Παρά το γεγονός ότι το κόμμα το οποίο ίδρυσε και του οποίου ηγήθηκε από τις αρχές του 2000 ήρθε πρώτο κατά τις χθεσινές 18ες τουρκικές βουλευτικές εκλογές, ο Ταγίπ Ερντογάν θεωρείται ο μεγάλος χαμένος της αναμέτρησης. Έστω και αν βρίσκεται στην Προεδρία της Δημοκρατίας και (τυπικά) δεν ηγήθηκε του κόμματος, ο Ερντογάν ήταν ουσιαστικά αυτός που έδωσε τον τόνο στην προεκλογική εκστρατεία. Περιόδευσε σε όλη τη χώρα και ήρθε σε αντιπαράθεση με τους πάντες. Από τους ομοφυλόφιλους και τις γυναίκες μέχρι τους δημοσιογράφους και τον Γκιουλέν.
Ο δεύτερος μεγάλος χαμένος είναι ο πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, του οποίου το πολιτικό μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο. Ενδεχομένως η ήττα Νταβούτογλου να έχει το ίδιο σημαντικές επιπτώσεις με την ήττα Ερντογάν.
Στην περίπτωση Ερντογάν, η Τουρκία θα αποφύγει ένα προεδρικό σύστημα που θα οδηγούσε σε αυταρχισμό και την εξουσία ενός ανδρός. Στην περίπτωση Νταβούτογλου, η ευρύτερη περιοχή ίσως απαλλαγεί από την τουρκική φαντασίωση να αναβιώσει, πάση θυσία, νεοοθωμανικά οράματα. Και από αυτήν την άποψη, οι τουρκικές εκλογές δεν είχαν μόνο εσωτερική σημασία αλλά και ευρύτερη, περιφερειακή. Ίσως και διεθνή, διότι, απ’ ό,τι όλα δείχνουν, θα επανεξεταστεί η διφορούμενη στάση της Άγκυρας στο θέμα της Μέσης Ανατολής και ιδιαίτερα της Συρίας και του Ισλαμικού Κράτους.
Νικητής των εκλογών είναι το τελευταίο σε ποσοστά κόμμα, το κουρδικό HDP, στου οποίου την προεκλογική εκστρατεία ηγήθηκε ένας χαρισματικός δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς. Το κουρδικό κόμμα πέρασε το εκλογικό όριο του 10%, συγκέντρωσε περίπου 13% των ψήφων και αυτό θεωρείται μεγάλη επιτυχία.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν συμπαγείς περιοχές στην Τουρκία στις οποίες η κουρδική πλειοψηφία είναι συντριπτική, για πρώτη φορά τα αποτελέσματα ήταν ευνοϊκά για το κόμμα των Κούρδων και όχι για το AKP του Ερντογάν, ο οποίος κατόρθωνε να αποσπάσει την κουρδική προτίμηση στο όνομα της θρησκείας. Με το HDP διεκδίκησαν την ψήφο των εκλογέων και υποψήφιοι από διάφορα κινήματα (ομοφυλόφιλοι, φιλελεύθεροι, κ.ά.) οι οποίοι πρότασσαν της ιδεολογίας τους την ήττα του Ερντογάν – ουσιαστικά να μην διολισθήσει η χώρα στην εξουσία ενός ανδρός και στον αυταρχισμό.
Διότι η διακύβευση των εκλογών ήταν να μην κατορθώσει το κόμμα του Ερντογάν (Νταβούτογλου τώρα) να συγκεντρώσει τα 2/3 των ψήφων και να προκαλέσει δημοψήφισμα για αλλαγή του καθεστώτος σε προεδρικό, και ει δυνατόν να μην έχει αυτοδυναμία στη Βουλή, ώστε να αναγκαστεί να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας. Και τα δύο επιτεύχθηκαν.
Δεν αποκλείεται να οδηγήσει τα πράγματα σε νέα εκλογική αναμέτρηση, σύμφωνα με ανώνυμες, χθεσινές, δηλώσεις στελέχους του κόμματός του. Σε μια τέτοια περίπτωση το κλίμα θα πολωθεί ακόμη περισσότερο. Έχοντας αυτό υπόψη, το κουρδικό κόμμα κάλεσε τους οπαδούς του να αποφύγουν τους πανηγυρισμούς, αποδεικνύοντας ωριμότητα πολιτικής σκέψης.
