Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες εκτιμούσαμε την κατάσταση στηριζόμενοι στον ορθολογισμό, παραδεχόμενοι ότι εφόσον και η Ελλάδα και οι «εταίροι» της είχαν κοινό συμφέρον να έβρισκαν ένα σημείο συμβιβασμού με έπαθλο μια συμφωνία με κέρδη και για τα δύο μέρη, θα έβρισκαν, έστω μετά δυσκολίας, τον τρόπο για να το πετύχαιναν.
Άλλωστε η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνηγορεί στο να υπάρχει ένα πλεόνασμα αισιοδοξίας όσον αφορά την αντιμετώπιση κρίσεων, δεδομένου ότι τα συχνά προβλήματα, που προέκυπταν συνήθως από κάθε είδους οικονομικά ελλείμματα και όχι μόνο, έβρισκαν την τελευταία στιγμή κάποια λύση που συμβίβαζε τα φαινομενικά ασυμβίβαστα.
Όμως, όσον αφορά τη σημερινή συγκρουσιακή συγκυρία και παρά το γεγονός ότι η ανάγκη για συμβιβασμό δείχνει πολύ πιεστική και για τα δύο μέρη, η ανάλυση των δεδομένων και η ποιότητα της διαχείρισης αυτών και από τις δυο πλευρές εμφανίζει ως πιθανότερη μια εκ πρώτης όψεως ανορθολογική έκβαση των διαπραγματεύσεων, που υπογραμμίζει ότι δεν αρκεί από μόνο του το κοινό συμφέρον αν δεν συντρέχουν κάποιες βασικές προϋποθέσεις.
Πέραν των αντιλήψεων κάθε πλευράς περί της δικής της διαπραγματευτικής ισχύος και για αυτήν του απέναντι, το καθοριστικό πρόβλημα, ιδιαίτερα στην πλευρά των «εταίρων» της Ελλάδας, είναι ότι ουσιαστικά δεν διαπραγματεύονται δύο πλευρές αλλά πολύ περισσότερες.
Το πρόβλημα έχει εξελιχθεί σε ιδιαίτερα σύνθετο με τις πολυάριθμες διαφορετικές θεσμικές προσεγγίσεις που ενυπάρχουν στις δύο διαπραγματευόμενες πλευρές. Η ΕΕ, η Ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το ΔΝΤ, η Γερμανία και η Γαλλία συνιστούν ποικιλοτρόπως αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις εντός της μιας πλευράς του προβλήματος, κάτι που παρεμπιπτόντως αποδεικνύει και την κατάντια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Στην απέναντι πλευρά, οι διαφορετικές πολιτικές τάσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ και οι ισχυρές αυτοδεσμεύσεις του, που προκύπτουν τόσο ως ιδεολογία όσο και ως συνέπεια απερίσκεπτων προεκλογικών υποσχέσεων, αποτελούν αντίστοιχο εμπόδιο με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατός ο συντονισμός της εξυπηρέτησης των συμφερόντων καμίας από τις δύο διαπραγματευόμενες πλευρές.
Ιδιαίτερα το ΔΝΤ συνιστά ένα ξένο σώμα στις ενδοευρωπαϊκές περιπλοκές, κι αυτό είναι κάτι καινούριο για τα δεδομένα της ΕΕ, η οποία στις όποιες παρουσιαζόμενες μέχρι σήμερα δυσκολίες δούλευε πάντα παρασκηνιακά, κάτω από το τραπέζι, κάνοντας χρήση των δικών της
–έστω διαβόητων– μηχανισμών. Το ΔΝΤ, παρά τον ούριο άνεμο που διαθέτει από τις ΗΠΑ (οι οποίες επίσης ενδιαφέρονται για μια λύση χωρίς κάποια Δυτική οικονομική ή γεωπολιτική απώλεια), όχι μόνο αυτοδεσμεύεται ως ένας πολυεθνικός μπερδεμένος μηχανισμός, αλλά δείχνει να αποτελεί εργαλείο προσωπικών ενεργειών στελεχών του τα οποία εμφορούνται από στενοκέφαλες νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις που άνετα μπορούν να χαρακτηριστούν αγκυλώσεις.
Συμπερασματικά, ως συνέπεια των πιο πάνω περιεκτικώς εκτεθέντων και δεδομένου ότι η ασφυξία της ελληνικής οικονομίας δεν αφήνει πολλά χρονικά περιθώρια ούτε στους πιο πάνω αναφερθέντες γραφειοκρατικούς μηχανισμούς ούτε και στις άλλες χώρες που συμμετέχουν στην Ευρωζώνη, εκτιμάται ότι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί κάποια συμφωνία που θα έλυνε κατά ένα μεγάλο μέρος το πρόβλημα της άκρως αναγκαίας ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας, το πρόβλημα της δημιουργίας των θεμελίων μιας αναπτυξιακής προοπτικής της και βεβαίως το πρόβλημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Παρά τη φαινομενική ύπαρξη κοινού συμφέροντος, εκτιμάται ότι οι τρέχουσες εντατικές διαπραγματεύσεις δεν θα καταλήξουν σε κάποια εντυπωσιακή συμφωνία-σταθμό. Αυτό που μπορεί να προκύψει είναι στην καλύτερη περίπτωση μια συμφωνία μικρής εμβέλειας για να ικανοποιήσει μαζί με τις εντυπώσεις και κάποια επείγουσας ανάγκης κενά της ελληνικής οικονομίας, ενώ εξίσου πιθανή είναι μια ολοκληρωτική αποτυχία συμφωνίας λόγω της μεγάλης απόστασης που φαίνεται να υπάρχει μεταξύ των επιδιώξεων της ελληνικής πλευράς και των προσπαθειών επιβολής στην Ελλάδα μιας ακόμη ισχυρής δόσης μη αναπτυξιακών μέτρων από πλευράς «εταίρων» της.