Μέρες γιορτής με την έλευση του νέου έτους, και δεν μπορούμε παρά να θυμόμαστε όλους εκείνους που διωγμένοι ή ξεριζωμένοι, ή απλά γεννημένοι σε άλλους τόπους πέραν της ελληνικής επικράτειας, εξακολουθούν να φυλάττουν Θερμοπύλας ακόμα κι αν κάποτε απογοητεύονται από την ερημία στην οποία έχουν καταδικαστεί τόποι που άλλοτε ήταν ζωντανοί από την ελληνική λαλιά, τα ήθη και τα έθιμα. Μια τέτοια περίπτωση θα θυμηθούμε. Αυτήν της γιαγιάς Ελένης, όπως καταγράφηκε πριν από δύο χρόνια στο περιοδικό Karabaş από τον Deniz Izgi.
Η γιαγιά Ελένη από το Κουρτουλούς περίμενε μάταια, παραμονή Πρωτοχρονιάς, να της πουν τα κάλαντα όπως χρόνια έκαμαν τα παιδιά των Ταταυλιανών επί χρόνια. Είχαν πια έλθει άλλες εποχές…
Ελένη
Γεννήθηκε το 1922 στην Κωνσταντινούπολη, στα Στενά, στο Αρναούτκιοϊ (Μέγα Ρεύμα). Πριν από 91 χρόνια. Ήταν τα δύσκολα χρόνια του κόσμου, τότε που γίνονταν οι λογαριασμοί και τα ξεκαθαρίσματα της χιλιετίας. Στην Ανατολή πόλεμος. Στα Βαλκάνια πόλεμος. Εξορίες και εκτοπισμοί. Και οι άνθρωποι, που δεν ήξεραν τίποτε για τα τεκταινόμενα, βρίσκονταν από τη μια μέρα στην άλλη ξεσπιτωμένοι, με όσα πράγματα μπορούσαν να κουβαλήσουν, από δω κι από κει, σαν μπάλες…
Το Αρναούτκιοϊ ή Μέγα Ρεύμα, όπου γεννήθηκε η γιαγιά Ελένη
Οι συγγενείς της Ελένης ήταν Τραπεζούντιοι. Ο τόπος τους κατακεκαυμένος. Εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Κάποιοι από αυτούς σφάχτηκαν στο δρόμο. Κάποιοι πέθαναν από φυματίωση και άλλες ασθένειες. Όσοι μπόρεσαν με κόπους και βασάνους να φθάσουν στην Αθήνα, ήταν σε τραγική κατάσταση. Τα σπίτια τους, το βιος τους, οι μνήμες τους, έμειναν πίσω. Όλα τώρα τους φαίνονταν ξένα, ξένα…
Η Ελένη μένει εδώ. Εδώ ολοκληρώνει μια ζωή. Τα μάτια της είναι κουρασμένα και οργισμένα, σαστισμένα. Και πάντα μέσα της η ίδια ελπίδα. «Κι αυτό θα περάσει».
Το Κουρτουλούς (Ταταύλα), η γειτονιά της Ελένης όπου περίμενε να ακούσει τα κάλαντα
Η Ελένη χθες το βράδυ ήταν μόνη της στο σπίτι της. Έβαλε το τσουρέκι της, με μυρουδιά μαστίχας, πάνω στο τραπέζι. Άναψε κι ένα κερί. Μετά έκανε και την προσευχή της. Μέσα του έβαλε κι ένα νόμισμα. Κι έκοψε το τσουρέκι με το μαχαίρι σε ίσα κομμάτια – ένα για την Παναγία, ένα για το σπίτι και τα αγαθά του, ένα για τον εγγονό της στην Αμερική και ένα για τον εαυτό της…
Το δημοσίευμα για τη γιαγιά Ελένη
Το νόμισμα που ήταν στην πίτα έπεσε στο κομμάτι του σπιτιού. «Αυτό θα πει ότι και φέτος είμαι σ’ αυτό το σπίτι. Δεν θα πάω πουθενά», είπε μονολογώντας και χάρηκε η Ελένη… Κι άρχισε να περιμένει να χτυπήσει η πόρτα. Κάθε χρόνο μια ομάδα 3-4 παιδιών, από τους συλλόγους της εκκλησίας, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, γυρνούσε τα σπίτια και έλεγε τα κάλαντα… Ήταν η τελευταία επιθυμία της Ελένης. Όμως δεν ήλθε κανείς… Η Ελένη αποκοιμήθηκε…
Ξημέρωσε. Και το νέο έτος τη βρήκε μόνη, κατάμονη, σε μια πόλη είκοσι εκατομμυρίων ανθρώπων.
Η Ελένη ήταν σε προχωρημένη ηλικία. Οι ηλικιωμένοι αναπολούν με ενάργεια παιδικά χρόνια και αναμνήσεις, ενώ οι πρόσφατες μνήμες στέκουν μακριά…
Η Ελένη νομίζει ότι η Μαρία, ο Γιώργος, η Δάφνη, ο Θοδωρής, η Κατίνα, ο Μιχάλης, η Ευτέρπη, ο Χρήστος, νομίζει ότι όλοι αυτοί ακόμα ζουν σ’ αυτήν την πόλη. Και θυμώνει γιατί δεν έρχονται να την επισκεφθούν. Και η Ελένη δεν γνωρίζει ότι σ’ αυτήν την πόλη κανείς δεν ξέρει τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς…