Ένα καλαίσθητο λεύκωμα, με τίτλο Μνήμη μου σε λένε Χρύσανθο, το οποίο έγραψε και επιμελήθηκε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Φωτιάδης, κυκλοφόρησε λίγες ημέρες πριν από τη μεγάλη εκδήλωση για τον αξεπέραστο Πόντιο καλλιτέχνη, που θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη την Κυριακή 29 Μαρτίου. Το λεύκωμα αναφέρεται στη ζωή και το έργο του Χρύσανθου και είναι διανθισμένο με πλήθος φωτογραφιών από τη ζωή του.
Στο εισαγωγικό του σημείωμα ο Κ. Φωτιάδης επισημαίνει: «Σπανίζουν οι άνθρωποι που έχουν τη θεία χάρη να κερδίζουν μια θέση στον κοσμικό παράδεισο, να τους αγαπά και να τους θαυμάζει ένας κόσμος άδολος, απλός, ταπεινωμένος και ξεριζωμένος. Ο Χρύσανθος είναι μια από αυτές τις εξαιρέσεις. Είναι ο Πόντιος καλλιτέχνης που λειτούργησε ως γέφυρα επικοινωνίας και ένωσε, μέσα από τα τραγούδια του, τον προσφυγικό ελληνισμό με τις αλησμόνητες πατρίδες. Ο προσφυγικός ελληνισμός τού χρωστά πολλά.
»Ο Χρύσανθος, με την ξεχωριστή ερμηνεία του ποντιακού τραγουδιού που επιχείρησε, ευαισθητοποίησε τα οράματα με νότες, κυριάρχησε στο στίχο, στην αλήθεια, στην ψυχή μας. Και κατοίκησε στο πιο αληθινό κομμάτι της ψυχής μας. Γιατί ο ποντιακός ελληνισμός σε αυτήν τη μακρά διαδρομή του στην ιστορία έπεσε στις ξέρες της μακρόχρονης βαρυχειμωνιάς, αυτής που εμπόδισε τα λουλούδια της ψυχής να ανθίσουν και να ευωδιάσουν. Σε αυτό το τοπίο ο Χρύσανθος στάθηκε με τη μουσική του το πέρασμα της άνοιξης, η ψυχή μας, η δική μας αλήθεια. Με τη δική του συντροφιά ανθίσαμε, γαλουχηθήκαμε, παλέψαμε τα στοιχεία και τα στοιχειά».
Το χωριό Πεζιρκιάν-γκετσίτ
Ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1933 στην Οινόη της Κοζάνης από γονείς αγρότες που κατάγονταν από το χωριό Πεζιρκιάν-γκετσίτ του Καρς.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα. Οι καλλιτεχνικές του ευαισθησίες δεν περιορίζονταν μόνο στο τραγούδι. Ζωγράφιζε επίσης πολύ ωραία, μα πάνω από όλα ήταν ένα φιλοσοφημένο άτομο που έβρισκε την ευτυχία και την οικογενειακή γαλήνη με τα όπλα που του χάρισε η φύση.
Έφτιαξε ένα ντέφι και όταν το βράδυ, ύστερα από την κούραση της ημέρας, γινόταν η σύναξη της οικογένειας, έπαιζε και έβαζε το κάθε παιδί να τραγουδά ξεχωριστά με τη σειρά. Κάποια μέρα, περνώντας κάποιος έξω από το σπίτι κι ακούγοντας αυτήν την πανδαισία μελωδικών παιδικών φωνών είπε: «Αούτος να τρώει ψωμί κ’ έχ’ και τέρεν ντο τρανόν χαράν έχ’».
Ο Χρύσανθος ξεχώριζε από μαθητής Δημοτικού όχι μόνο στα γράμματα αλλά και στο τραγούδι. Ήταν εργατικό και υπάκουο παιδί. Συμμετείχε στο θερισμό και βοηθούσε την οικογένεια σε όλες τις δουλειές.
Οι ανάγκες της επιβίωσης ανάγκασαν την οικογένεια να κατέβει στην πρωτεύουσα και να εγκατασταθεί στη Δραπετσώνα. Ο Χρύσανθος σπούδασε λογιστική αλλά όταν απολύθηκε από το στρατό, το 1953, έμεινε χωρίς δουλειά. Το αμάρτημα του κομμουνιστή πατέρα τον συνόδευε πάντα. Εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής και με τα τραγούδια του, ποντιακά, τουρκικά και λαϊκά, ξεσήκωνε τις γειτονιές.
