«Ο κόσμος τα έχει χαμένα…». Αυτή είναι η επωδός στην ερώτηση, ανά τους καφενέδες στην Ελλάδα, για το αποτέλεσμα των επικείμενων εκλογών. Ο κόσμος πίστεψε στην υποτιθέμενη ειλικρίνεια της Αριστεράς και της έδωσε σημαντική κοινοβουλευτική δύναμη για να διαχειριστεί τις υποθέσεις του, σύμφωνα με τις εξαγγελίες και τις διαβεβαιώσεις της. Εισέπραξε την απογοήτευση.
Δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως το επιτελείο του κ. Τσίπρα ήταν τόσο αφελές ώστε να δίνει τόσες υποσχέσεις που ήταν αδύνατον να εκπληρωθούν. Ούτε ότι θα περίμενε να είναι στρωμένος με ρόδα ο δρόμος της άσκησης κυβερνητικής εξουσίας. Αν ήταν έτσι, ούτε η ΝΔ ούτε, πολύ περισσότερο, το ΠΑΣΟΚ θα διαλύονταν. Συνεπώς, κάτι άλλο συνέβαινε. Αν παρατηρήσει κανείς τις λεπτομέρειες της οκτάμηνης κυβερνητικής διαχείρισης δεν θα διαπιστώσει μόνο ότι δεν ασκήθηκε καμιά πολιτική και πουθενά, αλλά και ότι οι λεπτές αποχρώσεις της δυναμικής της ήταν ίδιες με των προηγούμενων διεφθαρμένων κυβερνήσεων. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Προφανώς, θα δικαιολογούνται με τη λογική του επαναστατικού σκοπού που αγιάζει τα μέσα.
Η χώρα και ο λαός της δεν ταλανίζονται μόνο από τις συνέπειες μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης της οποίας το τέλος δεν είναι ορατό στον ορίζοντα. Στα βάσανα της καθημερινής επιβίωσης ήρθε να προστεθεί και η παρωχημένη και αναχρονιστική ιδεοληψία μιας σειράς σεκτών και «αντιεξουσιαστικών» κινήσεων που αθροιζόμενες συγκροτούσαν σημαντικό μέρος του ΣΥΡΙΖΑ και οι οποίες βανδάλισαν πάνω στο κοινωνικό σώμα. Έκαναν το πείραμά τους, αλλά ο λογαριασμός, μαζί με τον άλλο, τον παλαιότερο, θα έρθει και θα πληρωθεί από έναν πολυβασανισμένο λαό. Άραγε, αυτό το κοινωνικό σώμα αντιλήφθηκε πού παγιδεύτηκε; Οι εκλογές θα δώσουν την απάντηση.
Τον πιο εύστοχο ορισμό της σέκτας τον δίνει ο Καστοριάδης στο βιβλίο του «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», και ταιριάζει απόλυτα με τις περίφημες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ.
«Μια σέκτα είναι μια ομάδα που υψώνει σε απόλυτο μια από τις πλευρές, τις όψεις ή τις φάσεις του κινήματος από το οποίο προέρχεται. Την καθιστά αλήθεια του δόγματος και απλώς εξαρτά από αυτήν τα πάντα. Και για να διατηρήσει την “πιστότητά της” σ’ αυτή την όψη, αποκόπτεται ριζικά από τον κόσμο και ζει στο εξής στον “δικό” της ξεχωριστό κόσμο. Η επίκληση του μαρξισμού επιτρέπει στις σέκτες να σκέπτονται και να παρουσιάζουν τον εαυτό τους σαν κάτι άλλο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα, δηλαδή σαν το μελλοντικό επαναστατικό κόμμα αυτού του προλεταριάτου στο οποίο δεν καταφέρνουν να ριζώσουν».
