Οι δύτες που ανακάλυψαν την «πόλη» πριν από λίγα χρόνια σε βάθος δύο έως πέντε μέτρων έκαναν λόγο για «κατασκευές» που θύμιζαν βάσεις κιόνων, πεζοδρόμια, αυλές. Η αυτοψία όμως που έκαναν κατόπιν αρχαιολόγοι της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων δεν έδειξε ίχνη κάποιου αρχαίου οικισμού, καθώς δεν βρέθηκαν κεραμικά ή νομίσματα.
Πρόσφατα οι ερευνητές του βρετανικού Πανεπιστημίου East Anglia, προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα υποστηρίζοντας ότι η υποθαλάσσια «πόλη» είναι δημιούργημα μικροβίων.
Τα συμπεράσματα της έρευνάς τους στην οποία συμμετείχε και το Πανεπιστημίο Αθηνών με επικεφαλής τον καθηγητή Μιχάλη Σταματάκη του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό θαλάσσιας γεωλογίας «Marine and Petroleum Geology», σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
(Φωτο αρχείου: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Παύλος Βούτος)
Οι επιστήμονες με επικεφαλής τον καθηγητή γεωχημείας Τζούλιαν ‘Αντριους συνέλεξαν δείγματα από το βυθό και τα μελέτησαν με διάφορες τεχνικές (μικροσκόπια, ακτίνες-Χ, γεωχημικές αναλύσεις). Συμπέραναν κατόπιν τούτων ότι τα «ερείπια» είναι απολιθωμένα απομεινάρια ενός φυσικού υδραυλικού συστήματος, που υπήρχε κάποτε κάτω από τον βυθό και το οποίο επέτρεπε στο μεθάνιο και σε άλλους υδρογονάνθρακες να «δραπετεύουν» στο νερό.
Στη συνέχεια, μικρόβια χρησιμοποιούσαν τον άνθρακα του μεθανίου και των άλλων υδρογονανθράκων ως «καύσιμο» για να σχηματίσουν ένα είδος φυσικού τσιμέντου γύρω από τους γεωλογικούς σχηματισμούς από δολομίτη, που ανάγονται στην Πλειόκαινο γεωλογική περίοδο.
Η σταδιακή διάβρωση έδωσε το τελικό σχήμα στους σχηματισμούς αυτούς, που μοιάζουν με ανθρώπινο έργο, αλλά δεν είναι.
Όπως δήλωσε ο Τζούλιαν ‘Αντριους, μπορεί να μην πρόκειται για μια αρχαία πόλη, όμως το γεωλογικό αυτό φαινόμενο είναι σπάνιο σε ρηχά νερά, καθώς κάτι ανάλογο έχει εντοπισθεί στο παρελθόν, για παράδειγμα στη Βόρεια Θάλασσα, σε βάθη εκατοντάδων ή και χιλιάδων μέτρων.