Ο μεγάλος Πόντιος θεατράνθρωπος Νικόλαος Σπανίδης, μαγεμένος από την αγγελική του φωνή, του πρότεινε να τραγουδήσει στο θέατρο Κοτοπούλη, σε μια θεατρική του παράσταση, όπου ο Χρύσανθος αποθεώθηκε. Ήταν το βάπτισμα για τη νέα, πολλά υποσχόμενη, καλλιτεχνική του πορεία.
Συμμετοχή σε ποντιακή θεατρική παράσταση του Νίκου Σπανίδη μαζί με τη Μάρθα Καραγιάννη
Από τη δεκαετία του 1950 αρχίζει να τραγουδά ερασιτεχνικά στον ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας με τον Νίκο Παπαβραμίδη, αργότερα με τον Νίκο Λαζαρίδη και με ουσιαστικό προστάτη τον Νίκο Σπανίδη. Το 1954 κυκλοφορεί ο πρώτος του δίσκος 78 στροφών. Από το 1960 ακολουθούν δίσκοι των 30, 45, και αργότερα 33 στροφών. Χρόνο με το χρόνο καταξιώνεται ως καλλιτέχνης της προσφυγιάς. Η ζωή του έγινε η συνείδηση του ποντιακού στοιχείου.
Το 1959 έρχεται στη Θεσσαλονίκη, αποφασισμένος να ασχοληθεί επαγγελματικά με το παραδοσιακό τραγούδι, όπου και συνεργάζεται με τον Γιώργο Πετρίδη, τον Γώγο, τον πατριάρχη της λύρας. Από αυτήν τη θρυλική συνεργασία δύο ανθρώπων με σπάνια και πλούσια μουσικά χαρίσματα καθιερώνεται και καταξιώνεται τα επόμενα χρόνια η ποντιακή μουσική. Διαμορφώνεται το δημοφιλέστερο ποντιακό δίδυμο στον τομέα της μουσικής.
Μένει στη Θεσσαλονίκη ως το 1975. Συνεργάζεται με την Εύξεινο Λέσχη και τον λαογράφο Στάθη Ευσταθιάδη, σε ραδιοφωνικές εκπομπές και θεατρικές παραστάσεις.
Συνεργάστηκε επίσης με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, τον Νίκο Γκάτσο, τον Νίκο Ξυλούρη, τη Μαρίζα Κωχ, τη Δήμητρα Γαλάνη και τον κορυφαίο Στέλιο Καζαντζίδη· ερμήνευσε το τραγούδι «Του Μεγαλέξανδρου» στην επώνυμη ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Βραβεύτηκε σε φεστιβάλ, ταξίδεψε στο εξωτερικό, συνεργάστηκε με πολλούς Πόντιους λυράρηδες.
Ο σταυρωμένος ποντιακός ελληνισμός μέσα από τη φωνή και τη λαϊκή θυμοσοφία του Χρύσανθου στέριωσε, έκλαψε, αγάπησε και πόνεσε αλλά, κράτησε όρθιος. Ο βάρδος του ποντιακού ελληνισμού τραγούδησε για πολλά χρόνια τα πάθη, την ελπίδα και τους καημούς των ξεριζωμένων Ποντίων προσφύγων.
Δύο μέρες πριν αφήσει τον κόσμο τούτο, ο Χρύσανθος συμμετείχε σε μια μεγάλη εκδήλωση που είχε οργανώσει με όλους τους Πόντιους καλλιτέχνες ο Κ. Φωτιάδης, με τίτλο «Μνήμη μου σε λένε Πόντο».
Ήταν η πρώτη μουσική παράσταση στην οποία ακούστηκαν τα περισσότερα ιστορικά τραγούδια του Πόντου, από την ακριτική περίοδο ως την αντίστοιχη πέτρινη του Εμφυλίου και του κυπριακού αγώνα. Εκεί ο Κ. Φωτιάδης μαζί με τον Γ. Ποζίδη του πρότειναν ένα μακρύ ταξίδι στο Καρς. Αυτός όμως είχε άλλα σχέδια. Οργάνωνε το μεγάλο του ταξίδι. Το ίδιο βράδυ, ο Χρύσανθος έκανε την πρόταση της ομαδικής φωτογραφίας όλων των καλλιτεχνών.
30 Μαρτίου 2005. Ο Χρύσανθος ήταν 71 ετών.