Εντός του 2016, με την έκδοση και του τελευταίου μέρους, θα ολοκληρωθεί το πεντάτομο έργο Έξοδος του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, με τις συγκλονιστικές μαρτυρίες των προσφύγων πρώτης γενιάς από την ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας που αφορούν στα δραματικά γεγονότα του ξεριζωμού, τα χρόνια πριν από αυτόν, αλλά και τις δυσκολίες εγκατάστασης και προσαρμογής στην Ελλάδα.
Η παρουσίαση του Δ΄ τόμου της «Εξόδου» έγινε τη Δευτέρα στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στη Θεσσαλονίκη. Τη διοργάνωση είχε η Μέριμνα Ποντίων Κυριών.
Συνολικά 5.051 μαρτυρίες, οι οποίες αποτελούν έναν ανεκτίμητο θησαυρό για μελετητές, ιστορικούς, αλλά και απλούς αναγνώστες, προκαλούν συγκίνηση και ανατριχίλα, παρέχουν γνώση, αλλά και κρατούν άσβεστη τη μνήμη. Περιγράφουν τα γεγονότα άνθρωποι που τα έζησαν, και ο λόγος τους μετουσιώνεται σε εικόνα στα μάτια των αναγνωστών και τους παρασύρει σε ένα άκρως συγκινητικό βιωματικό ταξίδι στις δραματικές στιγμές του ελληνισμού της Ανατολής στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Η πρόεδρος της Μέριμνας Ποντίων Κυριών, Ιφιγένεια Πανίδου (φωτ.: Ρωμανός Κοντογιαννίδης)
Μετά την έκδοση και των πέντε τόμων θα απομείνει η κυκλοφορία ενός συνολικού ευρετηρίου κυρίων ονομάτων και τοπωνυμίων, που αναφέρονται σε ολόκληρο το έργο.
Τα παραπάνω ανέφερε ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός γραμματέας του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Πασχάλης Κιτρομηλίδης, κατά τη διάρκεια παρουσίασης στη Θεσσαλονίκη του Δ΄ τόμου της Εξόδου με τις μαρτυρίες των Ελλήνων από τα παράλια του Ανατολικού Πόντου.
Ο Ε΄ τόμος θα περιλαμβάνει μαρτυρίες προσφύγων από τα παράλια του Δυτικού Πόντου και την Παφλαγονία.
Έχουν προηγηθεί ο Γ΄ τόμος (2013) με τις μαρτυρίες των προσφύγων από την ενδοχώρα του Πόντου, ο Β΄ τόμος (1982) με τις μαρτυρίες προσφύγων από την Καππαδοκία, και ο Α΄ τόμος (1980) με τις μαρτυρίες των προσφύγων από τη Βιθυνία και την Ιωνία.
Το 1930 με απόφαση της Μέλπως Μερλιέ (ιδρύτριας του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών) ξεκίνησε η συλλογή στοιχείων από πρόσφυγες πρώτης γενιάς. Τελείωσε το 1975, μετά από πολλές αποστολές μελών του Κέντρου σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Με βάση αυτά που συγκεντρώθηκαν, διαπιστώθηκε ότι σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία υπήρχαν 2.163 οικισμοί με ελληνορθόδοξο πληθυσμό. Από αυτούς μελετήθηκαν οι 1.375, αφού δεν βρέθηκαν πληροφορίες για τους υπόλοιπους, ενώ στους 1.049 –οι περισσότεροι ποντιακοί– οι κάτοικοι μιλούσαν ελληνικά.
Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Άρτεμις Ξανθοπούλου-Κυριακού, Θανάσης Καραθανάσης (φωτ.: Ρωμανός Κοντογιαννίδης)
Στον Πόντο εντοπίστηκαν 1.454 οικισμοί –οι 894 στα παράλια–, από τους οποίους ερευνήθηκαν οι 795. Από τους συνολικούς οικισμούς του Πόντου στους 612 οι κάτοικοι μιλούσαν μόνο ποντιακά, στους 195 μόνο τουρκικά, στους 30 ομιλούνταν και οι δύο γλώσσες, ενώ δεν υπάρχουν γλωσσικά στοιχεία για τους υπόλοιπους.
