμένοι. Δεν μπορείς να διεκδικήσεις όταν ο καθένας είναι μόνος του. Πιστεύω ότι το πρόβλημα είναι πολιτικό» σπεύδει να προσθέσει, διατυπώνοντας αυτό που ζητούν όλοι οι Πόντιοι εντός και εκτός της χώρας.
Ρεπορτάζ – Κείμενο: Πόπη Παπαγεωργίου
Βίντεο – Φωτογραφίες: Βασίλης Τσενκελίδης
- Το ρεπορτάζ στη λαϊκή αγορά της Γλυφάδας έγινε πριν από αρκετό καιρό. Ωστόσο η πολιτική επικαιρότητα και οι σαρωτικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία δεν μας επέτρεψαν να το δημοσιεύσουμε νωρίτερα. Όχι γιατί δεν είναι σημαντικό, αλλά επειδή ακριβώς είναι και έπρεπε να έχει τη θέση που του αξίζει στην πρώτη σελίδα του pontos-news.gr.