Τη δική του προσέγγιση πάνω στην «ανάγνωση» του Δίσκου της Φαιστού παρουσίασε σε συνέντευξή του στο «ΡάδιοΛόγος» της Κοζάνης ο Ιωάννης Χαμιζίδης, ερευνητής του λόγου και της ιστορίας της Μικράς Ασίας.
Σύμφωνα με όσα ισχυρίστηκε, στηριζόμενος στα πονήματα προηγούμενων ερευνητών και με «κλειδί» την ποντιακή διάλεκτο, κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει τον αρχαιολογικό «θησαυρό» που προσδιορίζεται χρονικά γύρω στο 1700 π.Χ. και ανακαλύφθηκε το 1908 στο Παλάτι του Ραδάμανθυ στη Νότια Κρήτη, ενώ για πάνω από έναν αιώνα αποτελεί αντικείμενο έρευνας και μελέτης των ειδικών.
Μελετώντας κείμενα της Γραμμικής Β και γνωρίζοντας καλά την ποντιακή διάλεκτο, όπως ο ίδιος υπογραμμίζει, μπόρεσε να κατανοήσει το αρχαίο κείμενο. Στο Δίσκο της Φαιστού εξήγησε πως τα γράμματα είναι σφραγιδούλες. Ο γραφέας είχε φωνητικές αξίες σε σφραγιδούλες εικονιδίων, οι οποίες μπαίνουν σε κουτάκι αποτελώντας λέξη, πρόταση ή νόημα. Ανάλογα χωρίζονται και μπορούν να μπουν σε διαδικασίες γραφής ή σπειροειδή γραφή. «Ο Δίσκος της Φαιστού ήταν το CD της εποχής εκείνης», είπε χαρακτηριστικά!
Ο Ιωάννης Χαμιζίδης (αριστερά) στη ραδιοφωνική του συνέντευξη (φωτ.: prlogos.gr)
Εκτός από το Δίσκο της Φαιστού, ο Ι. Χαμιζίδης υποστηρίζει ότι έχει ερμηνεύσει περίπου 20 κείμενα Γραμμικής Β, καθώς επίσης και την πινακίδα του Δισπηλιού Καστοριάς. Εύρημα που –όπως αναφέρει– χρονολογείται στο 5500 π.Χ. και αποτελεί το αρχαιότερο κείμενο της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τον γλωσσολόγο-αρχαιολόγο Γκάρεθ Όουενς, πάντως, η ανάγνωση του Δίσκου της Φαιστού έχει ολοκληρωθεί σε ποσοστό 90%.
«Το πρόβλημα πλέον είναι η κατανόηση. Η έρευνα έχει πάει σε άλλο επίπεδο, παραμένει ωστόσο μια πρόκληση καθώς ο Δίσκος της Φαιστού είναι η καλύτερη μινωική επιγραφή που έχει βρεθεί, και πάνω της έχει 61 λέξεις τη στιγμή που η αμέσως μετά καλύτερα σωσμένη επιγραφή έχει μόλις οκτώ λέξεις» είχε δηλώσει πριν από λίγους μήνες.