«Είμαστε κι εμείς ένα γαλατικό χωριό», λέει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής η Παναγιώτα Κυριλλίδου. Είναι μια δήλωση που κανονικά θα χρειαζόταν μια διευκρινιστική ερώτηση για το ποιοι είναι οι Ρωμαίοι και σε ποιους αντιστάθηκαν. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι μάλλον περιττή. Μια οικογένεια χωρισμένη σε τρία διαφορετικά τζάκια, ένα χωριό στον Πόντο και ένα στην Ελλάδα αποτελούν κομμάτια ενός παζλ που σε διαφορετικές παραλλαγές αποτελεί την κοινή ιστορία πολλών ξεριζωμένων οικογενειών.
Οι Κυριλλιδαίοι ετοιμάζονται για την ετήσια συνάντησή τους, την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, όπως συμβαίνει από το 1998. Είναι η μοναδική ποντιακή οικογένεια που έχει τον δικό της σύλλογο, και μια από τις ελάχιστες που διοργανώνει ανταμώματα. «Τώρα τελευταία ξεκίνησαν να μαζεύονται και της οικογένειας Φωτιάδη», εξηγεί η Παναγιώτα. Φέτος, ωστόσο, αισθάνονται λίγο… λιγότεροι καθώς αποχαιρέτησαν την υπεραιωνόβια γιαγιά Παρθένα Σαχινίδου.
Ομαδική φωτογραφία από συνάντηση των Κυριλλιδαίων (Δίον Πιερίας, 2011)
Στον Πόντο ζούσαν στο Ασαρτσούχ, ένα χωριό του νομού Σεβάστειας. Εδώ, ο πυρήνας ζει στη Γαλανόβρυση Ελασσόνας. Το εκεί και το εδώ ενώνονται μέσα από μαρτυρίες προσφύγων πρώτης γενιάς που ξεκίνησε να βιντεοσκοπεί από το 1987 ο Καλιφρών Κυριλλίδης. Χρόνια αργότερα, η κόρη του Παναγιώτα συγκέντρωσε μαρτυρίες και καταγραφές στην πτυχιακή της εργασία για την πορεία για την εγκατάσταση των προσφύγων στην επαρχία Ελασσόνας.
Ξετυλίγουμε την πορεία των Κυριλλιδαίων από τη γη του Πόντου έως σήμερα. Μια μικρογραφία του τι συνέβη σε εκατοντάδες άλλες οικογένειες που ξεριζώθηκαν.
Από το χωριό των 3.500-4.000 κατοίκων στην Ελλάδα έφτασαν 250
Χτισμένο αμφιθεατρικά, το Ασαρτσούχ ήταν ένα καθαρά ελληνικό χωριό με μόλις 20 οικογένειες Αρμενίων. Ήταν ένα χωριό με πλούτο, έλεγαν μάλιστα ότι είχε παραθεριστικούς οικισμούς. Αν και γεωγραφικά βρισκόταν στο νομό Σεβάστειας, διοικητικά υπαγόταν στην Τοκάτη και εκκλησιαστικά στη Νεοκαισάρεια, στο Νιξάρ. Οκτώ οικογένειες ζούσαν στο διπλανό παρχάρι, που ονομαζόταν Τσιφλίκ.
Το Ασαρτσούχ (σημειωμένο με κίτρινο) στο χάρτη
Σήμερα το χωριό δεν υπάρχει, αλλά σύμφωνα με τις καταγραφές είχε 3.500-4.000 κατοίκους, στην πλειοψηφία τους Κυριλλιδαίους. Υπάρχουν και άλλα επίθετα (Σαχινιδαίοι, Πουρσανιδαίοι, Χαλκιδαίοι), αλλά όλοι σχετίζονται με τους Κυριλλιδαίους. Η οικογένεια είναι χωρισμένη σε τρία μεγάλα τζάκια: έχουμε την οικογένεια των Κυριλάντων, την οικογένεια των Χατζηκυριλάντ και την οικογένεια των Βαηλάντ.
Υποτίθεται ότι το γενεαλογικό δέντρο ξεκινά από τρία αδέρφια, τον Βάιο, τον Κύριλλο και τον Χατζή, και έτσι προέκυψαν οι απόγονοι.
