«Όταν γεννήθηκα, η γιαγιά μου έβαλε πλάι στην κούνια μου τρία πιατάκια με γλυκό του κουταλιού: βύσσινο, νεράντζι, καρυδάκι. Για να φάνε οι μοίρες και να γλυκαθούνε και να είναι καλές μαζί μου. Το άλλο πρωί τα πιατάκια ήταν άδεια. Εγώ πιστεύω πως ο χρόνος ήρθε κι έφαγε και από τα τρία. Είναι καλός μαζί μου ο χρόνος…».
Λόγια που αναδύονται από μια ψυχή γεμάτη συναίσθημα και που λειτουργώντας σαν ένα αόρατο πινέλο χρωματίζουν καθετί γύρω τους με τα πιο όμορφα και ζεστά χρώματα.
Ακριβώς όπως υπήρξε και η ψυχή του «Γιάγκου», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, ή του κατά κόσμον Κώστα Γιαννίδη. Ένα όνομα που ισοδυναμεί με τα μελωδικά αποτυπώματα ενός μουσικοσυνθέτη, μαέστρου και πιανίστα, τα οποία σε παίρνουν από το χέρι και σε ταξιδεύουν σε μονοπάτια που υμνούν τη χαρά της ζωής αλλά και τις πίκρες και τη νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες.
Όταν ο «Γιάγκος» έγινε Κώστας Γιαννίδης
Κώστας Γιαννίδης ήταν το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε τις μουσικές του δημιουργίες ο γεννημένος στις 23 Αυγούστου 1903, στη Σμύρνη, Γιάννης Κωνσταντινίδης, όπως ήταν αρχικά το όνομά του πριν τον «βαφτίσει» για δεύτερη φορά ο Δημήτρης Γιαννουκάκης με τον οποίο έγραψαν αργότερα την οπερέτα Η κουμπάρα μας. Η αλλαγή του ονόματος κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να μην συγχέεται με τον καθιερωμένο τότε συνθέτη Γρηγόρη Κωνσταντινίδη, αλλά και για να παραμένει εύκολα στο νου των ακροατών, όπως υπαγορεύουν μέχρι σήμερα οι άγραφοι νόμοι του καλλιτεχνικού χώρου.
Ο πατέρας του, Γιώργος (Τζώρτζης) Κωνσταντινίδης, ασχολήθηκε με το εμπόριο σταφίδας εξασφαλίζοντας στην οικογένειά του άνετη διαβίωση έως και την Καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Η μητέρα του Ευαγγελία Ξένου, δυναμική, με ισχυρή προσωπικότητα και έντονες καλλιτεχνικές τάσεις, επηρέασε σημαντικά τον γιο της που έμελλε να αναδειχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες στην αρένα του ελαφρού τραγουδιού. Ο ίδιος τής αφιέρωσε τη Μικρασιατική ραψωδία για ορχήστρα.
Ωστόσο ο πρώτος άνθρωπος που χάραξε με ανεξίτηλο χρώμα τις πινελιές του στον μουσικό καμβά του Κώστα Γιαννίδη ήταν ο Δημοσθένης Μιλανάκης, ο οποίος του παρέδωσε τα πρώτα του μαθήματα πιάνου και αρμονίας.
Η συνέχεια της καλλιτεχνικής πορείας στη Γερμανία
Τις παραμονές της Καταστροφής του 1922, με τη σύμφωνη γνώμη των οικονομικά κατεστραμμένων γονιών του, κατέφυγε στη Γερμανία όπου για αρκετά χρόνια σπούδασε μουσική, αρχικά στη Δρέσδη και μετά στο Βερολίνο, στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία και στο Ωδείο Στερν. Το πρώτο διάστημα της παραμονής του σε γερμανικό έδαφος αναγκάζεται, για βιοποριστικούς λόγους, να παίζει πιάνο σε ζαχαροπλαστεία, καμπαρέ, θέατρα και κινηματογράφους, αναλαμβάνοντας τη μουσική συνοδεία διαφόρων ταινιών.
Κάποια στιγμή αποφάσισε να ασχοληθεί και με τη ζωγραφική και τη σκιτσογραφία, επηρεασμένος από τις καρικατούρες του Τζορτζ Γκρος.
