Τα εμβόλια σώζουν εκατομμύρια ζωές κάθε χρόνο, «διδάσκοντας» στο ανοσοποιητικό πώς να καταπολεμά καλύτερα τους παθογόνους μικροοργανισμούς (βακτήρια και ιούς). Όμως μια νέα αμερικανοβρετανική επιστημονική έρευνα έρχεται να ενισχύσει τους φόβους ότι, κατά παράδοξο τρόπο, ορισμένες φορές ένα εμβόλιο είναι δυνατό να «μάθει» στα μικρόβια πώς να γίνουν πιο επικίνδυνα.
Υπάρχουν ωστόσο κι εκείνοι που εκφράζουν φόβους πως η επίμαχη μελέτη, που βασίστηκε σε πειραματόζωα (κοτόπουλα) και όχι σε ανθρώπους, θα ενισχύσει τις αμφιβολίες και τους φόβους για την ασφάλεια των εμβολίων.
Με δεδομένο ότι συχνά τα νέα εμβόλια συναντούν αντίσταση στην ευρεία εφαρμογή τους στον πληθυσμό (όπως στην περίπτωση του εμβολιασμού των εφήβων κατά του ιού HPV που μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του τραχήλου), ενώ έχει αναπτυχθεί μέχρι και κίνημα αντιεμβολιασμού διεθνώς, η νέα έρευνα αναμένεται να εντείνει τις ανησυχίες των πλέον καχύποπτων ανθρώπων.
Ορόσημο θεωρείται η έγκριση του πρώτου εμβολίου κατά της ελονοσίας (φωτ.: EPA / Stephen Morrison)
Για πρώτη φορά τα πειράματα που έγιναν σε κοτόπουλα έδειξαν ότι το εμβόλιο που εφαρμόστηκε ήταν δυνατό να επιφέρει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό, οδηγώντας στην ανάπτυξη πιο ανθεκτικών και επικίνδυνων στελεχών του ιού. Στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για έναν ιό του έρπητα, που στα κοτόπουλα προκαλεί την ασθένεια του Μάρεκ, η οποία με το πέρασμα του χρόνου έχει εξελιχθεί σε άκρως θανατηφόρα. Αυτό, κατά τους ερευνητές, μπορεί να οφείλεται ακριβώς στην ατελή λειτουργία του μαζικού εμβολιασμού τους. Εκτιμούν, κατ’ επέκταση, πως πρέπει να εντοπιστούν κι άλλα εμβόλια που μπορεί να επιτρέπουν την επιβίωση ισχυρότερων στελεχών ενός ιού, καθιστώντας τον πιο επικίνδυνο.
H έρευνα εστιάζει μάλιστα στα εμβόλια νέας γενιάς όπως π.χ. κατά του ιού του Έμπολα, της ελονοσίας ή του AIDS, θέτοντας ερωτήματα για το κατά πόσον μπορεί να οδηγήσουν τελικά στην ανάδυση πιο επιθετικών στελεχών των παθογόνων μικροοργανισμών.