«Τρεις φορές πάτησαν το χωριό μου», έλεγε η γιαγιά-Παρθένα για τους Τούρκους. Για πρώτη φορά μπήκαν το 1919, ίσως καλοκαίρι, για να πάρουν άντρες για τα τάγματα εργασίας, αν και ο Λαζάρ-αγας Κυριλλίδης, έχοντας πολλές διασυνδέσεις με τους αγάδες, φρόντισε συνολικά να εξοριστούν πολύ λίγοι. Στην εξορία του ’19, σύμφωνα με τις καταγραφές, πέθαναν 200 Ασαρτσουχλούδες· και όπως ανέφερε η γιαγιά Παρθένα, ο μόνος που βοήθησε ήταν ένας Τούρκος αγάς που λεγόταν Τερεντελής. Αυτός κανόνισε όσοι έφευγαν να πάρουν μαζί ένα ψωμί και ένα αγγούρι.
Μαρτυρία της γιαγιάς Παρθένας Σαχινίδου
Τη δεύτερη φορά που μπήκαν Τούρκοι στο Ασαρτσούχ, οι κάτοικοι ήταν ειδοποιημένοι. Συνολικά 82 άντρες από 18 έως 45 ετών κρύφτηκαν στο νερόμυλο προκειμένου να γλιτώσουν. Με κάποιον τρόπο όμως η κρυψώνα αποκαλύφθηκε. Τους έσφαξαν όλους μέσα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στην πλατεία του χωριού. «Δεν υπήρξε οικογένεια που δεν θρήνησε. Για χρόνια το έλεγαν και ήταν το περιστατικό που στιγμάτισε το χωριό», εξηγεί η Παναγιώτα Κυριλλίδου.
Την τρίτη φορά οι Τούρκοι έψαχναν για χρυσό ή ό,τι άλλο πολύτιμο υπήρχε. Κατέστρεψαν περιουσίες αλλά όχι τα σπίτια, βίασαν πάρα πολλές γυναίκες ενώ άλλους κατοίκους τους έδεναν σε στύλους ή σε δέντρα και τους λιθοβολούσαν.
Τέλη του 1922 οι Έλληνες εγκαταλείπουν το Ασαρτσούχ και το Τσιφλίκ. Στην Ελλάδα κατόρθωσαν και έφτασαν 250 Ασαρτσουχλούδες – και όχι όλοι Κυριλλιδαίοι.
«Οι πρόσφυγες έχαναν το τερμάν’»
Εγκαταλείποντας τον Πόντο οι κάτοικοι του Ασαρτσούχ είχαν διαφορετική πορεία από εκείνους που κατοικούσαν στο Τσιφλίκ. Έφυγαν για τη Φάτσα (έκαναν τέσσερις ημέρες να φτάσουν με τα πόδια) και εκεί έμειναν να περιμένουν κάποιους μήνες τα πλοία.
Έφταναν στον Πειραιά στον Άγιο Γεώργιο (καταυλισμός ή περιοχή, δεν είναι ξεκάθαρο) και έμπαιναν σε καραντίνα πάρα πολλούς μήνες. Σύμφωνα με τις καταγραφές πολλοί ήταν αυτοί που κάθε ημέρα άφηναν την τελευταία τους πνοή. «Οι πρόσφυγες έχαναν το τερμάν’, τη δύναμη τους, το ηθικό τους, γιατί αυτοί που πέθαιναν ήταν νέοι», συνήθιζε να λέει ο μπαρμπα-Σάββας, περιγράφοντας ότι κουβαλούσε σε ομαδικούς τάφους κοπέλες στην ηλικία του. Ήταν 20 χρονών.
Πόντιοι πρόσφυγες πρώτης γενιάς σε εκδήλωση του 1992 στη Γαλανόβρυση
Όσοι έφυγαν από το Τσιφλίκ πήγαν από το Νιξάρ στη Σαμψούντα· η γιαγιά Παρθένα είχε αυτή την πορεία. Αυτοί πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη και έφτασαν Θεσσαλονίκη. Τους είχαν στον καταυλισμό Χαρμάνκιοϊ (κοντά στο σημερινό Κορδελιό). Τους έκοβαν τα μαλλιά γιατί είχαν ψείρες, τους απαγόρευαν με μπάρες να κατέβουν στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Οι του Πειραιά πρώτα εγκαταστάθηκαν στην Ανάληψη, ένα χωριό της επαρχίας Ελασσόνας. Το μέρος όμως είχε βάλτους και δεν έκανε, αναζητούσαν ένα χωριό με νερό, ίσως γιατί το Ασαρτσούχ ήταν χτισμένο κοντά σε ποτάμι.
