Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα αποτέλεσε μια μαρτυρική εμπειρία για τον ποντιακό ελληνισμό, ο οποίος υπέφερε τα πάνδεινα στον γενέθλιο τόπο, τις ακτές του Εύξεινου Πόντου, αλλά και στη μητέρα πατρίδα μετά την έλευσή του στην Ελλάδα.
Δεν ήταν μόνο η νοοτροπία πολλών Ελλαδιτών (που και σήμερα εκδηλώνεται απέναντι στον οικουμενικό ελληνισμό) η οποία δυσκόλεψε μέχρι τραγικού σημείου την προσαρμογή των Ποντίων προσφύγων, αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε το ελληνικό κράτος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ρακένδυτοι, ματωμένοι, αποδεκατισμένοι και με την ψυχή στο στόμα, είχαν να αντιμετωπίσουν τεράστιο πρόβλημα κοινωνικής προσαρμογής, ενώ με μειωτικούς χαρακτηρισμούς όπως «τουρκόσποροι», «τουρκομερίτες», «αούτον το παιδίον» και άλλες παρόμοιες απαξιωτικές εκφράσεις, τόσο η πολιτεία όσο και η ελλαδική κοινωνία τους κατέτασσαν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Τους θεωρούσαν δε επιτήδειους, πονηρούς, πολυμήχανους και ελευθερίων ηθών.
Ο ποντιακός ελληνισμός αντιμετώπισε πολλές γενοκτόνες προσπάθειες του αναδυόμενου στις αρχές του 20ού αιώνα τουρκισμού, από σχετικά ήπιες (προσπάθειες εξισλαμισμού και εκπαιδευτικής αλλοτρίωσης) μέχρι βάρβαρες που στιγμάτισαν το ανθρώπινο είδος (δολοφονίες, βιασμούς, καταστροφή οικιών, τάγματα εργασίας, εσωτερικές εξορίες, κρέμασμα στις κεντρικές πλατείες διαφόρων πόλεων του Πόντου). Άντεξε, όμως, χάρη στον επίμονο και σκληρό χαρακτήρα του ο οποίος σφυρηλατήθηκε από τις συνθήκες που διαχρονικά αντιμετώπιζε στη γενέθλια γη.
Μετά την αποτυχία του να πείσει την ελλαδική κυβέρνηση να υποστηρίξει μια ένοπλη εξέγερση για τη δημιουργία ποντιακού κράτους, και ύστερα από παρέμβαση των «συμμάχων» που τον εγκατέλειψαν στην τύχη του, ταυτιζόμενοι με τις κεμαλικές βαρβαρότητες, άρχισε, μετά και την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, το ταξίδι της έλευσης στην Ελλάδα.
Η εμπειρία ήταν απάνθρωπη και καταστροφική. Έπρεπε πρώτα να φθάσουν στην Κωνσταντινούπολη με τουρκικά καράβια κι από εκεί να τους παραλάβουν τα ελληνικά.
Οι συνθήκες μετακίνησης από τα λιμάνια του Ευξείνου ως την Κωνσταντινούπολη ήταν απερίγραπτες. Τους στοίβαζαν, στην κυριολεξία, στον μεγάλο στρατώνα του Σελιμιέ, στις ασιατικές ακτές του Βοσπόρου, όπου οι θάνατοι από τις αρρώστιες και τις άλλες ταλαιπωρίες έφθαναν τους τετρακόσιους την εβδομάδα.
Χωρίς νερό και σωστή τροφή, μέσα στη βρομιά και τη δυσωδία, ζούσαν ένα μαρτύριο χειρότερο και από αυτό της κόλασης.
Όταν τον Μάρτιο του 1924 άρχισε κανονικά η ανταλλαγή πληθυσμών, μια ασύλληπτη οδύσσεια τους περίμενε στο ταξίδι τους προς την Ελλάδα: πείνα, δίψα, ξαγρύπνια, εξάντληση, ψείρα, βρομιά και αρρώστια. Όταν πέθαιναν, τους πετούσαν στη θάλασσα.
Πολλούς, όταν έφταναν στην Ελλάδα, κυρίως στον Πειραιά, τους πήγαιναν κατευθείαν στην καραντίνα της Μακρονήσου. Οι νοσοκόμοι τούς έριχναν σε πρόχειρα λουτρά για να τους κάνουν ζεστά μπάνια, αλλά πριν από αυτό τους έκοβαν με αλογομηχανή τα μαλλιά. Το ψυχολογικό μαρτύριο –ιδίως των γυναικών και των κοριτσιών– από αυτήν την ενέργεια ήταν τεράστιο.
