Η στιχουργία, η λαϊκή ποίηση, είναι ίδιο των ελληνικών κοινοτήτων. Οι Κρήτες, οι Κύπριοι, οι νησιώτες και οι Πόντιοι, στα χωριά, στο χωράφι, στο δάσος, στη βάρκα, στο ψάρεμα, στο λιβάδι και στα παρχάρια, έκαναν στίχους και τραγουδούσαν τον έρωτα, την ξενιτιά, τη φτώχια, την ορφάνια, τον ανθρώπινο πόνο…
Όσο αστικοποιείται ο πληθυσμός και όσο απομονώνεται ο άνθρωπος, εγκλωβισμένος στα μέσα της τεχνολογίας, αρχίζει σταδιακά να σβήνει και η λαϊκή ποίηση.
Στον Πόντο, ένας ελληνόφωνος από τα Σούρμενα που ζει αυθεντικά και βιώνει τον ζώντα πολιτισμό του Πόντου, πάνω στα παρχάρια, μας έστειλε έναν στίχο λαϊκό, γεμάτο νόημα, απλότητα και… υπονοούμενα! Τον μοιραζόμαστε μαζί σας, σαν μια σταγόνα υγρασίας σε ένα τοπίο όπου επικρατεί η ξηρασία, με την ελπίδα η αναγέννηση να έλθει και πάλι από τον ανάσπαλτο Πόντο.
To rdopanis (orak) koftero
İ’manas en muhtero
Porpatis meti manas
Ego ntoso na tero…
Το ρδοπάνι σ’ κοφτερό
και η μάνα σ’ μουχτερό,
πορπατείς με τη μάνα σ’
εγώ ντόσο να τερώ…
Το δρεπάνι σου είναι κοφτερό
και η μάνα σου άγρια σαν γουρούνα,
εσύ περπατάς δίπλα στη μάνα σου
εγώ πώς να ρίξω το βλέμμα μου πάνω σου;