Το 2014, που συμπληρώνονταν εκατό χρόνια από την τέλεση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, σύμφωνα με πληροφορίες που έχουμε από πηγές μας στις Βρυξέλλες και αλλού, το τουρκικό κράτος ξόδεψε το ποσό των πέντε δισεκατομμυρίων δολαρίων για να εξουδετερώσει τις προσπάθειες των ανά των κόσμο αρμενικών κοινοτήτων για τη διεθνοποίηση και την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν οι Αρμένιοι από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς.
Κατά τον ίδιο τρόπο, το τουρκικό κράτος ξοδεύει κατ’ έτος πολλά δισεκατομμύρια δολάρια επί δεκαετίες για να εξουδετερώνει όλες τις ενέργειες που κινούνται στην κατεύθυνση της διεθνοποίησης της Γενοκτονίας, ενώ χρηματοδοτεί γενναία έδρες τουρκικών σπουδών ανά τον κόσμο για να περνούν οι τουρκικές θέσεις στις ακαδημαϊκές κοινότητες, και δι’ αυτών στα πολιτικά συστήματα της κάθε χώρας.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 2012, όταν ήταν στην επικαιρότητα το θέμα της ποινικοποίησης της άρνησης της Γενοκτονίας των Αρμενίων στη Γαλλία, εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι οι πρόεδροι της Ένωσης Τούρκων Βιομηχάνων και διαφόρων εμπορικών επιμελητηρίων μεγαλουπόλεων της Τουρκίας, και μοιράζοντας εκατοντάδες εκατομμύρια, επηρέασαν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας και κατάφεραν τελικά να μην εγκριθεί ο νόμος, παρότι είχε ψηφιστεί από τη Βουλή και τη Γερουσία. Τότε το τουρκικό βαθύ κράτος είχε κινητοποιήσει εκατοντάδες συλλόγους από την Ευρώπη, που χρηματοδοτούνται και ελέγχονται από τη ΜΙΤ και την πανίσχυρη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, οι οποίοι με τη σειρά τους κινητοποίησαν περίπου 40.000 μέλη τους και Γκρίζους Λύκους από όλες τις χώρες της Ευρώπης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι για αρκετές μέρες και άσκησαν πίεση στη γαλλική κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο, πετυχαίνοντας τελικά το στόχο τους.
Όποιος έστω και εκ του μακρόθεν παρακολουθεί το συγκεκριμένο ζήτημα, γνωρίζει ότι η αποτροπή της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολίας –ήτοι των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων– από τη διεθνή κοινότητα αποτελεί μόνιμο και πρωταρχικό στόχο του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών και της διπλωματίας της Άγκυρας.
Απόδειξη τούτου είναι οι έντονες και σκληρές αντιδράσεις του τουρκικού κράτους σε περιπτώσεις που κάποιες χώρες αναγνωρίζουν την Γενοκτονία των Αρμενίων, αλλά και των Ελλήνων.
Τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, οι τουρκικές κυβερνήσεις ανακαλούν τους πρέσβεις τους από τις χώρες που αναγνωρίζουν τη Γενοκτονία, ενώ εφαρμόζουν ακόμα και εμπάργκο, πλήττοντας οικονομικά τις χώρες αυτές και δείχνοντας στις υποψήφιες προς αναγνώρισης της Γενοκτονίας χώρες ποια είναι τα αντίποινα που τους περιμένουν.
Τέλος, δεν υπάρχει δημοσιογράφος, αρθρογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης στην Ελλάδα, που δεν γνωρίζει τις προσπάθειες, τους εκβιασμούς και τα διαβήματα που έκανε και συνεχίζει να κάνει η Τουρκία στις ελληνικές κυβερνήσεις για να ακυρώσει στην πράξη τούς νόμους που ψηφίστηκαν το 1994 και το 1997, με τους οποίους αναγνωρίστηκαν η 19η Μαΐου και η 14η Σεπτεμβρίου ως ημέρες μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Προτελευταία απόπειρα ακύρωσης στην πράξη των ως άνω νόμων, ήταν τα αλλεπάλληλα διαβήματα που έκαναν οι Τούρκοι στις ελληνικές κυβερνήσεις όταν οι υπουργοί Δικαιοσύνης Καστανίδης, Ρουπακιώτης και Αθανασίου θέλησαν να φέρουν προς ψήφιση το λεγόμενο Αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Η πιεστική απαίτηση των Τούρκων να μην συμπεριληφθεί σ’ αυτό η ποινικοποίηση των γενοκτονιών που ψηφίστηκαν από το ελληνικό Κοινοβούλιο, έκαναν το νομοσχέδιο στην κυριολεξία… λάστιχο.
Η τελευταία περιπέτεια ήταν πέρυσι το καλοκαίρι, όταν το νομοσχέδιο πηγαινοήλθε τρεις τέσσερις φορές, ακριβώς για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
Μάλιστα, σε ένα πηγαινέλα, βουλευτής κόμματος της ελληνικής Βουλής, τον Μάιο του 2013, ενημέρωσε προσωπικά τον Τούρκο πρέσβη ότι στο προσχέδιο συμπεριλαμβανόταν η ποινικοποίηση της Γενοκτονίας των Ελλήνων και των Αρμενίων και του ζητούσε να παρέμβει στην ελληνική κυβέρνηση για να το αποτρέψει. Λίγες μέρες μετά η κ. Ρεπούση έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το περιβόητο μήνυμα στους συντρόφους του ΣΥΡΙΖΑ, ενημερώνοντάς τους για τον κίνδυνο να περάσει αυτή η «προβληματική διάταξη» –όπως χαρακτήριζε την συμπερίληψη της ποινικοποίησης της Γενοκτονίας των Ελλήνων στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο–, ζητώντας από τον καθένα να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αποτραπεί κάτι τέτοιο.
Τελικά, τον Αύγουστο του 2014, η κυβέρνηση Σαμαρά είχε υποκύψει στις έσωθεν και έξωθεν πιέσεις και έφθασε στο σημείο να καταθέσει το νομοσχέδιο καταπώς το ήθελαν ο Τούρκος πρέσβης, η κ. Ρεπούση και οι συντροφοί της στον ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στους οποίους, όπως αποδείχτηκε, και ο κ. Φίλης.
Τότε χρειάστηκε η καθοριστική παρέμβαση των 38 βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι, με πρωτοβουλία του Σάββα Αναστασιάδη, απείλησαν την κυβέρνηση με πτώση αν δεν συμπεριλαμβάνονταν οι γενοκτονίες που ψηφίστηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων.
Λίγες μέρες μετά, ο κ. Φίλης έγραψε το κατάπτυστο και υβριστικό άρθρο στην Αυγή, με το οποίο κατηγορούσε τους 37 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας για την πατριωτική τους πράξη.
Φέτος, πολύ απλά, ολοκληρώνει το έργο του ο κ. Φίλης, με την ανοχή του Τσίπρα, του ΣΥΡΙΖΑ, και δυστυχώς των ΑΝΕΛ.
Κλείνοντας, να σημειώσουμε το εξής. Ο κ. Φίλης προκάλεσε τεράστια εθνική ζημιά. Αν συνεχίσει να είναι στην κυβέρνηση, η ζημιά θα μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και θα οδηγηθούμε στην ακύρωση όχι μόνο του Αντιρατσιστικού, αλλά και των νόμων με τους οποίους αναγνωρίστηκαν οι γενοκτονίες. Αυτός είναι ο στόχος.
Και αν γίνει αυτό, είναι σαν να χάνουμε εθνικό έδαφος. Τόσο απλά.