Το όνειρο του Ερντογάν για αλλαγή του συντάγματος κατέρρευσε διότι κανένα από τα τέσσερα κόμματα που εισήλθαν στη Βουλή δεν επιθυμεί προεδρικό σύστημα. Αν αυτό γίνει αποδεκτό από τον Τούρκο πρόεδρο, κυβέρνηση συνεργασίας θα μπορούσε να συγκροτηθεί είτε με το εθνικιστικό κόμμα του Μπαχτσελί είτε με το κόμμα των Κούρδων, το HDP. Μεγάλος συνασπισμός με την κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση αποκλείεται.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, η τουρκική εξωτερική πολιτική θα αλλάξει σημαντικά, κυρίως στη Μέση Ανατολή, όπου έχει τελματώσει.
Η συνεργασία με τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους» και οι ανατροπές που επιδίωκε στην περιοχή το δίδυμο Ερντογάν- Νταβούτογλου θα αναθεωρηθούν και μια διαφορετική προσέγγιση προς τη Συρία και το Ισλαμικό Κράτος είναι πολύ πιθανή. Οι αλλαγές αυτές είναι σημαντικές διότι θα λειτουργήσουν ως ντόμινο εξελίξεων. Σε σχέση με την Ελλάδα, οι τουρκικές θέσεις είναι πάγιες και δεν αναμένεται σημαντική αλλαγή, παρά μόνο ίσως στο κλίμα των επαφών. Εκεί, όμως, που μπορεί να επιτευχθεί κάποια πρόοδος θα είναι το Κυπριακό, όπου, παρά τις σκληρές θέσεις τους τούρκων εθνικιστών, αν εξευρεθεί λύση θα μπορούσε να γίνει ευκολότερα αποδεκτή.
Από την οπτική γωνία της Αθήνας, η πλέον ευκταία συνεργασία θα ήταν μεταξύ του AKP (κόμματος Ερντογάν) και του κουρδικού HDP, και αυτό παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά πολιτικά κόμματα απέφυγαν επιμελώς να αναπτύξουν σχέσεις με τους Κούρδους. Μια παράλειψη που μονίμως επισήμαινε ένας από τους καλύτερους γνώστες του κουρδικού ζητήματος, γεωπολιτικός αναλυτής σήμερα, ο Σάββας Καλεντερίδης.
Η θέση των Κούρδων της Τουρκίας δεν είναι απόσχιση από τη χώρα πάση θυσία, αλλά επανασυγκρότησή της στη βάση της συμμετοχής των Κούρδων ως συνιστώντος στοιχείου του νέου κράτους και όχι ως μειονότητας. Αυτό δηλαδή που ζητά η Τουρκία στην Κύπρο και οι Αλβανοί στα Σκόπια.
Από την άποψη αυτή οι Κούρδοι δεν θα είναι αντίθετοι στην αλλαγή του συντάγματος, αντιθέτως θα το επιδιώξουν – όχι όμως στις διατάξεις που αφορούν το ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Αν ένας τέτοιος διάλογος ανοίξει στη γειτονική χώρα, το πολιτικό παιχνίδι θα γίνει πιο περίπλοκο.
Υπαρκτές από την εποχή ακόμη του Βυζαντίου, λαότητες και μειονότητες θα αναδυθούν και θα διεκδικήσουν ρόλο, και ίσως είναι η μοναδική περίπτωση η Τουρκία να αναδομηθεί σε ένα κράτος που θα περιλαμβάνει όλους αυτούς τους λαούς, χωρίς όμως την αναγκαστική επιβολή της ιδεολογίας του τουρκισμού.
Ένα κράτος που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο, χωρίς να απειλεί τους γείτονές του. Τότε θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό σταθεροποιητικό ρόλο και να δώσει ώθηση σε ευρύτερες εξελίξεις.
Στην Τουρκία κάτι φαίνεται να αλλάζει. Διαμορφώνεται μια κοινωνία πολιτών που μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις, ακόμη και της βαθιάς Ανατολής. Χρειάζεται ξαναδιάβασμα και πολύ προσοχή. Οι τουρκικές εξελίξεις ίσως σημάνουν την αναδόμηση ολόκληρης της περιοχής. Και αυτήν τη φορά, όχι αρνητικά.