Ο Πάνος Μακρόπουλος επιβιβάστηκε στο πλοίο από το λιμάνι της κοσμοπολίτικης Σμύρνης το φθινόπωρο του 1919, με προορισμό την Μοζαμβίκη. Μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, το ταξίδι της μετανάστευσης από την Ελλάδα και τις παρακείμενες μικρασιατικές ακτές, με προορισμό την Μοζαμβίκη αλλά και τις άλλες χώρες της ανατολικής και νοτιοανατολικής Αφρικής, διαρκούσε συνήθως δύο με τρεις μήνες. Τα πλοία αναχωρούσαν συνήθως από τον Πειραιά ή την Κωνσταντινούπολη κι ύστερα από ένα κοπιαστικό ταξίδι 10-15 ημερών, έφταναν στην Αλεξάνδρεια.
Tην ιστορία του Πάνου Μακρόπουλου και των άλλων Ελλήνων που αποτόλμησαν αυτό το μακρινό ταξίδι καταγράφει ο ο ιστορικός-ερευνητής Αντώνης Χαλδαίος, στο τελευταίο βιβλίο του «Η ελληνική παροικία της Μοζαμβίκης».
«Ημέρα απαίσια! Το πλοίο πηγαίνει σαν κανένας ζαλισμένος μπεκρούλιακας. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, με το κεφάλι σαν μολύβι, μου είναι αδύνατο να σηκωθώ» γράφει στο ημερολόγιό του ο Πάνος Μακρόπουλος.
Όπως εξηγεί σε δηλώσεις του ο Αντώνης Χαλδαίος, το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Μοζαμβίκη ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και οι θαρραλέοι μετανάστες ήταν από τη Λήμνο, την Κάσο, τη Λακωνία, τη Λέσβο, την Κρήτη, αλλά και αρκετοί Αιγυπτιώτες. Οι λόγοι μπορεί να ήταν οικονομικοί, η ανεργία, η εξαθλίωση, η ισχνή γεωργική παραγωγή ή κοινωνικοί, όπως ο θεσμός της προίκας. Ακόμη, στις περιοχές που βρίσκονταν υπό οθωμανικό ζυγό, πολλοί έφευγαν για να γλιτώσουν την υποχρεωτική στράτευση.
Η ζωή που τους περίμενε δεν ήταν η καλύτερη. Οι Έλληνες μετανάστες έρχονταν αντιμέτωποι με τη ζέστη και την υγρασία της Μοζαμβίκης, αλλά και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στην Αφρική του 19ου αιώνα, οπότε και γίνονταν τα πρώτα βήματα για τη δημιουργία υποδομών.
Όμως, η μοίρα του Πάνου Μακρόπουλου δεν ήταν να παραμείνει εργάτης γης. Ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε καπνό στη Μοζαμβίκη και η προσπάθεια του στέφθηκε από επιτυχία. Τυποποίησε το προϊόν και έγινε ο ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης καπνοβιομηχανίας. Ο γιος του, χρόνια αργότερα, δραστηριοποιήθηκε στη βιομηχανία πλαστικών.
Αξιόλογη επιχειρηματική δράση ανέπτυξε και ο Μιχάλης Περαντωνάκης, που ήταν ο πρώτος που έφερε την μπίρα στη Μοζαμβίκη, τη «Λορεντίνα», η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα και παράγεται πλέον από πολυεθνική εταιρεία.
Πολλά μέλη της παροικίας δραστηριοποιήθηκαν στο χώρο της εστίασης, ανοίγοντας εστιατόρια, καφέ και αρτοποιεία, και έκαναν γνωστό το ψωμί στον ντόπιο πληθυσμό. Σημαντική ήταν και η παρουσία των Ελλήνων ψαράδων.
Tην περίοδο της ακμής της (μεταξύ 1930 και 1940) η ελληνική παροικία στη Μοζαμβίκη αριθμούσε περίπου 1.000 άτομα. Η πρώτη Ελληνική Κοινότητα ιδρύθηκε το 1909 στην Μπέιρα, ενώ στο Λορένζο Μάρκες λειτούργησε Ελληνικός Φιλανθρωπικός Σύνδεσμος, όπου κατέφευγαν τα μέλη της παροικίας που είχαν ανάγκη. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε γύρω στο 1960, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων για την απελευθέρωση από την πορτογαλική κατοχή. Το 1975, όταν η Μοζαμβίκη έγινε ανεξάρτητο κράτος, εθνικοποιήθηκαν οι επιχειρήσεις και οι περιουσίες πολλών Ελλήνων, με αποτέλεσμα τα περισσότερα μέλη της παροικίας να εγκαταλείψουν τη χώρα.