«Πρώτη Μαΐου, κι απ’ τη Βαστίλη ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών», έγραψε ο Μάνος Λοΐζος. Πρώτη Μαΐου, κι απ’ το Σικάγο ξεκινάνε οι καρδιές των εργατών… θα μπορούσαμε να παραφράσουμε, κλείνοντας σε έναν στίχο τη σχέση των αιματοβαμμένων εργατικών εξεγέρσεων στο Σικάγο, στα τέλη του 18ου αιώνα, με τους αγώνες που ακολούθησαν σε ολόκληρο τον κόσμο έως τη δικαίωση των αιτημάτων της εργατικής τάξης για καλύτερες συνθήκες εργασίας και την καθιέρωση της Εργατικής Πρωτομαγιάς.
Το Σικάγο, το μεγαλύτερο τότε βιομηχανικό κέντρο των ΗΠΑ, συγκλονίστηκε την 1η Μαΐου του 1886 από μια πρωτόγνωρη απεργία και μια μαχητική αλλά ειρηνική πορεία περίπου 90.000 ανθρώπων.
Υπολογίζεται ότι σε όλη τη χώρα περίπου 350.000 εργάτες συμμετείχαν σ’ εκείνη την απεργία, με βασικό αίτημα τη μείωση των ωρών εργασίας: «Οχτώ ώρες δουλειάς, οχτώ ώρες ανάπαυσης, οχτώ ώρες ύπνου», ήταν το κύριο σύνθημά τους. Το σύνηθες ήταν οι εργοδότες να απασχολούν το εργατικό προσωπικό όσες ώρες το επιθυμούσαν, ακόμα και τις Κυριακές.
Αυτό έπρεπε να αλλάξει. Οι εργάτες στον Καναδά μετρούσαν ήδη από το 1872 κάποιες επιτυχίες στον αγώνα τους, γεγονός που ενθάρρυνε την Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας να προκηρύξει γενική απεργία για την 1η Μάη του 1886, η οποία όμως δεν κατέληξε αναίμακτα. Δύο μέρες αργότερα, έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ στο Σικάγο, απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης επενέβησαν δυναμικά, με αποτέλεσμα τέσσερις απεργοί να χάσουν τη ζωή τους και πολλοί να τραυματιστούν.
Οι εργάτες απάντησαν με συλλαλητήριο ενάντια στην αστυνομική βία, στην Πλατεία Χεϊμάρκετ, το οποίο ήταν πολυπληθές και ειρηνικό. Οι αστυνομικές δυνάμεις όμως πήραν εντολή να διαλύσουν διά της βίας τη συγκέντρωση. Μια χειροβομβίδα έπεσε στο μέρος των αστυνομικών (άγνωστο από ποιον), με αποτέλεσμα ένας εξ αυτών να σκοτωθεί και πολλοί να τραυματιστούν. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων. Τελικός απολογισμός: τέσσερις νεκροί διαδηλωτές, δεκάδες τραυματίες, και έξι ακόμα νεκροί αστυνομικοί.
Για την επίθεση με χειροβομβίδα κατά της αστυνομίας συνελήφθησαν, δικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό οι «αναρχοσυνδικαλιστές και οργανωτές της διαδήλωσης»: Άουγκουστ Σπις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς. Η ιστορία θα γράψει ίσως την πιο κραυγαλέα περίπτωση κακοδικίας που έγινε ποτέ στις ΗΠΑ και το εργατικό κίνημα – μια σελίδα σταθμό στη δική του ιστορία.
Τρία χρόνια αργότερα στο Παρίσι, στο ιδρυτικό συνέδριο της Δεύτερης Σοσιαλιστικής Διεθνούς, η Πρωτομαγιά καθιερώθηκε ως εργατική γιορτή. Ήταν 20 Ιουλίου του 1989.
Ήταν η εποχή που ο κόσμος ήταν καζάνι που «έβραζε» μέσα στη δίνη των τεχνολογικών επαναστάσεων και των διαρκώς διογκούμενων αγώνων για ισότητα, δικαιοσύνη, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, ψήφο στις γυναίκες…
Η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα
Η δικαίωση των αγώνων ήρθε σιγά-σιγά σε μια σειρά χώρες. Στην Ελλάδα από το 1913 καθορίστηκε το δεκάωρο για τους εργάτες επιφανείας των μεταλλείων και το 8ωρο για όσους απασχολούνταν στις στοές των ορυχείων. Με το νόμο 2269 του 1920 θεσμοθετήθηκε η 8ωρη εργασία στις βιομηχανικές επιχειρήσεις: «Εις πάσας τας οιουδήποτε είδους βιομηχανικάς εργασίας, δημοσίας ή ιδιωτικάς, ως και εις τα παραρτήματα αυτών, εξαιρέσει εκείνων εις άς απασχολούνται μέλη μόνον μίας και της αυτής οικογενείας, η διάρκεια της εργασίας του προσωπικού δεν δύναται να υπερβαίνει 8 ώρας ημερησίως και 48 ώρας καθ’ εβδομάδα», γράφει ο νομοθέτης.
Με το Προεδρικό Διάταγμα στις 27-6/4-7-1932 το 8ωρο επεκτάθηκε και σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους. Όσες συντεχνίες είχαν μείνει εκτός, εντάχθηκαν κατά τη δικτατορία του Μεταξά. Το 8ωρο κατακτήθηκε και στην Ελλάδα με εξίσου αιματοβαμμένους αγώνες.
Η πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα γιορτάστηκε το 1893 , με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη, του πρώτου Έλληνα σοσιαλιστή.
