O Άγιος Βασίλειος, όπως τον παρουσιάζει ο φιλόλογος Θοδωρής Κοντάρας, είναι ένας πνευματώδης άνθρωπος, ένας από τους σημαντικότερους θεολόγους του Χριστιανισμού και μελετητής της κλασικής φιλοσοφίας:
Ο δικός μας Άη Βασίλης είναι ένας μελαχρινός σαραντάρης Μικρασιάτης, ντυμένος με το τριμμένο μαύρο ράσο του ασκητή, λιπόσαρκος από τη νηστεία, μια τέλεια πνευματική μορφή γεμάτη ύψιστη φιλανθρωπία, που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το χοντρομπαλούδικο κοκκινοφορεμένο γεροντάκι της κατανάλωσης και του εμπορίου, τον καρναβαλικό Σάντα Κλάους της Βόρειας Ευρώπης. Ο δικός μας δεν μπαίνει στα σπίτια από τις καμινάδες, σαν το ξωτικό, ούτε τρέχει στους πάγους της Αρκτικής, σαν Λάπωνας με τους ταράνδους του, ούτε δέχεται, σαν πλούσιος Αμερικάνος θείος, τα γράμματα των παιδιών κι αφήνει δώρα σε κάλτσες κι έλατα.
Είναι ο κορυφαίος πνευματικός αστέρας της Ανατολής, ο μέγας Έλληνας από την Καππαδοκία, που εισακούει τις παρακλήσεις μικρών και μεγάλων και φέρνει την ευτυχία και την αφθονία στον απλό άνθρωπο, τον αληθινά πιστό.
«Το της Καισαρείας ιερόν βλάστημα» είναι ο κατεξοχήν φιλάνθρωπος άγιος της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό ο ελληνικός λαός τον λάτρεψε όσο λίγους αγίους, πίστεψε πως ο Άης Βασίλης γυρνά ουλοτρόυρα τη γης, νιώθει τις ανάγκες κάθε ανθρώπου και ευλογεί κάθε σπιτικό. Τον ύμνησε με τρόπο εξόχως ποιητικό, όπως στα ακόλουθα ερυθραιώτικα κάλαντα, όπου αναφέρεται η ενασχόληση του Αγίου με τα γράμματα. Ας μη λησμονούμε ότι ο Μ. Βασίλειος ήταν από τους μεγίστους Πατέρες της Εκκλησίας, λάτρης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Μέσα από ωραίους συμβολισμούς, παραβολές κι αλληγορίες, έρχεται η αναγέννηση. Ο αμόρφωτος άνθρωπος (κούτσουρο, ξύλο απελέκητο, ξερό δεντρί) γίνεται ξαφνικά, με την ευλογία του Αγίου, πηγή ζωής και πνεύματος, μεταμορφώνεται σε βρύση της γνώσης και «περιστερά σοφίας».
– Βασίλη, πούθεν έρκεσαι… και πούθε κατεβαίνεις;
– Από της μάνας μ’ έρκομαι…και στου κιουρού μου πάω.
– Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις…κάτσε να τραγουδήσεις.
– Εγώ γράμματα μάθαινα… τραγούδια δεν ηξέρω.
– Και σαν ηξέρεις γράμματα…’πέ μας την αρφαβήτα.
Και στο ραβδί τ’ ακούμπησε…κι είπε την αρφαβήτα.
Και το ραβδί ’τανε ξερό, αμέσως ήτρεξε νερό,
χλωρά βλαστάρια ’πέτα – ροδοκόκκινη βιολέτα.
Κι απάνω στα βλαστάρια του και στα περικλωνάρια του
πέρδικες κελαηδούσαν…
Δεν ήσαν μόνο πέρδικες… μόν’ και περιστεράκια…
και λούζαν τον αφέντη ντως, το ρήγα, το λεβέντη ντως,
τον πολυχρονισμένο και στον κόσμο φουμισμένο.
(Αλάτσατα)
- Θοδωρής Κοντάρας, «Οι γιορτές του Δωδεκάμερου στην Ερυθραία της Ιωνίας», εφ. Η Νέα Ερυθραία, 30/12/2011.