«Η ιστορία η δική μου, της Σεβάς, Σεβάς Χανούμ, Σεβαστής Παπαδοπούλου: Ποντία είμαι. Από τον Εύξεινο Πόντο, από τη Σαμψούντα είμαι. Το γέννημά μου είναι Μακεδόνα. Μακεδόνα είμαι! Γεννήθηκα το 1931, ημέρα Τετάρτη, ανήμερα στα γενέθλια της Παναγίας 8 Σεπτεμβρίου, στις 9 το πρωί».
Βρισκόμαστε στο 1983 και η ντίβα, που από τα όσα επίθετα της είχαν χαρίσει εκείνη προτιμούσε το «αμαζόνα», διηγείται την ιστορία της ζωής της στο κασετοφωνάκι του Γιώργου Χρονά και από εκεί στην εκπομπή «Πρόσωπα» στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Την τελευταία της τηλεοπτική εμφάνιση θα την κάνει το 1988 στους ιστορικούς «Ρεπόρτερς».
Η Πόντια που γεννήθηκε στα Κοκκινόγεια Δράμας, στα 13 της το έσκαγε από το σπίτι της στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης και πήγαινε στα κέντρα της εποχής ζητώντας μόνο ένα πράγμα: να τραγουδήσει. Είναι η Σεβαστούλα, η μοσχαναθρεμμένη μέσα στα πεντόλιρα, τη χρυσή εγγλέζικη λίρα και το προπολεμικό χιλιάρικο, που πήγε μέχρι την Γ’ Δημοτικού και που ίσα-ίσα ήξερε να γράφει το όνομά της. Αυτή που δεν γνώρισε πείνα στην Κατοχή, και που έφαγε ξύλο με το τσουβάλι από τους δικούς της οι οποίοι προτιμούσαν να την παντρέψουν παρά να τη δουν τραγουδίστρια.
«Εγώ ήμουνα άτακτο από μικρό. Άτακτο λέγοντας, ζωηρό. Δηλαδή, έδειχνα ότι είμαι αμαζόνα. Έδειχνα την καταγωγή μου· ότι είμαι Πόντια!».
Πλάσμα με θράσος, πλάσμα πανέμορφο με μια κοτσίδα μαύρα μαλλιά, το 1949 κατεβαίνει στην Αθήνα. «Πρέπει να πας στην Αθήνα, εκεί θα γίνεις μεγάλη», της είχε πει ο Αττίκ. Έτσι, μια από τις ωραιότερες φωνές προσγειώνεται στη χρυσή εποχή του λαϊκού τραγουδιού, τη δεκαετία του ’50, συνεργάζεται με τους κορυφαίους καλλιτέχνες και δημιουργούς, στα καλύτερα νυχτερινά μαγαζιά της εποχής.
Η Σεβαστή γίνεται Σεβάς Χανούμ χάρη στον Τζίμη τον Χοντρό. Τουρκικά γνωρίζει από το σπίτι και η ιδέα είναι να κρύψει την καταγωγή της και να προσποιηθεί τη βέρα Πολίτισσα. Οι εξαιρετικές ερμηνείες της, αλλά και το μάρκετινγκ της εποχής, πείθουν το κοινό ότι πρόκειται για Τουρκάλα. «Η νέα ανακάλυψη της Σεβάς Χανούμ, η ωραία του Πέραν», έγραφαν οι ρεκλάμες στις εφημερίδες.
Τον πρώτο της δίσκο τον έκανε το 1950 συνοδεύοντας τον Τάκη Μπίνη στο τραγούδι «Όμορφη Πειραιώτισσα». Συνολικά, όμως, η παρουσία της στη δισκογραφία είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
«Με την ωραία φωνή της, τη μοναδική ομορφιά της και την εκρηκτική παρουσία της στο πάλκο δημιούργησε έναν θρύλο γύρω από το όνομά της, ολόκληρη τη δεκαετία του 1950 και μέχρι τα μισά της δεκαετίας του 1960», αναφέρει ο Κώστας Μπαλαχούτης στις δημοσιεύσεις του με τίτλο «Οι μεγάλοι του λαϊκού τραγουδιού».
Το ξύλο στη Μαρίκα Νίνου
Η συνεργασία της Σεβάς Χανούμ με το μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού» έληξε άδοξα λίγο πριν από το τέλος του 1951. Ο Βασίλης Τσιτσάνης και η Μαρίκα Νίνου επιστρέφουν από τουρνέ στην Κωνσταντινούπολη, και η τελευταία για να εμφανιστεί στο μαγαζί θέτει όρο να μην υπάρχει άλλη τραγουδίστρια δίπλα της.
«Θέλω να δείρω τη Μαρίκα Νίνου. Γιατί πήρε το ψωμί μου εμένανε», είπε η Σεβάς όταν της ανακοινώθηκε η λήξη της συνεργασίας.
Η ίδια διηγούνταν ότι για δυο-τρεις μέρες έψαχνε τη Νίνου στο «Μπαράκι του Μάριου», το θρυλικό καφενείο στην Ομόνοια. Τελικά, κάποιος θα την πάρει τηλέφωνο και θα της πει ότι η ανταγωνίστρια της είναι εκεί. «Γιατί μου το κάνατε αυτό;», τη ρωτάει μέσα σε ένα μαγαζί που δεν έπεφτε καρφίτσα.
Η συνέχεια του περιστατικού ήταν κάπως έτσι, σύμφωνα με τη Σεβάς: «Την έχω πιάσει από το μιζανπλί και αρχίζω από κάτω τις μπουνιές. “Μη, μη”, μου λένε όλοι».