Οι πληροφορητές για τους πέντε τόμους του έργου –πρόσφυγες πρώτης γενιάς– ήταν συνολικά 5.051, εκ των οποίων οι 1.747 Πόντιοι. Συνολικά συγκεντρώθηκαν 58.520 σελίδες με μαρτυρίες για τον Πόντο, εκ των οποίων οι 187 ήταν γραμμένες από τους ίδιους τους πληροφορητές. Συγκεντρώθηκαν επίσης 32 τοπογραφικά, 488 φωτογραφίες –οι οποίες αυξήθηκαν το τελευταίο διάστημα μετά τη δωρεά της Άννας Θεοφυλάκτου–, 136 σελίδες ποικίλου περιεχομένου και 50 τουρκικά φιρμάνια για τον Πόντο.
«Το έργο είναι πολύ σημαντικό. Έχει διασώσει στοιχεία για οικισμούς που ήταν άγνωστοι. Αν δεν ξεκινούσε το έργο η Μερλιέ, θα είχε εκλείψει η γνώση για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας.
»Το έργο για τον Πόντο ξεκίνησε το 1984 σε συνεργασία με τον Οδυσσέα Λαμψίδη και ήταν μια μεγάλη οδύσσεια. Πήρε τριάντα χρόνια, και υπήρξαν στιγμές που ανησύχησα ότι δεν θα τελειώσει. Άλλη οδύσσεια ήταν να γίνει και ο χάρτης του Πόντου», είπε ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης.
Καταγραφή μαρτυριών (φωτ.: Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)
Η παρουσίαση του Δ΄ τόμου της Εξόδου έγινε στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη, και τη διοργάνωση ανέλαβε η Μέριμνα Ποντίων Κυριών.
Όπως είπε η Άρτεμις Ξανθοπούλου-Κυριακού, ομότιμη καθηγήτρια Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο έργο περιλαμβάνονται μαρτυρίες από οικισμούς επτά τμημάτων της περιφέρειας Τραπεζούντας και από τις περιοχές των Σουρμένων, του Όφεως, της Ριζούντας και του Βατούμ.
Το υλικό συγκεντρώθηκε κατά τα έτη 1956-1973 και όλοι οι οικισμοί που περιλαμβάνονται στον συγκεκριμένο τόμο είναι ποντιόφωνοι, με τους κάτοικους να μιλούν τη ρωμαίικη γλώσσα και την πλειονότητά τους να ασχολείται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Από τους περισσότερους οικισμούς υπήρχαν μετανάστες στη Ρωσία, και από λίγους στη Ρουμανία. Σε όλους λειτουργούσαν εκκλησίες και σχεδόν σε όλους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, σχολεία.
(Φωτ.: Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)
Η Άρτεμις Ξανθοπούλου-Κυριακού παρουσίασε ιστορικά στοιχεία για το πώς έγινε το τουρκικό κράτος, καθώς και στοιχεία –με βάση τις μαρτυρίες– για την παρουσία των Ρώσων στον ανατολικό Πόντο, για το αντάρτικο, την κυβέρνηση του Πόντου, την επικράτηση των Μπολσεβίκων, αλλά και τις δυσκολίες εγκατάστασης στην Ελλάδα. «Υπήρχε κατανόηση, προστασία και αλληλεγγύη με τους Τούρκους των χωριών των πληροφορητών. Οι Έλληνες τους προστάτευαν κατά την παρουσία των Ρώσων, αφού ήταν “οι δικοί τους Τούρκοι”.
»Μετά την αποχώρηση των Ρώσων οι Έλληνες έτρεχαν σαν τα τρελά πουλιά. Δεν ήξεραν πού να πάνε, και αναζήτησαν προστασία στην επαναστατημένη Ρωσία.
