Προβάλλοντας τα οφέλη της παραδοσιακής μεσογειακής διατροφής, η πατρίδα της παντσέτας και της μορταδέλας καλεί τους καταναλωτές να μην υποκύψουν στην… προσουτοφοβία μετά την προειδοποίηση της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας ότι τα επεξεργασμένα κρέατα μπορεί να προκαλούν καρκίνο.
Οι ιταλικές εταιρείες τροφίμων και αγροτικών προϊόντων αντέδρασαν με αγανάκτηση στην έκθεση της ΠΟΥ που έθεσε τα αλλαντικά, όπως το ζαμπόν, τα λουκάνικα και το σαλάμι, στην ίδια κατηγορία με τον καπνό και τον αμίαντο, στη λίστα των καρκινογόνων ουσιών.
«Όχι στην τρομοκρατία του κρέατος, τα ιταλικά προϊόντα είναι τα υγιεινότερα» τονίζει σε ανακοίνωσή της η αγροτική ένωση Coldiretti.
Αποδίδει μάλιστα στην ιταλική διατροφή το υψηλό προσδόκιμο ζωής των κατοίκων της Ιταλίας: 80 χρόνια για τους άνδρες και 85 για τις γυναίκες.
Σύμφωνα με την ΠΟΥ, κάθε μερίδα 50 γραμμαρίων επεξεργασμένου κρέατος –συνήθως μοσχάρι ή χοιρινό καπνιστό ή παστό– αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου κατά 18%. Οι Ιταλοί, κατά μέσο όρο, τρώνε πολύ μικρότερη ποσότητα ημερησίως, περίπου 25 γραμμάρια σύμφωνα με την Εθνική Ένωση Κρεάτων και Αλλαντικών.
Η Coldiretti επεσήμανε επίσης μια πλευρά του ζητήματος που δεν σχετίζεται με την υγεία, το γεγονός δηλαδή ότι η βιομηχανία κρέατος στην Ιταλία παρέχει δουλειά σε 180.000 ανθρώπους και αποφέρει 32 δισεκατομμύρια ευρώ σε πωλήσεις ετησίως.
Η υπουργός Υγείας Μπεατρίτσε Λορεντσίν ανέφερε ότι η κυβέρνηση εξετάζει την έκθεση της ΠΟΥ αλλά τόνισε ότι οι καταναλωτές δεν θα πρέπει να φοβούνται τα ευρήματά της μελέτης, από την οποία διαπιστώθηκε ότι είναι «περιορισμένες οι ενδείξεις» ότι τα μη επεξεργασμένα κόκκινα κρέατα, το μοσχάρι, το αρνάκι και το χοιρινό, μπορεί να προκαλέσουν καρκίνο.
«Ανέκαθαν γνωρίζαμε ότι η υπερβολική κατανάλωση κόκκινου κρέατος κάνει κακό. Το μυστικό είναι η μεσογειακή διατροφή… θα πρέπει να τρώμε λίγο απ’ όλα», είπε η υπουργός.
Η έκθεση του ΠΟΥ βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα των περισσότερων ιταλικών εφημερίδων και θορύβησε τους παραγωγούς του ιταλικού προσούτο που θεωρείται λιχουδιά, είτε όταν σερβίρεται μόνο του είτε ως ορεκτικό πριν από το κυρίως πιάτο. «Μπορεί να υποστούμε οικονομικό πλήγμα» είπε ο Νίκολα Λεβόνι, η οικογενειακή επιχείρηση του οποίου παράγει ζαμπόν, σαλάμια και μορταδέλες στη βόρεια Ιταλία εδώ και τέσσερις γενιές.
Αντιστοίχως και στη Γερμανία σημειώθηκε ανάλογη κινητικότητα.
«Κανείς δεν πρέπει να φοβάται όταν τρώει ένα ψητό λουκάνικο», δήλωσε ο υπουργός Τροφίμων και Γεωργίας της Γερμανίας, Κρίστιαν Σμιτ, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τους καταναλωτές μετά τη δημοσιοποίηση της επίμαχης έκθεσης.
«Όπως πάντα, όλα είναι θέμα ποσότητας: η υπερβολική κατανάλωση οποιουδήποτε πράγματος είναι κακή για την υγεία», ανέφερε σε γραπτή ανακοίνωσή του ο υπουργός, φέρνοντας ως παράδειγμα τον ήλιο. Τα λουκάνικα και τα αλλαντικά χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης στη Γερμανία, ωστόσο η κατανάλωση κρέατος στη χώρα μειώθηκε το 2013 στα 60,3 κιλά ανά άτομο το χρόνο, από 61,3 κιλά που ήταν το 2010.
Η Γερμανία είναι επίσης σημαντικός παραγωγός κρέατος, με 8,8 εκατομμύρια τόνους το 2013, εκ των οποίων τα 5 εκατομμύρια τόνοι ήταν χοιρινό.