Παρά το γεγονός ότι μπήκαμε για τα καλά στην άνοιξη του 2015 και μεγάλα τμήματα της ακόμη ωραίας Αθήνας μας είναι μεθυσμένα από τις ευωδιές των ανθών των νεραντζιών, μόνο ανάλαφρη και ανέμελη δεν είναι η ατμόσφαιρα απ’ άκρο σε άκρο της Ελλάδος. Οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου έδωσαν στον νέο κυβερνητικό συνασπισμό τη δυνατότητα ανασυγκρότησης και ανανέωσης των εθνικών προσπαθειών, ώστε μέσα από ένα πιο φιλολαϊκό σκεπτικό και μια πιο αποφασισμένη παρουσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων να έδιωχνε την ψυχολογία της μιζέριας και της κατάθλιψης και φυσικά να έφερνε και τα ανάλογα θετικά αποτελέσματα, έστω και σε επίπεδο προοπτικών.
Δυστυχώς, παρά την ιδιαίτερα μεγάλη λαϊκή στήριξη που κέρδισε τις πρώτες εβδομάδες η κυβέρνηση, λόγω των προθέσεων που εκδήλωσε –και μάλιστα με ύφος έντονο και πειστικό– η πραγματικότητα θόλωσε γρήγορα την εικόνα του σχηματισμένου ονείρου. Ήδη ο αριθμός των μελών της νέας κυβέρνησης έσπειρε τις πρώτες αμφιβολίες, εφόσον για άλλη μια φορά το υποσχεθέν μικρό και ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα ξεπέρασε τα σαράντα άτομα. Λογικό ήταν, ένα κόμμα που ξεπετάχτηκε από το σχεδόν τίποτε στα ύψη της κυβερνητικής εξουσίας να παρουσίαζε πολλά περισσότερα από τις συνηθισμένες «παιδικές ασθένειες».
Η επιβεβαίωση ήρθε γρήγορα και έδιωξε πολλά από τα πρώιμα χαμόγελα όσων είχαν ελπίσει πολύ. Βαρουφάκης (με ένα -ν-), Μπαλτάς (πρότυπα σχολεία), Παρασκευόπουλος (Ξηρός), Κατρούγκαλος (δικηγορική πελατεία), Σπίρτζης (Βελουχιώτης), Κουράκης (παραμένει ποιητής), Τασία (λιαζόμενη), για να αναφέρουμε τους πιο διακριθέντες (χωρίς να ξεχνάμε την από την κυβερνητική παράταξη προερχόμενη ιδιαίτερα διακριθείσα Πρόεδρο Ζωή), ταρακούνησαν τη γρήγορα αποκτηθείσα εμπιστοσύνη και επανέφεραν το καθημερινό άγχος σε συνδυασμό με τα μη αποτελέσματα των πηγαινέλα στις διάφορες συναντήσεις των «θεσμών». Πρόσθετα στους «διακριθέντες» υπάρχουν και οι «ανύπαρκτοι», χωρίς ίχνος έργου και προοπτικής επιτυχίας.
Όμως η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί. Δεν υπάρχει περίπτωση ο πρωθυπουργός να μην έχει καταλάβει την ποιότητα του έμψυχου δυναμικού στο οποίο ο ίδιος εμπιστεύθηκε (απερίσκεπτα;) τις τύχες της χώρας. Ίσως φταίνε οι συνιστώσες, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνιστά άλλοθι. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος για χάσιμο. Η κομματική νοοτροπία οφείλει, το ταχύτερο δυνατόν, να παραχωρήσει τη θέση της σε ένα πατριωτικό σκεπτικό παροχής προτεραιότητας σε επιλογές ικανών ατόμων, ασχέτως αν αυτά είναι ή δεν είναι ενταγμένα σε πολιτικούς σχηματισμούς.
Η Ελλάδα δεν έχει στεγνώσει από καθαρά μυαλά και από εξειδικευμένους επιστήμονες. Οι έχοντες νόμιμα την εξουσία οφείλουν να προχωρήσουν σε υπέρβαση και να επιλέξουν επιτέλους μια εθνική ομάδα που θα αντικαταστήσει τη σημερινή ποιοτικά ακατάλληλη κυβέρνηση. Δεν αρκεί καθόλου να είναι η κυβέρνηση απλώς καλύτερη από την κυβέρνηση του Σαμαρά ή του Παπανδρέου. Η κυβέρνηση πρέπει να είναι αντικειμενικά ικανή να αντεπεξέλθει στις σημερινές οξύτατες προκλήσεις.
Ας στελεχωθούν εκ νέου οι υπουργικές θέσεις με βάση τα προσόντα ανθρώπων από την εθνική και όχι από κομματική δεξαμενή. Ο πρωθυπουργός έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη. Πριν είναι αργά, πρέπει να δώσει ένα δείγμα ποιοτικού κυβερνήτη, όχι για να διατηρήσει όση πολιτική συμπάθεια διαθέτει ακόμη στο εσωτερικό ή για να στείλει ένα σήμα σοβαρότητας στο εξωτερικό, αλλά για να γίνει ένα βήμα αποφασιστικό για τη σωτηρία της Ελλάδος.
Ο ανασχηματισμός σε εθνική βάση της κυβέρνησης προβάλει ως σωστότερη κίνηση σε σχέση με τις φημολογούμενες εκδοχές των νέων εκλογών ή του δημοψηφίσματος. Και οι εκλογές και το δημοψήφισμα μπορούν να αποδειχθούν μονοπάτια επικίνδυνα, που θα μας οδηγήσουν όχι μόνο σε διαφορετικά από τα επιδιωκόμενα, αλλά και σε αρνητικά αποτελέσματα.
Ο πρωθυπουργός είχε αποκαλέσει την κυβέρνησή του κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση έχει ήδη αποτύχει και δεν διαθέτει τις προϋποθέσεις για το αναγκαίο καλό. Αν δεν τολμήσει ο υπεύθυνος πρωθυπουργός τώρα, δεν υπάρχει περίπτωση να οδηγηθούμε σε καλές λύσεις στα δύσκολα προβλήματα, διότι αντικειμενικά το διαθέσιμο κομματικό υλικό είναι ανεπαρκές και τα προβλήματα μπορούν να λυθούν όχι τυχαία, αλλά με τη συμβολή ανθρώπων οι οποίοι διαθέτουν τις ειδικές γνώσεις.