Για να διαχειριστεί η κυβέρνηση τις εσωκομματικές αναταραχές από συνιστώσες που είναι αδύνατον να πειστούν –διότι η λογική τους είναι διαφορετική από το αστικό πλαίσιο στο οποίο θέλει να κινηθεί η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ–, η ελληνική κοινωνία μετεωρίζεται από αγωνία σε αγωνία με το ερώτημα: Πού πηγαίνουμε;
Καθώς πλησιάζουμε στην κρίσιμη ημερομηνία, το ερώτημα αρχίζει να απαντιέται. Μια συμφωνία την οποία δεν γνωρίζουμε αυτήν τη στιγμή προετοιμάζεται για υπογραφή, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί που θα διαχειριστούν τη «στροφή» είναι έτοιμοι να τεθούν σε λειτουργία, και ένα σκηνικό (όμοιο με το προηγούμενο) στήνεται για να αρχίσει να λειτουργεί.
Επιχειρηματίες βγήκαν από τη ναφθαλίνη, και όσοι έχουν συνηθίσει να αποκωδικοποιούν μηνύματα αντιλαμβάνονται τους νέους πρωταγωνιστές. Το «κοινωνικό» πείραμα της κυβέρνησης θα εξαντληθεί στις προεκλογικές υποσχέσεις, αρκετές από τις οποίες ήταν αντικοινωνικές , αν υποθέσουμε πως η κοινωνία δεν αποτελείται από τις μικρές ομάδες των εργαζομένων που επλήγησαν –και επί ΣΥΡΙΖΑ «δικαιώνονται–, αλλά από ένα ευρύτερο σύνολο πολιτών που αγωνίζονται και ζητούν στον ήλιο μοίρα. Την οποία κανείς δεν τους την προσφέρει.
Το ερώτημα είναι αν η συμφωνία θα περάσει από τη Βουλή, και με ποιες προϋποθέσεις. Ας προετοιμαστούμε για την είσοδό μας στον κόσμο του παραλόγου. Διότι τα όσα θα δούμε και θα ακούσουμε τις επόμενες ημέρες θα είναι έξω από κάθε λογική.
Οι κυβερνητικοί βουλευτές θα πρέπει, καταρχάς, να ομολογήσουν ότι μια ακόμη συμφωνία με τους δανειστές πρέπει να ψηφιστεί, και αφού έρθουν σε σύγκρουση με τη συνείδησή τους, θα τα βρουν μαζί της επικαλούμενοι τσιτάτα ιστορικών επαναστατών.
Υπάρχουν όμως και επιστημονικοί συλλογισμοί, όπως του μεγάλου συνταγματολόγου Αριστόβουλου Μάνεση, καθηγητή όλων των συγχρόνων Ελλήνων συνταγματολόγων. Η θέση του ότι ο βουλευτής εκφράζει τα συμφέροντα που εκπροσωπεί το κόμμα του, είναι ένα χρυσό επιχείρημα.
Με δυο λόγια, ερμηνεύοντας το κείμενο του Μάνεση με τίτλο «Η κρίση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και το Σύνταγμα» θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η εντιμότερη στάση ενός βουλευτή στο σημερινό Κοινοβούλιο είναι η κομματική πειθαρχία. Και τούτο διότι η αντιπροσώπευση στο κοινοβούλιο γίνεται μέσω των κομμάτων που εκφράζουν ταξικά συμφέροντα. Συνεπώς, η αντιπαράθεση στη Βουλή γίνεται στη βάση του ταξικού συμφέροντος που εκφράζει το κόμμα, και όχι στη βάση του ορθού λόγου των βουλευτών που προσπαθούν, διά της αντιπαραθέσεως, όπως στην αυγή της φιλελεύθερης αντιπροσώπευσης, να βρουν και να καταλήξουν στο κοινό συμφέρον.
Το σκεπτικό, με λίγα λόγια, του Μάνεση είναι το εξής:
Για λόγους που είχαν σχέση με τη δυνατότητα ανόδου της τάξης τους, πρωταρχικό αίτημα των αστών ήταν η προστασία της ατομικής ελευθερίας και της ιδιοκτησίας – δικαιώματα τα οποία καθιέρωσαν.
