Τα Φώτα ή Θεοφάνια ήταν και είναι μία από τις πιο λαμπρές γιορτές της Χριστιανοσύνης. Με τη γιορτή αυτή κλείνει και το Δωδεκαήμερο, που στον Πόντο το έλεγαν: τα Καλαντόφωτα. Στον Πόντο, όταν επρόκειτο να δηλώσουν κάποια γνωστά πράγματα σε κάποιον που απορούσε, του απαντούσαν: «’Σ σην έμπαν είναι τα Κάλαντα και ‘ς σ’ έξ τα Φώτα», δηλαδή: Στην είσοδο του Γενάρη είναι η Πρωτοχρονιά και στις έξι τα Θεοφάνια.
Στον Πόντο, όπως και στη μητροπολιτική Ελλάδα, στις 5 Γενάρη, παραμονή των Φώτων, ο αγιασμός των υδάτων γινότανε μέσα στην εκκλησία. Πίστευαν δε ότι αυτή τη μέρα στον Ιορδάνη ποταμό άνοιξε ο ουρανός και το άγιο φως κατέβηκε σαν πουλί πάνω από το Χριστό.
‘Σ σον Ιορδανοπόταμον ο ουρανόν ενοί(γ)εν
και τ’ αεφώς άμον πουλίν ‘ς σον Χριστόν εκατήβεν.
Στον Πόντο, ανήμερα τα Φώτα, θα γινότανε ο φωτισμός των υδάτων στην ύπαιθρο. Με μεγάλη λαμπρότητα γινότανε αυτό στις παράλιες πόλεις.
Αυτή τη μέρα όλος ο πληθυσμός των πόλεων της ενδοχώρας κατέβαινε στη θάλασσα για να παρακολουθήσει την κατάδυση του Σταυρού, και είχε ένα ασύγκριτο και επιβλητικό μεγαλείο η πομπή, η τελετή, η παράσταση, το θέαμα.
Η μέρα αυτή και στον Πόντο είχε ξεχωριστή σημασία και ήταν και είναι μια από τις σπουδαιότερες Δεσποτικές γιορτές της Χριστιανοσύνης. Πρώτον, γιατί γίνεται αναπαράσταση του λυτρωτικού γεγονότος της Βάφτισης του Κυρίου, και δεύτερον, της Αποκάλυψης (Θεοφανίας και Επιφανίας) του τριαδικού Θεού.
Με την κατάδυση του Σταυρού αμολούσανε περιστέρια και σε αρκετά μέρη έριχναν «φουσέκια» (ρουκέτες). Οι νέοι έπεφταν στη θάλασσα για να πιάσουν το Σταυρό. Αυτός που έπιανε το Σταυρό τον έδινε στον Παπά και στη συνέχεια τον περιέφεραν στα σπίτια ή οι επίτροποι της εκκλησίας ή ομάδα νέων ή κατ’ άλλους τρόπους (που δεν είναι του παρόντος). Τα χρήματα, που μάζευαν, συνήθως πήγαιναν στο κοινοτικό ταμείο ή αλλού, για το καλό του τόπου, ή κάπου διαφορετικά.
Τα Θεοφάνια στο Νοβοροσίσκ
Κατά πληροφορίες του ποιητού μας Ηλία Α. Τσιρκινίδη, με τον ίδιο τρόπο γινότανε ο εορτασμός των Θεοφανίων και στη Ρωσία, και συγκεκριμένα στο Νοβοροσίσκ, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
Όπως λοιπόν θυμάται «ασ’ σα παιδότας ή μικροθέας», δηλαδή από τα παιδικά του χρόνια, στο Νοβοροσίσκ, τη μέρα των Θεοφανίων, τον πήρε ο πατέρας του και πήγαν στην παραλία. Θυμάται ότι τη μέρα εκείνη είχε φοβερή παγωνιά, η θάλασσα ήταν πολύ τρικυμισμένη από έναν τρομερό σορόκο.
Η τοποθεσία που θα έριχναν το Σταυρό στη θάλασσα ήταν κοντά σε μια αποθήκη για ναυαγοσωστικές βάρκες. Εκεί βέβαια υπήρχαν και οι σχετικοί υπάλληλοι, που τότε τους είδε, με τα παιδικά του μάτια, χοντρούς, υψηλούς, θεόρατους, σαν κύκλωπες, που είχαν ετοιμαστεί να πέσουν την κατάλληλη στιγμή στο νερό για να πιάσουν το Σταυρό.
Πράγματι, όταν έριξε ο παπάς το Σταυρό στη θάλασσα, τότε έπεσε ένας θεόρατος άντρακλας τσάτσαλος (γυμνός, κατά την έκφραση του ποιητή) και πήρε το Σταυρό.
Αυτό το γεγονός έγινε πηγή έμπνευσης για τον ποιητή και μας έδωσε το υπέροχο θρησκευτικό του ποίημα «Θεοφάνια».
Εμέν ψηλά εκράτ’νε με ο κύρη μ’, να ελέπω
τα πέραν και τη θάλασσαν άσ’ σην πολυκοσμίαν
και πώς θ’ αγιάζ’νε τα νερά με το «Εν Ιορδάνη…».
[…]
- Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια Λαογραφικά Πόντου – Απ’ όσα μου είπαν και… άλλα, εκδ. Κυριακίδη,
Θεσσαλονίκη 2010, σ. 159-161.