Στις 12 Δεκεμβρίου 1891, σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας Νίγδης στα βάθη της Μικράς Ασίας, τον Πόρο Καππαδοκίας, γεννήθηκε ένας άνθρωπος που έμελλε να βάλει –επί μισό και πλέον αιώνα– τη δική του σφραγίδα στα οικονομικά και βιομηχανικά δρώμενα της ελληνικής επικράτειας. Έγινε ένα αναγνωρίσιμο ισχυρότατο όνομα, Κροίσος, επικρίθηκε όμως όσο λίγοι μεταξύ άλλων για τις διασυνδέσεις του με δικτατορικά καθεστώτα και τους Ναζί.
Ο μικρός «Μποντό», όπως τον φώναζαν τα παιδιά στη γειτονιά, με γονείς ένα φτωχό ζευγάρι Ελλήνων αγροτών –τον Θωμά και τη Δέσποινα Αθανασιάδη που είχαν πέντε παιδιά– μετονομάστηκε τα χρόνια που ακολούθησαν σε «Μποδοσάκης», παραφθορά του ονόματος «Πρόδρομος» στα τουρκικά.
Ο Πρόδρομος ως μαθητής του δημοτικού σχολείου και μέχρι τα δέκα του χρόνια δεν διέθετε ούτε τα στοιχειώδη βιβλία και τετράδια.
Ένα επιχειρηματικό μυαλό γεννιέται στα Άδανα
Εγκαταλείποντας πρόωρα τη σχολική εκπαίδευση, έφυγε για να αναζητήσει την τύχη του στη Μερσίνα των Αδάνων καταφέρνοντας με όπλα το ζήλο και τη μεθοδικότητά του να αναδειχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους οικονομικούς παράγοντες της περιοχής. Και μάλιστα πριν καλά-καλά γίνει 17 ετών.
Χαρακτηριστικά του επιχειρηματικού δαιμονίου που τον διακατείχε από εκείνη την εποχή, είναι τα λόγια του που περιλαμβάνονται στις ανέκδοτες αυτοβιογραφικές σημειώσεις του λίγο μετά την ενοικίαση, με τον πατέρα του, ενός καταστήματος με λιανεμπόριο δημητριακών: «Σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να περιοριστούμε στο εμπόριο δημητριακών κι έτσι υπέδειξα στον πατέρα και στους αδελφούς μου να νοικιάσουμε έναν υδρόμυλο». Με τις αιματηρές οικονομίες των πρώτων ετών κατόρθωσε στα 18 του να αγοράσει από κοινού με την οικογένειά του έναν ατμοκίνητο αλευρόμυλο.
Από εκεί κι έπειτα ακολούθησε μια ιδιαίτερα επιτυχημένη επιχειρηματική πορεία με αποτέλεσμα, μέχρι την ηλικία των 30, να καταφέρει να ανελιχθεί σε σημαντικό επιχειρηματικό παράγοντα ολόκληρης της Τουρκίας. Αγοράζοντας το κοσμοπολίτικο «Σπόρτινγκ Κλουμπ» της Σμύρνης (έτσι το έλεγαν οι ντόπιοι), το μετέτρεψε σε λέσχη των Ελλήνων Αξιωματικών και σχεδόν ταυτόχρονα, το 1918, πρόσθεσε στη λίστα των αποκτημάτων του (με σκοπό την επιχειρηματική του αξιοποίηση) το θρυλικό ξενοδοχείο «Πέρα Παλάς» στην Κωνσταντινούπολη, κάνοντάς το το κέντρο όλων των κοινωνικών εκδηλώσεων της Πόλης.
Η επέκταση της δράσης του στην Ελλάδα
Ήταν η εποχή του ξεριζωμού των Ελλήνων από τη Σμύρνη κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής όταν ο Μποδοσάκης –μετά από παρακίνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου– άρχισε να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο μετάβασής του στην Ελλάδα. Έτσι λοιπόν, μετά από αρκετή σκέψη και λεπτομερή προγραμματισμό των επόμενων κινήσεών του, κατέφθασε στην Αθήνα στις 10 Νοεμβρίου του 1923 φέρνοντας μαζί του όση από την περιουσία του είχε καταφέρει να περισώσει μετά την Καταστροφή του 1922.
Εγκαθιστώντας τα γραφεία του στο Μέγαρο Καραπάνου, επί της οδού Σταδίου, ίδρυσε αρχικά μια μονάδα παραγωγής τούβλων στον Παράδεισο Αμαρουσίου επί της λεωφόρου Κηφισίας. Όλες του όμως οι πρώτες επιχειρηματικές προσπάθειες στο ελληνικό έδαφος στέφθηκαν από αποτυχία, όταν ήρθε αντιμέτωπος με τα γρανάζια της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας.
Αρχές του 1925 είχε φτάσει στο χείλος της καταστροφής καθώς ενεπλάκη ανεπιτυχώς και στο ελληνικό χρηματιστήριο, φτάνοντας ακόμη και σε σημείο να εκποιήσει κοσμήματα της γυναίκας του και διάφορα οικιακά είδη προσπαθώντας να εξοφλήσει τα χρέη του. Η στήριξη που δέχτηκε τη συγκεκριμένη περίοδο από τον τότε δικτάτορα της χώρας Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος του χορήγησε δάνειο έξι εκατομμυρίων δραχμών από την Εθνική Τράπεζα, στάθηκε αργότερα η αιτία να κατηγορηθεί από τους διώκτες του ως «θεράπων της δικτατορίας» και να οδηγηθεί για έξι μήνες στις φυλακές Συγγρού.
Ωστόσο δεν πτοείται και ξεκινάει ξανά επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία καταλήγει σε μια σειρά επιχειρήσεις: χημικές βιομηχανίες, υαλουργεία, ναυτιλιακές εργασίες, οινοπνευματώδη, ορυχεία και μεταλλεία, πυρομαχικά, που κάλυπταν το 35% του βιομηχανικού δυναμικού της χώρας.
Η ΠΥΡΚΑΛ, την οποία απέκτησε ο Μποδοσάκης το 1934, έγινε μια αυτοκρατορία και στήριξε την Ελλάδα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εγκαταστάσεις της όμως και τα αποθέματα πυρομαχικών πέρασαν άθικτα στα χέρια των Γερμανών κατά την Κατοχή, κάτι για το οποίο κατηγορήθηκε ο Μποδοσάκης.
Στην Ελλάδα επέστρεψε από τις ΗΠΑ όπου πήγε κατά τον πόλεμο το 1945 και συνέχισε ενισχύοντας τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Δημιούργησε χιλιάδες θέσεις εργασίας και στήριξε οικονομικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκκλησίες, φιλανθρωπικά ιδρύματα, πνευματικούς και καλλιτεχνικούς οργανισμούς, σχολεία αλλά και ιατρικές έρευνες. Η ανέγερση του μεγάρου της ΕΣΤΙΑΣ Νέας Σμύρνης είναι ένα από τα έργα των οποίων ανέλαβε τη χρηματοδότηση.
Εκατοντάδες Έλληνες φοιτητές εκπαιδεύτηκαν με δικές του υποτροφίες στο εξωτερικό. Ακόμα και το σπίτι του δώρισε στο ελληνικό κράτος (εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού), ενώ έξι μήνες πριν πεθάνει, έγραψε τη διαθήκη του κληροδοτώντας ολόκληρη την περιουσία του στο ίδρυμα που σύστησε και το οποίο φέρει το όνομά του.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1979, σε ηλικία 88 ετών, ο Μποδοσάκης έσβησε από οξύ πνευμονικό οίδημα.