Ορισμένες από αυτές τις σέκτες επανήλθαν στην κοινωνική και πολιτική απομόνωσή τους, άλλες ακολούθησαν τον κ. Λαφαζάνη και μερικές –οι πλέον καιροσκοπικές– λαθροβιούν στον ΣΥΡΙΖΑ ελπίζοντας στα υψηλά αγαθά της συμμετοχής στο Κοινοβούλιο. Έτσι, για να αποκαλύπτεται και η πολιτική ηθική και αξιοπρέπειά τους την οποία κράδαιναν μέχρι σήμερα από την επομένη της Μεταπολίτευσης.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού, όμως. Μετά από μια οκτάμηνη ταλαιπωρία που έριξε τη χώρα πίσω στην προσπάθεια ανάκαμψης που κατέβαλε, ο κύριος κορμός του ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε τον κ. Τσίπρα και την στροφή του στον πραγματισμό. Τα πίστευαν – δεν τα πίστευαν αυτά που έλεγαν και υπόσχονταν, η άσκηση κυβερνητικής πολιτικής είναι μια πολύ δύσκολη, οδυνηρή και αναγκαστικά υπεύθυνη υπόθεση. Όσοι ακόμη πιστεύουν πως στην τραγωδία που βιώνουμε ως λαός υπάρχει ανώδυνη διέξοδος, ας αναρωτηθούν γιατί έκανε τη στροφή ο κ. Τσίπρας. Αναζήτησε ανά την υφήλιο στήριξη και εισέπραξε μόνο καλά λόγια και υποσχέσεις. Το είπε άλλωστε και ο ίδιος. Αν μπορούσα, είπε, να αρνηθώ τη συμφωνία, θα το έκανα και θα επέστρεφα ως ήρωας. Δεν την αρνήθηκε όμως, που σημαίνει πολλά – δεδομένου και του διαχρονικού ρητού «το χρήμα πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς».
Λάθη ή αναγκαστικές επιλογές λόγω του εγκλωβισμού του στον προεδρικό θύλακο από τις σέκτες που τον περιέβαλαν, ο κ. Τσίπρας ταλαιπώρησε τη χώρα και το λαό, διέλυσε το κόμμα του, απογοήτευσε την κοινωνία και βρίσκεται τώρα σε σημείο να κινδυνεύει να απωλέσει την εξουσία. Οι μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις δεν θεωρούν δεδομένη την επικράτησή του στις επερχόμενες εκλογές.
Φαίνεται όμως πως δεν διδάχθηκε από τον σύντομο πρωθυπουργικό βίο και δεν συνειδητοποίησε τις ευθύνες του.
Διακηρύσσει πως αν δεν πετύχει το εκλογικό αποτέλεσμα που επιθυμεί δεν θα συμμετάσχει στον σχηματισμό κυβέρνησης. Και πολλοί αναρωτιούνται αν θα επανέλθει στην παλιά ρητορική του που οδήγησε, αυτόν και τη χώρα, στο σημερινό αδιέξοδο. Η μετεκλογική δυναμική, όμως, θα κρύβει εκπλήξεις τις οποίες όλοι οι πολιτικοί φορείς θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους. Οι Έλληνες ψηφοφόροι θέλουν πλέον συμμαχικές κυβερνήσεις. Όποιος πολιτικός φορέας δεν το αντιληφθεί αυτό, θα έχει προδιαγεγραμμένη τύχη. Το κόμμα του κ. Τσίπρα είναι πλέον μια συντηρητική Αριστερά, εφόσον δεν θέλει να εγκαταλείψει τον ουσιαστικό χαρακτηρισμό του. Θυμίζει τη στρίγκλα που έγινε αρνάκι, αφού ερωτεύτηκε την εξουσία. Η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί μετά τις εκλογές. Όσο αναγκαίες και απαραίτητες ήταν αυτές οι εκλογές, τόσο απευκταίες και αχρείαστες νέες. Η Ελλάδα δεν είναι τιμάριο καμιάς πολιτικής παράταξης. Όσοι πολιτικοί φορείς θέλουν να την υπηρετήσουν αυτήν και το λαό της θα πρέπει να βοηθήσουν στο σχηματισμό κυβέρνησης από όποια θέση βρεθούν.
Δυστυχώς, σε μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ιστορίας της, η χώρα έχει το χειρότερο πολιτικό προσωπικό. Και, σαν ειρωνεία της ιστορίας, ο λαός στέλνει στο Κοινοβούλιο ή επιδοκιμάζει τις πλέον παρακμιακές πολιτικές προσωπικότητες. Καθημερινά ακούγαμε και ακούμε κριτική για το παλιό διεφθαρμένο και ανίκανο πολιτικό προσωπικό, αλλά οι επιλογές που έγιναν σε αντικατάστασή του ήταν χειρότερες. Με την ποιότητα του Κοινοβουλίου που διαλύθηκε, και των προηγούμενων, θα ασχοληθεί ο ιστορικός του μέλλοντος.
Δεν αξίζει όμως σε έναν λαό που υφίσταται τόσες δοκιμασίες, τέτοια θεσμική υποβάθμιση. Ελάχιστοι θα είναι οι Έλληνες που θα πιστεύουν ότι δεν μπορούν να κυβερνήσουν αυτήν τη χώρα όταν βλέπουν τους επικεφαλής των κομμάτων.
Οι εκλογές είναι μια κραυγή του λαού. Και αν κάποιοι πιστεύουν πως η κραυγή είναι χωρίς ήχο ή κάνουν πως δεν την ακούν, σύντομα θα το μετανιώσουν.