«Στου Μάριου εχτύπησε το σήμα του κινδύνου / γιατί επλακωθήκανε η Σεβάς με τη Μαρίκα Νίνου! / Και είπε η Σεβάς στη Μαριώ / Κάτσε καλά Μαρία», έλεγε το στιχάκι που εμπνεύστηκε ο Μανώλης Χιώτης.
Σεβάς και Χιώτης θα συνεργαστούν το 1953 στη «Γωνιά της Αθήνας». Την ίδια χρονιά θα κάνουν μαζί δίσκο 78 στροφών στον οποίο περιλαμβάνεται το «Φτωχοκάλυβο».
«Στον Μανώλη το Χιώτη οφείλω την προσωπικότητά μου. Ευφυΐα με έλεγε», τόνιζε η Σεβάς και αποκάλυπτε ότι αν είχε δεχθεί την πρόταση γάμου θα ήταν η τέταρτη χήρα του!
Ο φλογερός έρωτας με τον Στέλιο Καζαντζίδη
Από τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη είναι ίσως η λιγότερο προβεβλημένη. Έφτασαν ένα βήμα πριν από το γάμο και έζησαν μαζί ένα χρόνο και κάτι, με έρωτα, με καβγάδες, με συνεργασίες σε Αθήνα, Δράμα, Καβάλα, αλλά με κανέναν κοινό δίσκο.
«Μην τυχόν και με ενοχλήσεις. Αν εσύ είσαι Ορντουλούς, εγώ είμαι Σαμψουνταία», δήλωνε ότι του είπε την ώρα του χωρισμού.
Στη συνέντευξη στον Γιώργο Χρονά εξηγούσε ότι μαζί του έζησε τις πιο ιδανικές στιγμές της ζωής της. Χωρίς να την κατηγορεί ευθέως, θεωρούσε ότι η κυρα-Γεσθημανή, η μάνα του Στέλιου, ήταν μια από τις αιτίες του χωρισμού.
«Εγώ ήμουν που πλούτισα τη φωνή του Καζαντζίδη. Πιάναμε αραβικούς σταθμούς στο ραδιόφωνο, άκουγε και ξεσήκωνε τους λαρυγγισμούς».
Δίνοντας τη δική του εκδοχή για τη σχέση τους ο Καζαντζίδης εξομολογείται στον Βασίλη Βασιλικό το 1980: «Αυτή που έπινε πάρα πολύ και που ήθελε οπωσδήποτε να με κάνει χασικλή ήταν η Σεβάς Χανούμ. Αυτής της φουκαριάρας της είχε γίνει πάθος. Δεν μπορούσε να τραγουδήσει αν δεν έπινε. Ενώ είχε ωραία φωνή και ήταν αρτίστα σπουδαία, νόμιζε ότι χωρίς αυτό το πράγμα δεν άξιζε τίποτα. Γι’ αυτό και δεν κράτησε πολύ η συνεργασία μου με τη Σεβάς Χανούμ. Είδα ότι θα με κατέστρεφε αν συνεχίζαμε».
Άρρωστη και πάμφτωχη
«Πλήρωνα τώρα τους μεγαλύτερους εραστές που είχα στη ζωή μου μέχρι που αρρώστησα: το τσιγάρο, τον καφέ και το ποτό», έλεγε στον Χρονά όταν τη συνάντησε το 1983 στο σπίτι της, στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης.
Προτού πάθει θρόμβωση στην καρδιά, το 1976, είχε καταφέρει και είχε κάνει πάταγο σε Νέα Υόρκη, Γερμανία και Λονδίνο.
«Έζησα τη ζωή. Τη χάρηκα. Ήπια ουίσκι και σαμπάνια που με κερνούσαν μέσα σε ποτήρια γεμάτα χρυσές λίρες!», διηγούνταν.
Η επόμενη διάγνωση είναι καρκίνος του οισοφάγου. Πουλάει ό,τι έχει και δεν έχει προκειμένου να εγχειριστεί στην Αγγλία. «Σαν ρεμπέτισσα είμαι ευτυχισμένη. Μόνο, δεν ήθελα να πεθάνω κοροϊδίστικα. Γι’ αυτό τα πούλησα όλα και πήγα να γίνω καλά», είναι το σκεπτικό της.
Στην πραγματικότητα δεν γίνεται ποτέ καλά αλλά δεν το βάζει κάτω. Ονειρεύεται να πιάσει το μικρόφωνο και να τραγουδήσει ξανά. «Εμείς οι Πόντιοι εύκολα δεν παραδινόμαστε», δηλώνει έστω και αν είναι υποχρεωμένη να τα βγάζει πέρα με επιδόματα και με τη βοήθεια της γειτονιάς.
Η Σεβάς Χανούμ τραγουδάει για τελευταία φορά μπροστά στο κοινό τον Απρίλιο του 1987 ντυμένη με ποντιακή φορεσιά, σε τιμητική συναυλία που διοργάνωσαν η Αδελφότητα Κρωμναίων Καλαμαριάς και η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης.
Τον Απρίλιο του 1990 πέφτει και χτυπά στο πεζοδρόμιο επιστρέφοντας σπίτι της από τον οδοντίατρο. «Τι τα ήθελε τα δόντια; Εκείνη πείστηκε ότι θα έβγαινε να ξανατραγουδήσει», είπαν στη γειτονιά της.
Σαράντα ημέρες θα μείνει διασωληνωμένη· θα αφήσει την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 18 Μαΐου. Στην κηδεία της ντίβας, που όπως έλεγε «αγαπήθηκε και χειροκροτήθηκε από τον κόσμο», θα πάνε μόνο τριάντα άτομα από τη γειτονιά της, δύο της ξαδέρφια και ο γιος του αδερφού της.
Στο νέο νεκροταφείο του Ευόσμου ένας απλός τάφος, ανάμεσα σε άλλους, γράφει «Σεβαστή Παπαδοπούλου 1931-1990».