Πρώτος από ολόκληρη την ελληνική ομάδα, κρατώντας στα χέρια του τη γαλανόλευκη, μπήκε στο στάδιο της Σμύρνης στο πλαίσιο των Βαλκανικών Αγώνων Βετεράνων του 2012 ο 90 ετών τότε Φώτης Πετρίδης, ο γηραιότερος αθλητής της συγκεκριμένης διοργάνωσης. Τα χειροκροτήματα από όλο το γήπεδο προς το πρόσωπό του –στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι θεατές ήταν Τούρκοι–, λες και αποτελούσαν τον προάγγελο ότι στη συγκεκριμένη διοργάνωση ο κυρ-Φώτης θα σαρώσει. Το τέλος της βρήκε τον Φώτη Πετρίδη με δύο χρυσά μετάλλια κρεμασμένα στο στήθος –στη σφαίρα και στο δίσκο–, την ψυχή του να ξεχειλίζει από συγκίνηση και χαρά και το βλέμμα του περήφανα καρφωμένο στη γαλανόλευκη που κυμάτιζε χάρη σε εκείνον στον υψηλότερο ιστό.
Μάλιστα, τα συγκεκριμένα μετάλλια δεν ήταν τα μόνα που κέρδισε σε Βαλκανιάδα βετεράνων ο κυρ-Φώτης. Είχαν προηγηθεί άλλα δύο χρυσά στα ίδια αγωνίσματα 24 χρόνια νωρίτερα, στους αγώνες της Κωνσταντινούπολης.
Ο μεγάλος όμως έρωτας του Φώτη Πετρίδη είναι το βάδισμα. Σήμερα, στα 93 χρόνια του, βαδίζει περίπου οκτώ χιλιόμετρα την ημέρα και ετοιμάζεται το Σάββατο 10 Οκτωβρίου να πάρει μέρος στον νυχτερινό ημιμαραθώνιο της Θεσσαλονίκης, μήκους 21.000 μέτρων. Πριν από δύο χρόνια ο κυρ-Φώτης πήρε μέρος στο δρόμο των 5.000 μέτρων στη Θεσσαλονίκη και πέρυσι σ’ αυτόν των 10.000 μέτρων. Όπως λέει του αρέσει να αγωνίζεται, για να παροτρύνει με το παράδειγμά του κι άλλους μεγάλους ή και μικρότερους σε ηλικία.
«Βάδιζα από παιδί»
Όπως είπε στο pontos-news.gr ο κυρ-Φώτης, από παιδί ακόμα του άρεσε πάρα πολύ να βαδίζει. Όταν έβρισκε παρέα, που είχε την ίδια αγάπη για το βάδισμα, ξεκινούσαν μαζί και περπατούσαν για ώρες. «Ξεκινούσα τη δουλειά μου στις 7:00 το πρωί στο Καυτανζόγλειο Στάδιο, αλλά πήγαινα από τις 6:00 κι έτρεχα, για να αθληθώ. Η γυμναστική και η άθληση με βοήθησαν να παραμένω… ακμαίος στην ηλικία μου. Δεν αισθάνομαι τα χρόνια μου. Όσο υπάρχω στη ζωή θα αθλούμαι, και θα φροντίσω να υπάρχω όσο περισσότερο γίνεται. Δεν ξέρω τι θα πει τσιγάρο και είμαι λιτοδίαιτος.
»Το πρωί ξυπνάω, μία ώρα περπατάω και μετά βάζω κάτι στο στόμα μου. Μόνο λίγο ουισκάκι πίνω, αφού, όπως μου είπαν φίλοι μου γιατροί, λειτουργεί ως τονωτικό. Αυτήν τη ζωή τη συνήθισα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής».
Όπως λέει, καθημερινά πηγαίνει στο Καυτανζόγλειο Στάδιο, κάνει έναν εξωτερικό γύρο (περίπου 750 μ.), στη συνέχεια περπατάει μέχρι το Μέγαρο Μουσικής και τερματίζει τη βόλτα του στην περιοχή των δικαστηρίων. Όλη αυτή η διαδρομή είναι μήκους περίπου 8 χλμ.
Από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας
Στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας, στις 14 Σεπτεμβρίου 1922, πρωτοείδε το φως αυτού του κόσμου ο Φώτης Πετρίδης. Λίγες μέρες αργότερα, στην αγκαλιά του πατέρα του –η μητέρα του είχε πεθάνει στη γέννα– πήρε το δρόμο της προσφυγιάς και του ξεριζωμού κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η οικογένεια κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου από μικρός ο κυρ-Φώτης έπιασε δουλειά στην οικοδομή.
Η μικρασιάτικη δεξιοτεχνία του αλλά και η επιμονή από την ποντιακή φλέβα του –Πόντιος ήταν ο πατέρας του πατέρα του– τον έκαναν να γίνει πολύ καλός τεχνίτης.
