Μπορεί να μην είναι σε θέση να δώσουν μια επιστημονική εξήγηση αλλά ισχυρίζονται ότι οι πιο ισχυροί και με μεγαλύτερο εστιακό βάθος σεισμοί φαίνεται να επηρεάζονται από τις εποχές, καθώς συνήθως γίνονται μεταξύ Απριλίου-Οκτωβρίου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ζονγκγουέν Ζαν του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (Caltech) και τον Πίτερ Σίρερ του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας Scripps, μελέτησαν όλους τους σεισμούς μετά το 1900. Η σχετική δημοσίευση έγινε στο περιοδικό γεωφυσικής Geophysical Research Letters.
Από τους συνολικά 60 μεγάλους (άνω των 7 βαθμών) σεισμούς που έχουν συμβεί σε βάθος κάτω των 500 χλμ., οι περισσότεροι έγιναν την περίοδο Απριλίου-Οκτωβρίου. Ανάλογο εποχικό πρότυπο δεν φαίνεται να υπάρχει στους μικρότερους και πιο ρηχούς σεισμούς.
Η σύνδεση σεισμών-εποχών είναι μια θεωρία που είχε προταθεί πρώτη φορά τη δεκαετία του ’30.
Στην ανάλυση επισημαίνεται ότι η εποχικότητα είναι πιο ορατή σε μερικές περιοχές από ό,τι σε άλλες. Για παράδειγμα, στη σεισμογενή Ιαπωνία σχεδόν όλοι οι ισχυροί και σε βάθος σεισμοί συμβαίνουν μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου. «Από φυσική σκοπιά, η εποχικότητα δεν έχει νόημα», δήλωσε ο καθηγητής Ζαν υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει προφανής εξήγηση.
Μια πιθανή αιτία είναι στις δυνάμεις που δέχεται η Γη από τη βαρύτητα του Ήλιου ή λόγω της περιστροφής γύρω από τον άξονά του.
Οι δυνάμεις αυτές μπορεί να αυξομειώνονται ανάλογα με την εποχή του έτους. Όμως, είναι μικρές σε σχέση με τη βαρυτική επίδραση της Σελήνης πάνω στη Γη. Από την άλλη, σε βάθη 500-700 χλμ. οι θερμοκρασίες και οι πιέσεις είναι τόσο μεγάλες που τα πετρώματα θα έπρεπε να είναι τόσο μαλακά ώστε δεν θα ήταν καν πιθανό να υφίστανται ξαφνικά ρήγματα και να προκαλούνται σεισμοί.
Πολλοί είναι οι επιστήμονες που δεν έχουν πειστεί για την εποχικότητα των σεισμών, ενώ μετά τη δεκαετία του ’30 (οπότε και πρωτοεμφανίστηκε η θεωρία) νέα στοιχεία και στατιστικά δεδομένα είχαν αναιρέσει τον ισχυρισμό.