Σταθμός για τη μετέπειτα πορεία του υπήρξε και το ότι τότε συνδέθηκε φιλικά με τον κύκλο των εκεί Ελλήνων σπουδαστών και κυρίως με τον νεαρό Νίκο Σκαλκώτα, που βρισκόταν επίσης στα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα. Ερχόμενος σε επαφή με μια υψηλού επιπέδου μουσική ζωή, είχε πλέον τη δυνατότητα να συναναστραφεί και να γνωρίσει από κοντά μεγάλες μουσικές προσωπικότητες όπως ο Στραβίνσκι, ο Προκόφιεφ, ο Μπάρτοκ, ενώ συγχρόνως σπούδασε θεωρητικά, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας με σημαντικούς δασκάλους μεταξύ των οποίων ο Καρλ Έρενμπεργκ και ο Κουρτ Βάιλ.
Η πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτη στο Θέατρο του Στράλσουντ της βόρειας Γερμανίας πραγματοποιήθηκε με την οπερέτα Το μικρόβιο της αγάπης το 1927, ενώ το φθινόπωρο του 1931 ήρθε στην Ελλάδα με σκοπό να συνοδέψει ελληνολάτρες φίλους του σε διακοπές τους στην Αστυπάλαια. Τότε όμως συνέβη κάτι που δεν το είχε σχεδιάσει από πριν, κάτι από αυτά τα απρόσμενα που σου επιφυλάσσει η ζωή και είναι τόσο δυνατό που καθορίζει όλη την υπόλοιπη διαδρομή σου.
Το γραφικό και γεμάτο χρώματα, μυρωδιές και εικόνες ελληνικό τοπίο άσκησε πάνω του τέτοια γοητεία, που από εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να παραμείνει μόνιμα στον ευλογημένο αυτόν τόπο.
Η εγκατάσταση στην Ελλάδα και η στροφή στο ύφος της σύνθεσης
Από εκεί κι έπειτα όλα πήραν πλέον το δρόμο τους κι εκείνος βρέθηκε να εξασκεί αυτό που αγαπούσε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Να συνθέτει μελωδίες και να αναζητά συνεχώς νέα ερεθίσματα για να εμπλουτίζει το ρεπερτόριο της καλλιτεχνικής του δράσης. Παρουσίασε περίπου 50 οπερέτες, μουσικές κωμωδίες και πολλές επιθεωρήσεις, και παράλληλα διατέλεσε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και της Ένωσης Μουσουργών Ελλάδος, διευθυντής του Τμήματος Ελαφράς Μουσικής του ΕΙΡ από το 1946 έως το 1952, καθώς και μουσικός διευθυντής στην ΥΕΝΕΔ την περίοδο 1952-1960.
Η πρώτη του επιθεώρηση είχε τίτλο Αέρας φρέσκος και ανέβηκε στο θέατρο Έντεν στο Θησείο.
Το 1960 τιμήθηκε με το α’ βραβείο του Φεστιβάλ Μεσογειακού Τραγουδιού της Βαρκελώνης με το εξαίρετο τραγούδι του «Ξύπνα αγάπη μου», που ερμήνευσε η Νάνα Μούσχουρη. Στον ελληνικό κινηματογράφο υπογράφει τη μουσική επένδυση σε επτά ταινίες, μεταξύ των οποίων Η προσφυγοπούλα, Οι Γερμανοί ξανάρχονται και Ο μεθύστακας.
Η προχειρότητα στη δισκογραφία, στο θέατρο και στον κινηματογράφο γίνεται μέρα με τη μέρα ανυπόφορη για τον συνθέτη.
Αρνούμενος να εξαρτάται από τις ωφελιμιστικές νοοτροπίες των εταιρειών και των παραγόντων του θεάματος, αποφασίζει, έπειτα από προτροπή του Δημήτρη Μητρόπουλου, να γράψει έργα για ορχήστρα: τις Δύο δωδεκανησιακές σουίτες και τη Μικρασιατική ραψωδία.
