Ήρθατε στον Πόντο ποτέ; Νιώσατε τη δροσιά του Πόντου ποτέ; Μυρίσατε τη μυρωδιά των λουλουδιών του; Την ομίχλη; Μέσα στο καλοκαίρι κρυώσατε ποτέ στα παρχάρια του Πόντου; Αν όχι, θέλω να μοιραστώ μαζί σας ένα σαββατοκύριακο ’ς σο παρχάρ’ μας.
Το χωριό μου το Φωλ’ είναι στην Τόνια’ και το παρχάρ’ μας, το Ζεβόν’ είναι μια ώρα πάνω από το χωριό· στο βουνό, που λέμε.
Κάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε ’ς σο παρχάρ’. Μαζευόμαστε με τους συγγενείς μου (θείους, θείες, ξαδέρφια) και ξεκινάμε από το κέντρο της Τραπεζούντας. Στο δρόμο βλέπουμε πολλούς γνωστούς. Ρωτάει ο ένας τον άλλον για κάθε μέλος της οικογένειας, πώς είναι και τι κάνει. Μερικές φορές στα ποντιακά άλλες στα τουρκικά. Μέχρι να φθάσουμε ’ς σο παρχάρ’, στο αυτοκίνητο τραγουδάμε ποντιακά και τουρκικά, λέμε ανέκδοτα, γελάμε, κάνουμε στάσεις και πίνουμε οπωσδήποτε νερό από το πεγάδι του χωριού μας όταν φτάνουμε.
Εγώ μεγάλωσα σε μια οικογένεια που σχεδόν όλοι οι άντρες της παίζουν λύρα η νταβούλ’ (στα ποντιακά έτσι λέμε). Και όλοι ξέρουν να χορεύουνε… είναι ντροπή να μην ξέρει ένας Πόντιος να χορεύει. Για μας ο χορός είναι τρόπος ζωής.
Στην πόρτα του ξύλινου σπιτιού μας ’ς σο παρχάρ’ μας περιμένουν η γιαγιά και ο παππούς μου με ένα τεράστιο χαμόγελο και με μεγάλη χαρά. Κορνάροντας μπαίνουμε στο μαχαλά μας. Όλοι ’ς σο παρχάρ’ έτσι κάνουμε όταν ερχόμαστε. Για να μας ακούσουνε και να καταλάβουνε ότι ήρθαμε, ώστε το βράδυ να μας κάνουν επίσκεψη. Μουσαφίρ’ που λέμε στα ποντιακά.
Οι αγκαλιές κρατάνε πολύ στην πόρτα… Όλοι ρωτάνε τι κάνουμε, πώς είμαστε. Τα φαγητά όμως μας περιμένουν. Τα καρτοφίλ’ (στα ποντιακά έτσι λέμε τις πατάτες) είναι στο φούρνο (παλιό και από σίδερο) τα τουρσιά είναι έτοιμα, το ψωμί μόλις βγήκε ζεστό-ζεστό. Ένας-ένας μας λέει τα νέα του, μουχαπέτ’ που λέμε στα ποντιακά. Τρώμε και μετά πίνουμε τσάι. Συνέχεια βράζει το νερό για το τσάι. Μια τσαγέρα ποτέ δεν φτάνει… Αν βρέχει έξω, βάζουμε τα χαλιά και συνεχίζουμε να πίνουμε τσάι έξω για να πάρουμε τον αέρα του παρχαριού μας.
Αν και ζούμε στην πόλη, ξέρουμε πού ανήκουμε· ξέρουμε πού πραγματικά παίρνουμε ανάσα. Και ποτέ δεν αφήνουμε την πατρίδα. Μπορεί κάποιος από σας να πει: Αυτοί είναι παλαλοί (τρελοί)! Κάθονται έξω με βροχή, δεν έχουνε μυαλό! Όχι, δεν είμαστε παλαλοί. Είναι δώρο Θεού να νιώθουμε τις σταγόνες του παρχαριού μας στο πρόσωπό μας. Νιώθω ελεύθερη!
Ξέρετε πώς είναι ο ύπνος ’ς σο παρχάρ’; Αν ήσασταν εδώ στη θέση μου και κοιμόμασταν, είμαι σίγουρη ότι θα λέγατε πως δεν έχετε ποτέ ξανά κοιμηθεί έτσι. Οι σταγόνες χτυπάνε την οροφή του σπιτιού μας…
Το πρωί μάς ξυπνά η μυρωδιά του μπαζλαμλά (ποντιακό φαγητό, δεν ξέρω πώς λέγεται στα ελληνικά), το τσάι βράζει στον παλιό φούρνο και η μυρωδιά του βουτύρου απλώνεται παντού στο σπίτι. Η μαρμελάδα μόρα (μόρα είναι η μικρή φράουλα και έτσι τη λέμε στα ποντιακά στο χωριό μας και σε άλλα χωριά) είναι έτοιμη. Φτιάχτηκε πριν έρθω εγώ, από τη γιαγιά μου για μένα!