«Εγώ θεωρώ ότι το έκαναν από τη νοικοκυροσύνη τους. Γιατί έψαχναν πώς θα λούσκονταν», αναφέρει μια από τις καταγραφές.
Η Γαλανόβρυση μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα ήταν τουρκοχώρι, ονομαζόταν Ορτά Μαχαλάς. Μετά την απελευθέρωση άρχισαν να εγκαθίστανται Θεσσαλοί, Δυτικομακεδόνες, Βλάχοι. Οι Κυριλλιδαίοι έφτασαν το 1924.
«Βγήκαμε στο γυρολόι»
Στην αρχή η νέα ζωή για τους πρόσφυγες ήταν εξαιρετικά δύσκολη, σε πολλές περιπτώσεις είχαν να αντιμετωπίσουν και το ρατσισμό. «Βγήκαμε στο γυρολόι», έλεγαν, εννοώντας ότι κατέβαιναν στην Ελασσόνα και ζητιάνευαν.
Η γιαγιά Χριστοδούλα μιλούσε για έναν κουμπάρο στην Ελασσόνα, ονόματι Κόρακα (όχι Πόντιο δηλαδή). Η κουμπαριά ξεκίνησε ως εξής: πήγαν στο ζητιάνεμα και όταν χτύπησαν την πόρτα της συγκεκριμένης οικογένειας τους έδωσαν ένα σακάκι. Μέσα είχε χρήματα. Όταν η προγιαγιά τα βρήκε, τα επέστρεψε στην οικογένεια. Το εκτίμησαν τόσο που απέκτησαν φιλικές σχέσεις και έγιναν κουμπάροι.
Το καφενείο του Καλίφρωνος Κυριλλίδη στην πλατεία της Γαλανόβρυσης
Στη Γαλανόβρυση οι Ασαρτσουχλούδες ασχολήθηκαν με τα καπνά, κάτι που έκαναν και στον Πόντο. Μάλιστα, λέγεται ότι ο Ακρίτας Σαχινίδης με τον Λαζάρ-αγα Κυριλλίδη στο Ασαρτσούχ είχαν επινοήσει και μια πατέντα: για τη μεταφορά του καπνού χρησιμοποίησαν λινάτσα, και όχι κασόνια, προκειμένου να αερίζεται καλύτερα. Ήταν μια καινοτομία που εφάρμοσαν και στη Γαλανόβρυση.
«Με συγκινεί πολύ ο δυναμισμός των Ποντίων γυναικών που ήρθαν εδώ»
Τις πρώτες καταγραφές προσφύγων τις ξεκίνησε το 1987 ο Καλιφρών Κυριλλίδης, χρησιμοποιώντας κάτι πρωτοποριακό για την εποχή, μια βιντεοκάμερα. «Ο πατέρας μου πήρε το όνομά του από έναν θείο της οικογένειας που τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Όταν το έγραψε για πρώτη φορά μαζεύτηκαν όλα τα μεγάλα αδέρφια του παππού και έκλαιγαν. Το κουβαλούσε πάντα μέσα του και όταν άνοιξε καφενείο στη Γαλανόβρυση (το οποίο ονόμασε “Ασαρτσούχ-Χαμένες πατρίδες”), έγινε το στέκι των Ποντίων. Οπότε μέσα στο καφενείο τόσοι παππούδες, τόσα ακούσματα, τόσες κουβέντες…», υπογραμμίζει η Παναγιώτα.
Μαρτυρία του Χαράλαμπου Κυριλλίδη: «Πάρε τα δαχτυλίδια, πάρε τις λίρες και κοίτα τα μωρά. Να μη γίνετε Τούρκοι,
στην πίστη μας πάνω ας μας σκοτώσουν», του είπε ο Καλιφρών
Ρωτάμε την Παναγιώτα τι είναι αυτό που συγκινεί κάποιον που έχει το προνόμιο να ακούσει από πρώτο χέρι μαρτυρίες προσφύγων, κάποιον που έζησε με παππούδες και γιαγιάδες πρώτης γενιάς.
«Με συγκινεί η ιστορία με τα παλικάρια στην εκκλησία. Αλλά και το ότι οι γυναίκες που ήρθαν ήταν πάρα πολύ δυναμικές. Η προγιαγιά μου, που την βίασαν δύο φορές, ήρθε εδώ, έκανε οικογένεια. Ήταν ένα φανερό μυστικό στην οικογένεια που δεν το έλεγαν εύκολα. “Την πειράξανε οι Τούρκοι”, έλεγε η γιαγιά μου.
