Ολοκληρώθηκε η πρώτη περίοδος του ανασκαφικού προγράμματος της Εφορείας Αρχαιοτήτων (ΕΦΑ) Κορινθίας στο Ασκληπιείο της Αρχαίας Φενεού, μέσα στο επιβλητικό ορεινό φυσικό περιβάλλον της τοπικής κοιλάδας.
Η κύρια φάση του ιερού τοποθετείται στο β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. Στο κεντρικό Δωμάτιο Β είχε αποκαλυφθεί ενεπίγραφο βάθρο, πάνω στο οποίο έστεκε σύνταγμα ακρόλιθων αγαλμάτων του Ασκληπιού και της Υγείας, που φιλοτεχνήθηκαν από τον Αθηναίο γλύπτη Άτταλο.
Στο Δωμάτιο Α αποκαλύφθηκε βάθρο στο οποίο αρχικά έστεκαν δύο χάλκινα αγάλματα που αντικαταστάθηκαν αργότερα από ένα λίθινο. Μπροστά στο βάθρο είχε τοποθετηθεί μαρμάρινη τράπεζα προσφορών με πόδια που απολήγουν σε λεοντοπόδαρα.
Το Δωμάτιο Γ παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς δεν διαθέτει κατώφλι εισόδου ή κάποια άλλη σχετική διαμόρφωση, αλλά αντίθετα στο βορειοανατολικό του άκρο σχηματίζεται παράθυρο. Έμπροσθεν των ανωτέρω δωματίων αναπτύσσεται περιστύλιο ιωνικού ρυθμού και υπαίθρια αυλή.
Κατά τη διάρκεια της φετινής ανασκαφικής περιόδου, διαπιστώθηκε ότι το περιστύλιο έχει κάτοψη σχήματος «Π» με μετακιόνιο διάστημα 2.30 μ.
Επιπλέον, επιβεβαιώθηκε η πορεία των τοίχων του περιστυλίου και της υπαίθριας αυλής και αποκαλύφθηκε ότι η είσοδος στο ιερό επιτυγχανόταν από τα ανατολικά μέσω ράμπας. Δευτερεύουσα είσοδος υπήρχε στα βόρεια, κατά μήκος του αντίστοιχου τοίχου της αυλής.
Από τη μέχρι στιγμής ανάλυση των δεδομένων της παλαιάς ανασκαφής, των δοκιμαστικών τομών και των καθαρισμών της ΕΦΑ Κορινθίας αλλά και της φετινής, πρώτης περιόδου της συστηματικής ανασκαφής, διαπιστώνονται στο Ασκληπιείο αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις.
Η αρχική φάση του ιερού, που ήταν πολύ μικρότερο σε μέγεθος, χρονολογείται στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. Η κύρια φάση του Ασκληπιείου (β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ.), χαρακτηρίζεται από την πλήρη ανακατασκευή της κεντρικής αίθουσας και την τοποθέτηση των λατρευτικών αγαλμάτων, τη λειτουργία του βορείου δωματίου ως εστιατορίου και την κατασκευή του ιωνικού περιστυλίου.
Το ιερό καταστράφηκε, πιθανώς από σεισμό, στο β΄ μισό του 1ου αι. μ.Χ. και όταν ανακατασκευάστηκε, μετατράπηκε σε χώρο αυτοκρατορικής λατρείας με επίκεντρο το βόρειο δωμάτιο, όπου τοποθετούνται δύο λατρευτικά αγάλματα αυτοκρατόρων και μαρμάρινη τράπεζα προσφορών.
Αξίζει ιδιαιτέρως να σημειωθεί, ότι η χρήση του χώρου ανιχνεύεται ήδη από τη Μεσοελλαδική και την Υστεροελλαδική περίοδο, ενώ κατά τη διάρκεια της παλαιάς ανασκαφής εντοπίστηκαν τμήματα κατασκευών που χρονολογούνται περί τα τέλη του 7ου-αρχές του 6ου αι. π.Χ.