Παραδόσεις και έθιμα που έρχονται από το βάθος του χρόνου, με ρίζες ή επιρροές από την Αρχαιότητα, τη θρησκεία και την ιστορία ενός τόπου μακρινού, έφεραν μαζί οι πρόσφυγες του 1924 από τη Καισάρεια της Καππαδοκίας στη νέα τους πατρίδα, τη Νεοκαισάρεια Ιωαννίνων.
Οι πρόσφυγες, άνθρωποι με μεγάλη πίστη, είχαν πρώτη προτεραιότητα να χτίσουν ένα ναό αφιερωμένο στον «δικό τους Άγιο», τον επίσκοπο Καισαρείας Μέγα Βασίλειο.
Από τα πρώτα Χριστούγεννα της εγκατάστασης έως σήμερα, οι κάτοικοι της Νεοκαισάρειας στήνουν στην πλατεία του χωριού δύο καλύβες. Η πρώτη είναι αφιερωμένη στη γέννηση του θείου βρέφους. Η δεύτερη είναι αφιερωμένη στον άγιο της Πρωτοχρονιάς, τον Μέγα Βασίλειο.
«Για να μας θυμίζει ότι έρχεται από την Καισάρεια –όπως λένε τα κάλαντά μας–, κρατάει πένα, χαρτί και βιβλία, είναι φιλάνθρωπος, φοράει μόνο το ράσο του, χωρίς να σέρνουν το έλκηθρο τάρανδοι και ελάφια», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρόεδρος του Μικρασιατικού Συλλόγου Νεοκαισάρειας Ιωαννίνων Αναστασία Παπάζογλου.
Πιστή στην παράδοση, η κάθε οικογένεια στην Νεοκαισάρεια τηρεί με ευλάβεια τα έθιμα της πατρίδας. Τις ημέρες των γιορτών, γλυκά και φαγητά έχουν το δικό τους συμβολισμό.
Το χερσέ (σιτάρι μαζί με κοτόπουλο) οι πρόσφυγες το θεωρούν φαγητό ευλογημένο από την Παναγιά. Οι νοικοκυρές μαγειρεύουν το χερσέ την παραμονή των Χριστουγέννων· προτού σερβίρουν την οικογένειά τους, πηγαίνουν πιάτα με φαγητό στους γείτονες. Το σιτάρι (τροφή για τα ζώα) και το κοτόπουλο (τροφή για τους ανθρώπους) συμβολίζουν την επάρκεια των αγαθών στο κάθε σπίτι. Σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία βρήκε τη συγκεκριμένη τροφή κοντά στη φάτνη, ταΐστηκε και τάισε. Γι’ αυτό είναι το ευλογημένο φαγητό των Καππαδόκων, γι’ αυτό και το μοιράζουν.
Εδέσματα των γιορτών, που δεν λείπουν από κανένα σπίτι, είναι ο κετές και το σινί. Το σινί γίνεται με χειροποίητο φύλλο, καρύδια και καμένο αλεύρι. Ο κετές είναι ένα είδος άγλυκου κουραμπιέ ή μπουγάτσας – το μυστικό του βρίσκεται στο βούτυρο και στο καμένο αλεύρι.
Οι νοικοκυρές έφτιαχναν κετέδες και το Πάσχα. Συνήθιζαν επίσης να τους σερβίρουν σε γάμους και αρραβώνες
Ο καϊγκανάς, μια παραλλαγή ομελέτας με αυγά, αλεύρι και μέλι (το φούστορον των Ποντίων) θεωρούνταν φαγητό του γάμου και των γεννήσεων. Την ημέρα του γάμου τάιζαν με τη συγκεκριμένη ομελέτα τον γαμπρό, ενώ το ίδιο φαγητό έστελναν σε φίλους και συγγενείς για να γνωστοποιήσουν τη γέννηση των παιδιών. Στην Καππαδοκία, καϊγκανά ετοίμαζαν την επόμενη μέρα των Χριστουγέννων σε ανάμνηση της λεχώνας Παναγίας.
Η μαγείρισσα Σούλα Μπόζη αναφέρει ότι ένα άλλο γιορτινό φαγητό ήταν ο «ντολμάς του Αϊ-Βασίλη». Γέμιζαν ένα ολόκληρο αρνί, ή μόνο τα δύο πλευρά του, με ρύζι ή πλιγούρι, με κρεμμύδια, φουντούκια, καρυδόψιχα, σταφίδες και μπαχαρικά. Το έραβαν και το έψηναν όρθιο και σκεπασμένο μέσα στο ταντούρι, από το βράδυ έως το πρωί της επόμενης μέρας. Το ρύζι και οι ξηροί καρποί της γέμισης συμβόλιζαν την προσδοκία για αφθονία (μπερεκέτι).
Η βασιλόπιτα είναι συνδεδεμένη με την Καισάρεια
Από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι που στρώνεται στη Νεοκαισάρεια Ιωαννίνων δεν λείπει η βασιλόπιτα, η «ιστορία» της οποίας είναι συνδεδεμένη και την Καισάρεια.
Η παράδοση λέει ότι όταν ξεκίνησαν οι διωγμοί των χριστιανών επί του Επισκόπου Βασιλείου, για να σώσουν την πόλη τους μάζεψαν χρυσαφικά με σκοπό να τα προσφέρουν ως αντάλλαγμα.
Όταν ο τύραννος ηγεμόνας και οι στρατιώτες του λεηλατούσαν την Καισάρεια, μια μεγάλη λάμψη στον ουρανό και ένα χρυσός καβαλάρης, ο μάρτυρας Άγιος Μερκούριος, τους αφάνισε και σταμάτησε την καταστροφή. Έτσι, τα χρυσαφικά που είχαν συγκεντρωθεί έπρεπε να επιστραφούν στους χριστιανούς της πόλης.
Επειδή ήταν πολύ δύσκολο να γίνει δίκαιη επιστροφή, ο Επίσκοπος Βασίλειος πρότεινε να ζυμώσουν οι γυναίκες μικρές πίτες μέσα στις οποίες τοποθέτησε ένα χρυσαφικό και τις μοίρασε στους πιστούς. Ως εκ θαύματος ο καθένας βρήκε μέσα στην πίτα ό,τι ήταν δικό του. Από τότε η βασιλόπιτα με το «φλουρί» συμβολίζει τη χαρά, τη δικαιοσύνη και την ηρεμία στο κάθε σπίτι.