Στο νεότευκτο τότε Εθνικό Καυτανζόγλειο Στάδιο της Θεσσαλονίκης τον βρήκε να δουλεύει (τεχνίτης σε μια εργολαβία) η αυγή της έβδομης δεκαετίας του περασμένου αιώνα. «Η τότε διοίκηση του σταδίου είδε ότι τα χέρια μου πιάνουν και μου πρότεινε να πιάσω δουλειά ως συντηρητής του γηπέδου», λέει με το μυαλό του γεμάτο αναμνήσεις ο κυρ-Φώτης.
Σε αυτήν τη δουλειά έμεινε για 28 ολόκληρα χρόνια, και σε αυτό το διάστημα έκοβε το γρασίδι, έβαφε, φρεσκάριζε το ταρτάν, αριθμούσε τις πάλαι ποτέ περισσότερες από 44.000 θέσεις στις κερκίδες του γηπέδου, αλλά και εμψύχωνε τους αθλητές του στίβου στις προσπάθειές τους στις προπονήσεις. Τους προέτρεπε να πετύχουν μεγαλύτερες επιδόσεις κι εκείνοι τον λάτρευαν.
«Από μένα πέρασαν όλοι οι μεγάλοι Έλληνες αθλητές του στίβου. Ο δρομέας ταχύτητας και πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, ο εμποδιστής Θανάσης Μήλιος, ο επικοντιστής Χρήστος Παπανικολάου, η δισκοβόλος Τασούλα Κελεσίδου, η Βούλα Πατουλίδου [στη φωτ. αριστερά μαζί, στην επίσημη παρουσίαση του 4ου Ημιμαραθώνιου]. Η Βούλα με έχει σαν πατέρα της. Πήγα στην Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης μαζί της, για να την εμψυχώνω. Οι Ισπανοί με στραβοκοιτούσαν, επειδή φώναζα πάρα πολύ. Μεγάλη εμπειρία ήταν και η για πολλά χρόνια συναναστροφή μου με το μεγαλύτερο προπονητή στίβου στην Ελλάδα, τον Νίκο Ζαχαριάδη», λέει ο Φώτης Πετρίδης.
Όπως θυμάται, κούρευε μόνος του το χόρτο του γηπέδου, με μια χορτοκοπτική μηχανή την οποία δανειζόταν από τις γειτονικές εγκαταστάσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης.
«Αγαπούσα τη δουλειά μου και το στάδιο, κι έτσι έκανα πολύ καλή δουλειά. Μια φορά ο μεγάλος προπονητής ποδοσφαίρου του Ηρακλή, τη δεκαετία του ’80, ο Σίμονσον, μου είπε “Μαρακανά το έκανες το γήπεδο”. Το ταρτάν του σταδίου το είχε φτιάξει μια γαλλική εταιρία. Μετά από λίγα χρόνια το φρεσκάρισα μόνος μου και απόρησαν πώς το έκανα χωρίς μηχανήματα», θυμάται και χαμογελάει ο κυρ-Φώτης.
Το Καυτανζόγλειο Στάδιο σήμερα
Αντάρτης στην Εθνική Αντίσταση
Τις υπηρεσίες του στην πατρίδα παρείχε (εκτός από αθλητής) και ως στρατιώτης ο Φώτης Πετρίδης. Αντιμετώπισε τους Ιταλούς στα βουνά της Βορείου Ηπείρου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κι έφτασε στην Κορυτσά, από όπου ξεκίνησε η οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού. Στην Κατοχή για περίπου δύο χρόνια ήταν στην Εθνική Αντίσταση. Δρούσε ως σαμποτέρ, αλλά τον πρόδωσαν κάποιοι δωσίλογοι Έλληνες και τον έπιασαν οι Γερμανοί.
«Με καταδίκασαν εις θάνατον και για 14 μήνες έμεινα ως μελλοθάνατος στο Επταπύργιο. Μαζί με άλλους την κοπανήσαμε με το αυτοκίνητο των σκουπιδιών. Μπλεχτήκαμε μέσα στα σκουπίδια κι έτσι φύγαμε από το Επταπύργιο. Από τότε, στο τέλος του 1943, ανέβηκα ως αντάρτης στο βουνό», λέει για τη δύσκολη εκείνη εποχή ο Φώτης Πετρίδης.
Οι φυλακές Επταπυργίου
Αν και πήγε αρκετές φορές στην Τουρκία για αγώνες, δεν κατάφερε ποτέ να επισκεφτεί το σπίτι όπου γεννήθηκε, στο Ικόνιο. Θα ήθελε πολύ να πάει, αλλά όπως λέει δεν του το επέτρεψαν ποτέ η δουλειά και τα δύσκολα χρόνια που έζησε.
Στα 93 του χρόνια ο κυρ-Φώτης παραμένει γλεντζές. Με τις παρέες του συναντιέται, παίρνει το μπουζούκι και την κιθάρα του και μετατρέπεται στην ψυχή της παρέας. Συχνά πιάνει μικρασιάτικους ρυθμούς, ενίοτε και ποντιακούς. Στην ερώτηση πώς είναι δυνατό να παίζει ποντιακή μουσική με μπουζούκι, απαντά: «όλα είναι νότες – αρκεί να το νιώθεις».
Ρωμανός Κοντογιαννίδης