Η εφημερίδα Σοσιαλιστής που εξέδιδε ο Καλλέργης έγραψε: «Εις τας δύο Μαΐου ώρα 5 μ.μ. παρά το αρχαίον Στάδιον, τα μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου και μέγα πλήθος εκ των πασχουσών εργατικών τάξεων των ευρισκομένων υπό τον ζυγόν του μισθού, ακολουθούντες τον διεθνή των πασχουσών τάξεων αγώνα, συνηθροίσθησαν προς διαμαρτύρησιν εναντίον του σημερινού αθλίου συστήματος, όπου δυστυχούν οι πολλοί κοπιωδώς εργαζόμενοι και ευτυχούν οι ολίγοι οκνηροί, πλούσιοι, μη εργαζόμενοι και απολαμβάνοντες τον ιδρώτα των πολλών εργαζομένων…».
Ο Καλλέργης με διάφορες αφορμές διώχθηκε επανειλημμένως και φυλακίστηκε, και χρειάστηκε να περάσουν 17 ολόκληρα χρόνια, έως το 1911, οπότε και γιορτάστηκε πάλι η Πρωτομαγιά στη χώρα μας. Το 1914 όμως θεσμοθετήθηκε με το νόμο «Περί σωματείων» το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, και τα σωματεία άρχισαν να αποκτούν καθαρά εργατικό χαρακτήρα. Το 1918 ιδρύθηκε η ΓΣΕΕ.
Το μνημείο του Σταύρου Καλλέργη στον τόπο καταγωγής του, στον οικισμό Δάφνη (Μπραχίμος) Μυλοποτάμου
Στη δίνη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και του εθνικού διχασμού που ακολούθησαν, ίσως πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τη ματιά του απλού πολίτη η αιματοβαμμένη εξέγερση των μεταλλωρύχων στα μεταλλεία του Μεγάλου Λιβαδειού στη Σέριφο, τον Αύγουστο του 1916, όπου τέσσερις μεταλλωρύχοι αλλά και τρεις αστυνομικοί σκοτώθηκαν. Στα δύο χρόνια που είχαν μεσολαβήσει μέχρι την εξέγερση, 60 μεταλλωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους στις στοές.
Στην ιστορία του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα έχει μείνει και η Εργατική Πρωτομαγιά του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Στις 29 Απρίλη 1936, 12.000 καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης –εκ των οποίων περίπου το 70% γυναίκες– κατέβηκαν σε απεργία, ύστερα από απόφαση του συνδικαλιστικού τους φορέα, της Πανελλήνιας Καπνεργατικής Ομοσπονδίας. Πολύ γρήγορα η απεργία επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα, και την Πρωτομαγιά ακολούθησε στη Θεσσαλονίκη μεγάλη απεργιακή συγκέντρωση.
Τις επόμενες μέρες ο κατάλογος των απεργών διευρύνθηκε, με τη συμμετοχή όλο και περισσότερων σωματείων σε όλη την Ελλάδα. Στις 7 Μαΐου όμως ο πρωθυπουργός της χώρας και μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς έδωσε εντολή για καταστολή της απεργίας. Ο δρόμος για τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν είχε ανοίξει.
Στις 8 Μαΐου δυνάμεις έφιππης και πεζής χωροφυλακής χτύπησαν στο ψαχνό τους συγκεντρωμένους απεργούς, οι οποίοι αφού συνήλθαν από το πρώτο σοκ, ανασυντάχθηκαν και έστησαν οδοφράγματα.
Τρεισήμισι ώρες κράτησαν οι οδομαχίες. Οι διαδηλωτές υποχώρησαν μετρώντας τραυματίες. Την επομένη, 9 Μαΐου, ενώθηκαν στους δρόμους με τους καπνεργάτες φοιτητές, επαγγελματίες από όλους τους κλάδους, αλλά και απλοί πολίτες που είχαν εξοργιστεί με τη δράση των δυνάμεων καταστολής. Οι χωροφύλακες από νωρίς το πρωί άρχισαν τις επιθέσεις εναντίον των εργατικών συγκεντρώσεων.
Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση έγινε μεταξύ χωροφυλακής και απεργών αυτοκινητιστών στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατία. Τα πυρά των χωροφυλάκων βρήκαν τον 25χρονο αυτοκινητιστή Τάσο Τούση, ο οποίος εξέπνευσε στο πλακόστρωτο. Για περίπου 30 νεκρούς έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής.
Η εφημερίδα Ριζοσπάστης, στο φύλλο της επομένης δημοσίευσε τη φωτογραφία της μάνας του νεκρού να θρηνεί πάνω από το σώμα του παιδιού της. Το γεγονός συγκλόνισε το πανελλήνιο, και έδωσε έμπνευση στον ποιητή μας Γιάννη Ρίτσο να γράψει τη συλλογή Ο Επιτάφιος. «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω…» – και είναι πολλοί και στην Ελλάδα οι εργάτες που χάθηκαν στον αγώνα.
Το μνημείο του καπνεργάτη στη Θεσσαλονίκη (φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ / PIXEL / Σωτήρης Μπαρμπαρούσης)
Και αν σκεφτούμε ότι σήμερα, μετά από όλους αυτούς τους αγώνες, το εργασιακό καθεστώς –ειδικά στον ιδιωτικό τομέα– διολισθαίνει σε εποχές που θέλουμε να ξεχάσουμε, και ότι ο κόσμος δεν «βράζει» όπως άλλοτε από επαναστατικά ιδεώδη, θα καταλήξουμε ίσως στο θλιβερό συμπέρασμα ότι τίποτα δεν περιμένουμε πια να συμβεί· ευτυχώς όμως που κανείς δεν μπορεί να μιλά για το τέλος της Ιστορίας.