Ο διευθυντής του Ωδείου Αθηνών Σπύρος Φαραντάτος του ζητά ελληνικά κομμάτια για πιάνο για να παίζουν τα παιδιά, μια ιδέα από την οποία ο Γιαννίδης εμπνέεται και χρησιμοποιώντας ελληνικές μελωδίες γράφει (ως Γιάννης Κωνσταντινίδης) τα 44 παιδικά κομμάτια, που τυχαίνουν καθολικής αναγνώρισης ως βασικά θεμέλια ενός μελλοντικού αξιοσέβαστου ρεπερτορίου για κάθε πιανίστα.
Η συνεργασία του με τη Σοφία Βέμπο αποτέλεσε κομβικό σημείο στη σταδιοδρομία του, γιατί χάρη στη φωνή της κατάφερε να κάνει τη στροφή του, μη αντέχοντας να γράφει πια μόνο ταγκό, όπως απαιτούσαν οι θεατρικοί επιχειρηματίες και ο τότε κόσμος της δισκογραφίας.
Χαρακτηριστική είναι και η σχετική δήλωσή του, στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε το 1983 στον Γιώργο Παπαστεφάνου, αναφερόμενος στις μάχες που αναγκαζόταν να δίνει με τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή προκειμένου να γράψει και κάτι διαφορετικό από ταγκό, με τον επιχειρηματία να του απαντά: «Κύριε Γιαννίδη, δεν μπορείτε εσείς να παίζετε με τα λεφτά μου… Απαιτώ να φύγει το κομμάτι!». Ο λόγος για το κομμάτι «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα», που ο συνθέτης έγραψε για τη Σοφία Βέμπο και το οποίο πέρασε με τον καιρό στη σφαίρα της διαχρονικότητας.
Ωστόσο η πρώτη αδιαφιλονίκητη μεγάλη επιτυχία του ήρθε το 1933, όταν, μαζί με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Αλέκο Σακελλάριο, έγραψε το πασίγνωστο «Θα ξανάρθεις», το οποίο τραγούδησε το «φιντάνι» στη δισκογραφία εκείνης της εποχής, η Δανάη.
Η επιτυχία «Θα ξανάρθεις», που ερμηνεύει η πρωτοεμφανιζόμενη Δανάη σε μουσική Κώστα Γιαννίδη
Αναρίθμητα τα τραγούδια που μας κληροδότησε από αυτήν την ξεχωριστή μελωδική του φαρέτρα. Ανάμεσα στα 100 περίπου τραγούδια του που είχαν σχεδόν όλα μεγάλη επιτυχία, είναι τα: «Θα ‘ρθω μια νύχτα με φεγγάρι», «Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου», «Λες και ήταν χτες», «Πάμε σαν άλλοτε», «Για σένα μονάχα», «Βαρκαρόλα», «Θα σε πάρω, θα με πάρεις».
Ο θάνατος του «γητευτή» της μουσικής και οι ηχηρές απουσίες
Ο θάνατος του Κώστα Γιαννίδη, στις 17 Ιανουαρίου 1984 στην Αθήνα, σχεδόν συνέπεσε με το θάνατο του λαϊκού συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη, στις 18 Ιανουαρίου. Αίσθηση είχε προκαλέσει το γεγονός ότι στην κηδεία του Τσιτσάνη παρέστη σύσσωμος ο πολιτικός και καλλιτεχνικός κόσμος, ενώ στην κηδεία του μεγάλου και χαρισματικού συνθέτη των επιτυχιών του ελαφρού τραγουδιού παρευρέθηκαν μόλις δώδεκα άτομα, μαζί με τους συγγενείς.
Επίσης είναι λυπηρό το ότι παρά την πολύτιμη και μακροχρόνια καλλιτεχνική του προσφορά, είχε λάβει μόλις μια σύνταξη β’ κατηγορίας από το ελληνικό κράτος.
Αρκετά χρόνια αργότερα, οι ενέργειες φορέων και προσώπων, κυρίως μέσω του Εργαστηρίου Ελληνικής Μουσικής «Γιάννης Κωνσταντινίδης», συνέβαλαν στη μεταθανάτια διάσωση του έργου του, που σήμερα αποτελεί αντικείμενο μελέτης μέσα από επανεκδόσεις, ηχογραφήσεις και συναυλιακές παρουσιάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.