Μετά το πρωινό πηγαίνουμε τις αγελάδες της γιαγιάς μου για βοσκή. Οι αγελάδες της γιαγιάς είναι τα παιδιά της. Όλες έχουνε ονόματα, κάτι που δείχνει πόσο σημαντικές είναι γι’ αυτήν. Όταν οι αγελάδες βόσκουν, εμείς πηγαίνουμε στον κήπο για να μαζέψουμε φρούτα και λαχανικά. Ντομάτες, αγγούρια, καλαμπόκια… Άλλοι πηγαίνουν στα βουνά για να μαζέψουνε μόρα.
Όσο εμείς είμαστε στο βουνό, η γιαγιά μου αρχίζει να μαγειρεύει για τους επισκέπτες. Όταν γυρίσουμε, τους βρίσκουμε στο σπίτι μας με τα πιάτα στο χέρι! Μερικοί μας φέρνουν κληματόφυλλα για να κάνουμε ντολμάδες, άλλοι βούτυρο, άλλοι μέλι για να τα πάρουμε στην πόλη.
Η αλληλεγγύη είναι πολύ σημαντική για μας. Όταν αρχίζει η γιαγιά μου να φτιάχνει χαβίτσ’ (ποντιακό φαγητό με τυρί και αλεύρι) όλοι μαζεύονται γύρω της.
Καθόμαστε δίπλα-δίπλα στο τραπέζι που είναι στο πάτωμα και αρχίζει η κουβέντα, το μουχαπέτ’. Μία ώρα και είμαστε στο τραπέζι. Μιλάμε, τρώμε, γελάμε, πίνουμε τσάι. Καθόμαστε πολύ στο τραπέζι επειδή δεν βλέπουμε ο ένας τον άλλον συχνά και θέλουμε να περάσουμε μαζί κάθε στιγμή μιλώντας. Αυτή η κουβέντα που κάνουμε είναι μοναδική. Ταυτόχρονα ακούμε και ποντιακά από την τηλεόραση. Από την μικρή, παλιά τηλεόραση του παππού μου. Ο παππούς μου ακούει όλη τη μέρα ποντιακά και δεν βαριέται καθόλου! Όταν ήμουν μικρό παιδί δεν είχαμε τηλεόραση, ούτε ρεύμα. Χρησιμοποιούσαμε κεράκια και ακούγαμε ποντιακά από το ραδιόφωνο.
Μετά το φαγητό βγαίνουμε στον κήπο και ανάβουμε φωτιά. Μαζευόμαστε γύρω της, και καθώς όλοι οι άνδρες στην οικογένειά μου παίζουν λύρα, είναι η ώρα της γιορτής. Με τις λύρες αρχίζουμε να χορεύουμε ποντιακά.
Εμείς χορεύουμε αλλά η γιαγιά μου δεν κάθεται καθόλου. Πάει στην κουζίνα και ετοιμάζει τα λεφτοκάρια (φουντούκια) που έχουμε στον κήπο μας. Τα βάζει στα πιάτα και τα φέρνει με το τσάι. Δεν μας αφήνει να την βοηθήσουμε επειδή δεν ερχόμαστε συχνά εδώ!
Μετά πηγαίνει να φτιάξει ζύμη για να ετοιμάσει το τυροψώμι. Θα μας το δώσει για να το πάρουμε μαζί μας στην πόλη.
Το σπίτι μας ’ς σο παρχάρ’ είναι πολύ μικρό. Έχει μόνο δύο δωμάτια, ένα είναι σαλόνι και κουζίνα μαζί και το άλλο είναι υπνοδωμάτιο. Το υπνοδωμάτιο είναι μεγάλο· έχει εφτά διπλά κρεβάτια! Όλοι κοιμόμαστε μαζί. Για μερικούς μάλιστα που δεν χωράνε στα κρεβάτια, βάζουμε πάπλωμα στο πάτωμα. Είμαστε πολλοί άνθρωποι επειδή στον Πόντο οι οικογένειες είναι μεγάλες.
Όταν ξυπνάμε η γιαγιά μου αρχίζει να φτιάχνει καραλάχανα κι εμείς καθαρίζουμε τα κουκουβάκια (μανιτάρια όπως τα λέμε στα ποντιακά) που θα τα φάμε την άλλη μέρα για πρωινό. Η μαμά μου βγάζει το καλαμποκένιο ψωμί από το φούρνο για δείπνο. Η μεγαλύτερη θεία μου φέρνει το γιαούρτι από το ψυγείο. Έτσι περνάει άλλο ένα βράδυ με τους επισκέπτες.
Την άλλη μέρα μετά το πρωινό έρχεται η ώρα να φύγουμε. Αυτές οι μέρες είναι φάρμακο για όλους μας. Μπορεί να μην καταλαβαίνετε τι νιώθω. Αν όμως είστε Πόντιοι και έρθετε εδώ μια μέρα να ζήσετε αυτό που ζω, θα με καταλάβετε.
Είμαστε τα παιδιά του Πόντου. Στον Πόντο και στη λύρα βρίσκουμε τον εαυτό μας… Ελπίζω κι εσείς και όλοι οι Πόντιοι που έζησαν εδώ να ζήσετε, να ζήσουν αυτό που ζω και που θα ζω.
Ιωάννα Αράζ
Η Ιωάννα Αράζ είναι παιδί της Τόνιας. Ποντιοπούλα. Μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στο χωριό της το Φωλ’, την Τραπεζούντα όπου εργάζεται ως οδηγός τουριστικών ομάδων και την Ελλάδα όπου σπουδάζει.