»Με συγκινεί πολύ ο δυναμισμός τους. Την Κοντύλινα, μια μάνα με πέντε γιους, οι Τούρκοι την κρατούσαν δεμένη και της ζητούσαν να διαλέξει ποιο παιδί να σκοτώσουν. Εκείνη η γυναίκα έχασε τα λογικά της. Από τα παιδιά της έζησε μόνο ο ένας, τους δύο τους σκότωσαν και τους άλλους δύο τους έστειλαν σε τάγματα εργασίας. Η γυναίκα με τον γιο της ήρθαν στην Ελλάδα.
»Κάτι άλλο που με συγκινεί είναι οι καταγραφές για τις γυναίκες που κατέβαζαν μόνες τους τα παιδιά τους από τις κρεμάλες που στήθηκαν και στο Ασαρτσούχ και στο Νιξάρ.
»Μια από τις καταγραφές που έχω είναι για τη Φωτεινή Κυριλλίδου – πρόσφυγες πρώτης γενιάς το περιγράφουν πολύ παραστατικά. Για το παιδί της έστησαν κρεμάλα στο Ασαρτσούχ. Η μάνα το ξεκρέμασε ουρλιάζοντας στα τούρκικα “κάηκα, κάηκα, σπλάχνο μου”. Η Λαζουκίνα, πάλι από την οικογένεια των Κυριλλιδαίων, ξεκρέμασε τον άντρα της, η Ανθή πήγε στο Νιξάρ για να ξεκρεμάσει τον Αναστάση Κυριλλίδη, έναν Πόντιο που πηγαινοερχόταν στην Ελλάδα. Έλεγαν ότι είχε επαφές με τον Βενιζέλο, το σίγουρο είναι ότι τον πέρασαν στρατοδικείο».
Φωτογραφία του 1959 από το γάμο του Νικόλαου Κυριλλίδη (Χαράλαμπου) και της Ελένης Κυριλλίδου (Κύριλλου)
Κυριλλιδαίοι με δικό τους σύλλογο και τριμηνιαία εφημερίδα
Το 1996 ο Γιώργος και η Φαίη Κυριλλίδου από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησαν να βρουν συγγενείς σε όλη την Ελλάδα. Μαθαίνουν ότι η Γαλανόβρυση Ελασσόνας είναι… γεμάτη. Ο πρώτος που εντοπίζουν είναι ο Καλιφρών Κυριλλίδης και έπειτα και άλλους, και άλλους. Σήμερα ο σύλλογος, πρόεδρος του οποίου είναι ο Γιώργος, αριθμεί 450-500 άτομα. Η έδρα του είναι στη Θεσσαλονίκη, ενώ εκδίδει και τριμηνιαία εφημερίδα.
Μέλη της οικογένειας Κυριλλίδη υπάρχουν σε Αθήνα, Λάρισα, Κατερίνη, Καστοριά, Πτολεμαΐδα, Γιαννιτσά, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Δράμα, Καβάλα, Ξάνθη, Αλεξανδρούπολη. Εκτός συνόρων, τα εγγόνια της γιαγιάς Παρθένας, ο Μπάμπης και η Ρένα (Νικολαΐδη) μένουν στην Αλάσκα και έχουν εστιατόριο εκεί. Μέσω διαδικτύου εντοπίστηκαν μια κοπέλα στην Ιταλία κι ένας ακόμα στην Αμερική.
Δημοσίευμα της «Ποντιακής Φωνής» για την εκδήλωση των Κυριλλιδαίων στη Γαλανόβρυση (1992)
«Υπάρχει και ένα κους-κους: ο Αναστάσης Κυριλλίδης, που ταξίδευε στην Ελλάδα, είχε περάσει από τη Σύρο και αν και παντρεμένος πίσω στον Πόντο, έκανε δύο παιδιά που αναγνώρισε και πήραν το όνομά του. Αυτά τα παιδιά τα αναζητούμε», λέει η Παναγιώτα Κυριλλίδου.
Η ετήσια συνάντηση των Κυριλλιδαίων κάθε φορά γίνεται και σε άλλη πόλη και όπως πάντα ξεκινάει με εκκλησιασμό και καταλήγει σε ποντιακό γλέντι.
- Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της οικογένειας του Καλίφρωνος Κυριλλίδη, και μας τις παραχώρησε η κόρη του Παναγιώτα.