»Όσοι επέστρεψαν πίσω, αντιμετώπισαν εκτελέσεις και πορείες θανάτου.
»Υπάρχουν πολλές αποχρώσεις ανάμεσα στον καλό και τον κακό Τούρκο, στον καλό και τον κακό Έλληνα. Αυτό θα το γευθούν οι αναγνώστες του βιβλίου. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες, οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Τους έβριζαν και ήθελαν να τους αρπάξουν, ό,τι είχαν».
(Φωτ.: Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)
Από την πλευρά του ο ομότιμος καθηγητής Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θανάσης Καραθανάσης, υποστήριξε ότι οι αναγνώστες θα προσέξουν «ότι πολλές διηγήσεις Ελληνοποντίων ξεκινούν με την παρουσία των Ρώσων στην Τραπεζούντα το 1916, με τη φυγή στη Ρωσία μαζί με τον ρωσικό στρατό την επόμενη χρονιά, και τις περιπέτειες μετά την επικράτηση των Σοβιετικών. Το λέω αυτό, διότι στην Ελλάδα επικράτησε ο κακέκτυπος και κακέμφυτος χαρακτηρισμός “Ρωσοπόντιοι”».
Υποστήριξε ακόμα ότι «δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη ιστορία του Πόντου, και δεν ξέρω αν θα εκδοθεί ποτέ, διότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία σε αυτό», και σημείωσε ότι «σήμερα χάνονται πολλά ελληνικά μνημεία στον Πόντο, με αποκορύφωμα την τελευταία εικοσαετία». Μαζί τους «χάνεται σιγά-σιγά και ο αριθμός των ελληνοφώνων στα χωριά του Όφεως και αλλού, λόγω της οικονομικής ανάπτυξης στην Τουρκία, που αναγκάζει τον κόσμο να αναζητήσει δουλειά στα αστικά κέντρα».
«Η “Έξοδος” είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο-μαρτυρία για τον αγώνα του ελληνικού πληθυσμού να επιβιώσει. Είναι ένα βιβλίο ορόσημο που παραδίδεται ως κτήμα εσαεί».
(Φωτ.: Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)
Κυνηγημένοι από το μαχαίρι των Τούρκων, οι πρόσφυγες αναζήτησαν καταφύγιο στη μητέρα Ελλάδα, η οποία, ωστόσο, δεν άνοιξε ποτέ απλόχερα την αγκαλιά της να τους δεχθεί. Αυτό το παράπονο αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις μαρτυρίες της Εξόδου. Παράπονο που το πέρασμα του χρόνου, όταν συγκεντρώνονταν οι μαρτυρίες, το έκανε να λειάνει αισθητά τις γωνίες του. Παραμένουν ωστόσο οι τελευταίες αρκετά τραχείς, για να προκαλέσουν –έστω– μια ρανίδα αίματος στις ψυχές των αναγνωστών του έργου.
«Η Θεσσαλονίκη, που φάνταζε τόσο μαγική με τα φώτα τη νύχτα, ήταν τόσο απόμακρη την ημέρα. Από τα συρματοπλέγματα στην Καλαμαριά βλέπαμε μακριά, πέρα από το Ντεπό, στην πόλη τον κόσμο.
»Το τραμ στην παραλιακή λεωφόρο. Έφτανε το βουητό του στ’ αυτιά μας. Σ’ εμάς, στους θαλάμους-καμίνια το καλοκαίρι και ψυγεία το χειμώνα, υπήρχε μόνο ο θάνατος». Η μαρτυρία του μικρού προσφυγόπουλου, που την διηγήθηκε ως ενήλικας πολλά χρόνια μετά, είναι από αυτές που περιλαμβάνονται στον Δ΄ τόμο της Εξόδου…
Ρωμανός Κοντογιαννίδης