Στο Χόλιγουντ, ο Τζακ Νίκολσον τον ακούει μια βραδιά και ενθουσιάζεται. Γίνονται φίλοι και ο ηθοποιός τον φιλοξενεί στο εξοχικό του. Εκεί γνωρίζει –μεταξύ άλλων– τον Μπομπ Ντίλαν, ο οποίος του προτείνει να συνεργαστούν δισκογραφικά. Εκείνη η συνεργασία δεν έγινε ποτέ, ωστόσο το 1967 θα βγάλει δίσκο με έναν από τους καλύτερους τζαζίστες, τον Φιλ Γουντς. Ο δίσκος λέγεται Greek Cooking και περιλαμβάνει κομμάτια από τον Ζορμπά του Μίκη Θεοδωράκη και τη μουσική από το φιλμ Σαμψών και Δαλιδά. Σε Αμερική, Γερμανία και Ολλανδία θα κυκλοφορήσει συνολικά οκτώ δίσκους, οι οποίοι περιλαμβάνουν τις ζωντανές του εμφανίσεις.
Αυτή είναι μόνο μια μικρή πτυχή της ζωής του Ιορδάνη Τσομίδη, του «ωραίου του μπουζουκιού», του γοητευτικά ιδιόρρυθμου. Γεννιέται το 1933 στην Κοκκινιά από γονείς πρόσφυγες από τη Σαμψούντα. Αφήνει την τελευταία του πνοή από ανακοπή καρδιάς την 1η Μαρτίου 2006, σε ηλικία 73 ετών. «Έχω περάσει μια ζωή όπως την ήθελα. Όσα έρθουν κι όσα πάνε. Ας είναι καλά το μπουζούκι μου», είναι μια από τις φράσεις που συνήθιζε να λέει.
Θα μείνει στην ιστορία για τα ταξίμια του, τα οποία είναι κυριολεκτικά ανεπανάληπτα. «Μπορεί να παίξει μισή ώρα ταξίμι χωρίς να επαναλάβει ούτε μία φράση, χωρίς να αντιγράψει ούτε μία πενιά», είχε πει ο οργανοποιός και φίλος του, Παναγιώτης Βαρλάς.
«Μικρός ήθελα να γίνω αεροπόρος για να γυρίσω όλον τον κόσμο. Το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα. Με μόνη διαφορά ότι γύρισα τον κόσμο όχι ως αεροπόρος, αλλά ως μουσικός».
Ο Ιορδάνης Τσομίδης ήταν ένα παιδί-θαύμα με ταλέντο στη μουσική. Στα 12 μαθαίνει μόνος του μπουζούκι και βιολί, και ένα χρόνο αργότερα «άρχισε να παραδίδει μαθήματα σε πιτσιρικάδες». Όταν δεν δουλεύει στο τσαγκαράδικο του πατέρα του, και όταν δεν παίζει μπουζούκι, ασχολείται με τον αθλητισμό· στα 18 του παίρνει την πρώτη θέση στα 5.000 μέτρα στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Εφήβων. Για χαρτζιλίκι παίζει σε ταβέρνες της Κοκκινιάς, ενώ η πρώτη επίσημη δουλειά του είναι στην ταβέρνα «Φοίνικες» στον Κορυδαλλό.
Το 1957 το σκάει από το σπίτι και πηγαίνει στον Βόλο. Λίγους μήνες αργότερα φεύγει για Αμερική. Για περίπου 15 χρόνια θα εμφανίζεται σε κέντρα των Ελλήνων ομογενών, αρχικά, και αργότερα σε κρουαζιερόπλοια και καζίνο. Το 1974 εγκαταλείπει διάσημους φίλους και καριέρα και επιστρέφει στην Ελλάδα, αλλά συνεχίζει να περιοδεύει σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
«Αγαπώ την Κοκκινιά, τη γειτονιά όπου γεννήθηκα. Αγαπώ την Αθήνα, την Ελλάδα. Είμαι όμως θιασώτης του απάτριδος ιδεώδους. Γι’ αυτό όπου πήγαινα, σκάλωνα. Έμενα πολύ σε ξένους τόπους».
Στα νυχτερινά μαγαζιά όπου εμφανίζεται επιβάλλει τους δικούς του όρους. Ο μποέμ ρεμπέτης προτιμά τα μικρότερα κέντρα, όπου το μπουζούκι έχει τον κυρίαρχο ρόλο. Οι αυτοσχεδιασμοί του δεν είναι μόνο μουσική άποψη, είναι στάση ζωής. «Το πρόγραμμα που έβγαζε δεν είχε πρόγραμμα, γιατί αφηνόταν στη διάθεση της βραδιάς», σημειώνει ο Γρηγόρης Φαληρέας.
Ο Τζόρνταν, όπως τον ήξεραν στο εξωτερικό, ανέβαινε στο πάλκο για να παίξει μόνο όταν είχε διάθεση. Συνήθως αυτό συνέβαινε μετά τις 2 τα ξημερώματα. Άλλοτε πάλι, μια γυναίκα σε κάποιο από τα τραπέζια μπορεί να ήταν πηγή έμπνευσης, όπως είχε εκμυστηρευτεί σε έναν φανατικό θαυμαστή του.
«Δουλεύω όποτε μου γουστάρει και όπου θέλω. Είμαι μόνος και ήσυχος», είχε κάποτε δηλώσει. Λίγο πριν από το θάνατό του, ένας από τους καλύτερους μπουζουξήδες των πάλκων, εμφανιζόταν σποραδικά σε μαγαζιά στη Χαλκίδα. Η φράση του ενθομουσικολόγου Λάμπρου Λιάβα περιλαμβάνει όλη την πορεία του Ιορδάνη Τσομίδη στο ρεμπέτικο: «Παίξιμο εκφραστικό, χωρίς η δεξιοτεχνία να γίνεται αυτοσκοπός, τραγούδι δυνατό και αφτιασίδωτο που φανερώνει με περηφάνεια, αλλά χωρίς έπαρση, τα όσα έχει περάσει».