Και αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις,
Τούτο προσπάθησε τουλάχιστον / όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις […]
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την, / γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών / την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
Κ. Π. Καβάφης, «Όσο μπορείς»
Με τα σοφά αυτά ο λόγια ο Καβάφης διδάσκει την αξιοπρέπεια και το παράστημα που οφείλει να παρουσιάζει ο άνθρωπος. Ο κάθε άνθρωπος που μπορεί και υποστηρίζει την ιδιότητά του. Άλλωστε η ετυμολογία και μόνο του όρου που τον περιβάλλει τον καλύπτει, τον προσδιορίζει, τον αναφέρει. Ο άνθρωπος, από το άνω θρώσκω, γεννιέται ανώτερος, ελεύθερος, τολμηρός. Οι ανέντιμοι και επιπόλαιοι χαρακτηρισμοί εναντίον του κάθε ανώτερου από εμάς, μας παραπέμπουν σε ανθρώπους δειλούς, μικρόψυχους και ανιστόρητους. Σε ανθρώπους εκκεντρικούς και αλαζόνες που δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που σε κάτι θα είναι ανώτεροί μας. Σπαταλούν λοιπόν την ψυχή τους «εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία».
Και στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι Πόντιοι είμαστε υπερήφανοι για τους ανθρώπους μας, όχι μόνο γι’ αυτούς που κατοικούν εντός συνόρων αλλά και για τους Πόντιους της διασποράς, είτε είναι Σανταίοι και Καρσλήδες είτε Μελβουρνοπόντιοι, Καναδοπόντιοι και Λαζο-σουηδο-γερμανοί. Και δεν είμαστε περήφανοι επειδή πολλοί εξ αυτών είναι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, υγιείς επενδυτές και φανατικοί «αιμοδότες» της πατρίδας μας. Διευκρινίζουμε μάλιστα ότι μεταξύ αυτών οι περισσότεροι είναι βιοπαλαιστές εργαζόμενοι, φτωχοί μεν αλλά τίμιοι άνθρωποι.
Από την άλλη πλευρά όμως είμαστε υπερήφανοι, «πολλά πα», γιατί ενσαρκώνουν με τις πράξεις τους τα λόγια του Ομήρου στην Ιλιάδα, Ζ, 208: «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων, μηδέ γένος πατέρων αισχυνέμεν» (=Πάντα να αριστεύεις, να ξεπερνάς τους άλλους, να τιμάς το πατρικό γένος που ανήκεις).
Άλλωστε είναι προτιμότερο να αισθάνεσαι υπερήφανος για τους συμπατριώτες σου παρά να ντρέπεσαι για αυτούς και τις πράξεις τους.
Οι «Ρωσοπόντιοι», που κάποιοι σήμερα βάφτισαν έτσι επειδή είναι βολικό, είναι οι Έλληνες απόγονοι εκ Πόντου, οι έποικοι του ρωσικού Καυκάσου και της Ν. Ρωσίας, οι οποίοι λόγω ανωτέρας βίας (Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1877) αναγκάστηκαν να μετακινηθούν από τον Πόντο. Οι πληθυσμοί που μετακινήθηκαν και που αριθμούσαν το 1914 650.000 άτομα , κατοίκησαν στις περιοχές του Καρς, στην Τιφλίδα, στο Βατούμ, στο Σοχούμ, στη Μαύρη Θάλασσα, στην Κριμαία και αλλού (Παναρ. Τοπαλίδης, Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1929, σ.246).
Βέβαια η μακραίωνη ελληνική παρουσία στον Πόντο, και δη στην Τραπεζούντα, επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση, όπου περιγράφεται ως πόλη «ελληνίδα, οικουμένην εν τω Ευξείνω Πόντω, Σινωπέων αποικία». Συνεπώς είτε Ρωσοπόντιοι είτε Ελληνοπόντιοι χαρακτηρίζονται, είναι ο ίδιος ακριβώς ελληνισμός της Ανατολής, τον οποίο δεν κατάφερε κανένας επίσημος και ανεπίσημος εχθρός να αλλοιώσει εθνολογικά.
Άλλωστε η εκδίωξη των Ελλήνων από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μεθοδευμένη, όχι τυχαία. Η εκρίζωση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα συμπτώσεων.
Ούτε και το 1922 είναι ο τυχαίος επίλογος της Μικρασιατικής Εκστρατείας αλλά το αποτέλεσμα της λελογισμένης, προπαρασκευασμένης και προγραμματισμένης αντίδρασης του τουρκικού εθνικισμού (Ισάακ Λαυρεντίδης, «Πρόσφυγες εξ ανταλλαγής και ανταλλάξιμος περιουσία», Ποντιακή Στοά, Αθήνα 1972-74, σ. 16-17). Όσοι από τους παραπάνω διέφυγαν –με οποιονδήποτε τρόπο– τον κίνδυνο και επέζησαν, είναι οι πρόγονοι των σημερινών Ρωσοπόντιων, που «επενδύουν» στη χώρα συναισθηματικά και ενισχύουν οικονομικά τους Έλληνες, απασχολώντας τους ως εργατικό προσωπικό στις διάφορες επιχειρήσεις τους.
Έφτασε ο καιρός λοιπόν να διαφυλάξουμε την ταυτότητά μας, έτσι απλά ως άνθρωποι, και όχι μόνο ως Πόντιοι, ως Θεσσαλοί ή ως Κρητικοί. Και σε πείσμα των καιρών, ας φροντίσουμε να κάνουμε τη ζωή μας λιγότερο ξένη, λιγότερο φορτική, λιγότερο άδεια. Τουλάχιστον μην την εξευτελίζουμε!
Αικατερίνη Γεωργιάδου,
Φιλόλογος, Πρόεδρος Ευξείνου Λέσχης Ν. Σερρών