Το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «BARBAROS» και τα τουρκικά πολεμικά σκάφη που το συνοδεύουν ετοιμάζονται, στο λιμάνι της κατεχόμενης Αμμοχώστου, να αναλάβουν μια δεύτερη φάση ερευνών σε άλλα οικόπεδα της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Η Άγκυρα συμπεριφέρεται ως να έχει τα ίδια δήθεν δικαιώματα για έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ, επικαλούμενη τη συμφωνία της με το υποτελές ψευδοκράτος στην κατεχόμενη Κύπρο. Προβάλλει επίσης τις γνωστές θεωρίες της για δήθεν δική της ΑΟΖ, αμφισβητώντας τις πρόνοιες του Διεθνούς Θαλασσίου Δικαίου για την ΑΟΖ των νησιών.
Η Άγκυρα επιδιώκει, με απλά λόγια, να υφαρπάξει το μεγαλύτερο μέρος της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου είτε με το πρόσχημα του «ισότιμου» δήθεν ρόλου των Τουρκοκυπρίων, που είναι διπλωματικά πιο αποδεκτό, είτε με τις δικές της αξιώσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ, τις οποίες φιλοδοξεί να επιβάλει μέσα από μια «λύση» στα δικά της μέτρα.
Η Άγκυρα εκτιμά ότι η χλιαρή καταδίκη και αντίδραση, που αντιμετώπισε στην πρώτη φάση, της επιτρέπει να προχωρήσει σε μια δεύτερη φάση, με στόχο να προβάλει μια εικόνα «ίσων» δικαιωμάτων στην Κυπριακή ΑΟΖ του ψευδοκράτους και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκία έσπευσε ν’ ανακηρύξει, το 1983, «ανεξάρτητο κράτος» στην κατεχόμενη Κύπρο. Διεκδικεί όμως ταυτόχρονα λόγο και «δικαιώματα» στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου στον Νότο, ορεγόμενη τον ενεργειακό της πλούτο.
Η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, της οποίας η Κύπρος είναι μέλος, ήταν σχετικά χλιαρή. Δεν έγινε καμία αναφορά στο ενδεχόμενο κυρώσεων κατά της Τουρκίας, στην περίπτωση που αυτή συνέχιζε την εισβολή στην Κυπριακή ΑΟΖ και τις παράνομες έρευνες. Η ίδια όμως η αντίδραση της ελληνικής πλευράς εγκλωβίσθηκε στην κατευναστική πολιτική που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση έναντι της Άγκυρας.
Αντί δηλαδή ν’ αναληφθεί συνδυασμένη διπλωματική εκστρατεία από την Αθήνα και τη Λευκωσία, αναζητήθηκαν πάλι τρόποι για εκτόνωση της κρίσεως και αποφυγή περαιτέρω κλιμακώσεώς της. Επελέγη ως φόρμουλα η σύγκληση της τρίτης Συνόδου Κορυφής Στρατηγικής Συνεργασίας Ελλάδος-Τουρκίας στην Αθήνα. Πώς είναι δυνατόν να κλιμακωθεί μια διπλωματική εκστρατεία κατά της Άγκυρας για την εισβολή στην Κυπριακή ΑΟΖ, όταν η ίδια η Αθήνα, χωρίς να έχει αποχωρήσει το «BARBAROS», υποδέχεται τον Τούρκο πρωθυπουργό και συζητά για δήθεν στρατηγική συνεργασία;
Η πολιτική αυτή είναι ολέθρια και στέλνει μήνυμα στην άλλη πλευρά ότι μπορεί εκ του ασφαλούς να συνεχίσει την πολιτική αυτή. Οι ομιχλώδεις επίσης συζητήσεις στην Αθήνα για την εξεύρεση φόρμουλας που θα εκτόνωνε την κρίση, δημιούργησαν την εντύπωση ότι η ελληνική πλευρά προέβη σε υποχωρήσεις και ότι συζητά καταρχήν το ενδεχόμενο ν’ αποτελέσει το θέμα του φυσικού αερίου αντικείμενο των διακοινοτικών συνομιλιών. Το θέμα αυτό είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την ελληνική πλευρά – οποιαδήποτε υποχώρηση δεν θα διακύβευε μόνο το φυσικό αέριο αλλά ταυτόχρονα τα κυριαρχικά δικαιώματα και την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αυτός είναι, άλλωστε, ο στόχος του «BARBAROS». Να τορπιλίσει την Κυπριακή Δημοκρατία και την κυριαρχία της και να την εξισώσει με το ψευδοκράτος. Σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα άνοιγε το δρόμο για μια «λύση» που θα της επέτρεπε ν’ αρπάξει το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου είτε με το πρόσχημα των Τουρκοκυπρίων είτε, μέσα από την αναθεώρηση της Κυπριακής ΑΟΖ, με τη βοήθεια των Τουρκοκυπρίων, που θα είχαν «ίσο» λόγο στο νέο «συνεταιρικό κράτος».
Η Αμερικανίδα υφυπουργός Βικτόρια Νούλαντ, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την επιβολή του κοινού ανακοινωθέντος Αναστασιάδη-Έρογλου, παρενέβη πάλι παρασκηνιακά και πρότεινε να προστεθεί στο κοινό ανακοινωθέν μια παράγραφος που θα αφορούσε διακοινοτική συμφωνία για το φυσικό αέριο. Προς την ίδια κατεύθυνση ασκεί πιέσεις επίσης ο ειδικός αντιπρόσωπος στο Κυπριακό του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Έσπεν Μπαθ Άιντα. Η κατευναστική πολιτική που ακολούθησε η ελληνική πλευρά υπονόμευσε επικίνδυνα τη θέση της.
Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση η ελληνική πλευρά ν’ αποδεχθεί διακοινοτικοποίηση του φυσικού αερίου ή να επισπεύδει για δήθεν «λύση». Προτεραιότητα έχει η διαφύλαξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και η διασφάλιση των όρων για την αξιοποίηση του φυσικού της αερίου, που θ’ αναβαθμίσει τη γεωστρατηγική σημασία της και τις προϋποθέσεις για μια αποδεκτή λύση.