Πηγάδι σε προσφυγούπολη (Drexel University Legacy Center/Esther Pohl Lovejoy, Certain Samaritans)
Ασυνείδητοι προμηθευτές, για να πλουτίσουν, προμήθευαν την καραντίνα με βρομερά μακαρόνια, σκουληκιασμένες ελιές, χαλασμένες ρέγκες, σάπια φρούτα. Σε συνδυασμό με τη δίψα που τους ταλάνιζε, οδηγούσαν τους πρόσφυγες κατευθείαν στο θάνατο. Μαυραγορίτες πουλούσαν ένα καρβέλι ψωμί έναντι μιας χρυσής λίρας και οι πρόσφυγες, για να μπορέσουν να επιβιώσουν, έδιναν ό,τι χρυσαφικά είχαν επάνω τους.
Όπως γράφει ο Χρήστος Σαμουηλίδης, «η σπείρα μάζευε, ξεγύμνωνε, έγδερνε τους δύστυχους Ρωμιούς του Καυκάσου και του Πόντου, που αιώνες τώρα ζούσαν με το όραμα της μητέρας Ελλάδας και των Ελλήνων αδελφών».
Ακόμη και σ’ αυτό το τραγικό περιβάλλον οι Πόντιοι πρόσφυγες έβρισκαν τη διάθεση να χορεύουν τους χορούς της πατρίδας τους.
Η εξοικείωση με το θάνατο τους έκανε περήφανους και ακατάβλητους. Χώροι συγκέντρωσης, όπως η Μακρόνησος, είχαν και τα θετικά τους. Οι πρόσφυγες είχαν τη δυνατότητα να συναντηθούν με συγγενικά ή φιλικά τους πρόσωπα από τα οποία αποχωρίστηκαν κατά τη διαδικασία της έλευσης στην Ελλάδα και για τα οποία δεν γνώριζαν ούτε καν αν ζουν.
Προσφυγικός καταυλισμός στη Μακρόνησο (φωτ.: National Geographic)
Η εγκατάστασή τους έγινε κυρίως στη Μακεδονία, τη Θράκη και τις περιοχές γύρω από την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη.
Ελάχιστα έκανε το ελληνικό κράτος για να τους εντάξει στην ελληνική κοινωνία. Ούτε η ηγετική κοινωνική τάξη της εποχής ενδιαφέρθηκε για την τύχη τους. Αντιθέτως, μέλη της όπως οι μαυραγορίτες, οι λαθρέμποροι, τυχάρπαστοι και αεριτζήδες είδαν τους πρόσφυγες σαν λεία για να γεμίσουν το πουγκί τους. Αρνητικά τους αντιμετώπισε και ο ντόπιος ελλαδικός πληθυσμός, αλλά και ο ίδιος αυτός πληθυσμός είχε τα τεράστια προβλήματά του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έψαχνε το αίτιο αυτής της καταστροφής, και πολλές φορές το εντόπιζε στους πρόσφυγες. Άλλωστε, ασυνείδητοι πολιτικοί για να καλύψουν τις δικές τους ευθύνες έδειχναν με το δάχτυλό τους προς την κατεύθυνση των προσφύγων.
Οι Πόντιοι πρόσφυγες με πολύ κόπο προσπάθησαν να προσαρμοστούν στο νέο, δύσκολο περιβάλλον, και τα κατάφεραν. Η στροφή στην παιδεία για να απεγκλωβιστούν από έναν φαύλο κύκλο στερήσεων και ανέχειας ήταν μια ασφαλής οδός. Η φιλοπρόοδη φύση τους, ο επίμονος χαρακτήρας τους και η αγάπη τους για την πατρίδα τούς βοήθησαν να ενταχθούν στον κοινωνικό ελλαδικό κορμό και να γίνουν αποδεκτοί από την ελλαδική κοινωνία.
Σήμερα αποτελούν ένα δυναμικό τμήμα της ελλαδικής κοινωνίας, με ευαισθησία στα μαρτυρικά δεινά των προγόνων τους. Έχουν τη δύναμη, την υπομονή και την επιμονή να πείσουν την ανθρωπότητα πως υπέστησαν Γενοκτονία. Και παρά τα ελαττώματά τους (κυρίως διχόνοια), είναι αποφασισμένοι να το πετύχουν.