Τα δικαιώματα αυτά ακολουθήθηκαν από άλλους θεσμούς («κράτος δικαίου», διάκριση των εξουσιών, αντιπροσωπευτικό σύστημα) οι οποίοι υπήρξαν στοιχεία ενός νέου πολιτεύματος, που ήταν φιλελεύθερο αλλά όχι και δημοκρατικό.
Αρκεί να σημειωθεί ότι το αντιπροσωπευτικό σύστημα λειτούργησε σε διάφορες χώρες, τον 18ο και τον 19ο αιώνα, στηριγμένο στην περιορισμένη «τιμηματική» ψήφο. Εκλογείς ήταν μόνο οι ιδιοκτήτες.
Αυτή η αντιδημοκρατική υφή του αντιπροσωπευτικού συστήματος, το οποίο στηριζόταν σε ένα περιορισμένο και κοινωνικά ομοιογενές εκλογικό σώμα, καθιστούσε και το κοινοβούλιο ομοιογενές και αποκλειστικό όργανο επιβολής των κυρίαρχων τάξεων.
Έκφραση αυτών των κοινωνικοπολιτκών δεδομένων αποτελούσε η ιδεολογία της «διακυβέρνησης» με τον (ορθό) Λόγο, η αντίληψη, δηλαδή, ότι με τη συζήτηση και την αντιπαράθεση απόψεων στο κοινοβούλιο οι βουλευτές αναζητούν από κοινού την αλήθεια και το «σωστό» και «δίκαιο», το «γενικό συμφέρον», ανταλλάσσοντας λογικά επιχειρήματα για να καταλήξουν σε ορθά και κοινώς αποδεκτά συμπεράσματα. Ανεξαρτήτως κομμάτων.
Ο εκδημοκρατισμός του φιλελεύθερου πολιτεύματος δεν άρχισε παρά με την καθολική ψηφοφορία. Με την καθιέρωσή της διευρύνθηκε η πολιτική ισότητα και επεκτάθηκε η πολιτική ελευθερία.
Οι υπήκοοι της κρατικής εξουσίας γίνονται πολίτες κατά το μέτρο που συμπράττουν στοιχειωδώς στην άσκησή της. Το μέχρι τότε απλώς φιλελεύθερο πολίτευμα εξελίσσεται σε φιλελεύθερη δημοκρατία που αναγνωρίζει σε όλους τους πολίτες, χωρίς νομικές διακρίσεις και προνόμια, τα ίδια δικαιώματα, ατομικά και πολιτικά.
Με την είσοδο των λαϊκών μαζών στο ισχύον πολιτικό σύστημα ολοκληρώθηκε το ανοδικό ιστορικό κύκλωμα της αστικής κυριαρχίας.
Τότε κυριάρχησε και το κοινοβούλιο πάνω στη (μοναρχική) εκτελεστική εξουσία.
Ιδρύθηκαν πολιτικά κόμματα με σαφή ταξικό χαρακτήρα. Οι ταξικοί ανταγωνισμοί μεταφέρθηκαν στο Κοινοβούλιο. Τότε έγινε φανερό ότι η συζήτηση στο κοινοβούλιο δεν είναι αντιπαράθεση συλλογισμών αλλά αντιπαράθεση συμφερόντων.
Έτσι και σήμερα προσέρχονται οι βουλευτές στη Βουλή προαποφασισμένοι ή καθοδηγημένοι από την κομματική ηγεσία τους για το πώς θα ψηφίσουν, και δεν εξαρτούν την ψήφο τους από το αν θα πεισθούν –«ου με πείσεις καν με πείσεις»– από την ανταλλαγή επιχειρημάτων που γίνεται κατά τη συζήτηση.
Κάθε εποχή, όμως, έχει και τη δική της προσέγγιση και ερμηνεία σε τέτοιου είδους δεδομένα.
Με λίγα λόγια, ο κ. Παππάς έχει δίκιο όταν επικαλείται την κομματική πειθαρχία, με τα δεδομένα της Μεταπολίτευσης. Σήμερα οι συνταγματολόγοι ίσως τα θεωρούν όλα αυτά λίγο ναφθαλίνη.
Έστω και με τα μεταπολιτευτικά δεδομένα, να δούμε αν ο υπουργός Επικρατείας βρει το δίκιο του. Διότι κάποια στιγμή έρχεται η ώρα της κρίσεως. Για όλους. Ακόμη και για τον ΣΥΡΙΖΑ.