Η Ελλάδα έχει πολλά πρόσωπα. Άλλα πρόσωπα είναι γνωστά και άλλα λιγότερο προβεβλημένα. Έχει μυστικά που περιμένουν να τα ανακαλύψεις, δεμένα με θρύλους και με την ιστορία.
Το pontos-news βρέθηκε σε έναν τόπο που παλεύει ανάμεσα στο εύφορο και το άγονο, στο γυμνό και το δασωμένο, στο πλούσιο της γούνας και τον κόπο του αγρότη. Που πνίγεται στα νερά και τα παγιδεύει σε φράγματα, που ενώνεται με γεφύρια και μονοπάτια τόσο παλιά όσο οι διαδρομές των εμπορικών καραβανιών.
Καλώς ορίσαμε στον τόπο που ο «Καλλικράτης» του έδωσε σύνορα και τον ονόμασε δήμο Βοΐου και καλώς βρήκαμε ζεστούς, δοτικούς και φιλόξενους ανθρώπους.
Στον «προθάλαμο» της Πίνδου, ανάμεσα στον Γράμμο, τον Σμόλικα και τη Βασιλίτσα, βρίσκεται το Βόιο, το βουνό που έδωσε το όνομά του στο δήμο. Ανάλογα την εποχή που θα το επισκεφθείτε, θα το δείτε ντυμένο σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, αλλά και του καφέ, του κόκκινου και του κίτρινου. Στις καμπύλες του κάμπου τη μονοτονία σπάει το καφέ των οργωμένων χωραφιών, ενώ στα πιο δασωμένα κομμάτια βελανιδιές και οξιές δημιουργούν σκιερά περάσματα.
Αυτή είναι η αίσθηση που σου μένει όταν περιηγείσαι στην περιοχή: η αίσθηση ότι το μάτι σου «σκοντάφτει» στα χρώματα και κάποια στιγμή δροσίζεται στα νερά του Αλιάκμονα και του παραποτάμου του, του Πραμόριτσα. Με μια γρήγορη ματιά στο χάρτη η άγνωστη αυτή πλευρά της μακεδονικής γης συναντάται μεταξύ Κοζάνης και Καστοριάς. Σε απόσταση αναπνοής τα Γρεβενά και η Πτολεμαΐδα. Η Εγνατία οδός έφερε κοντά και τα Γιάννενα και τη Θεσσαλονίκη.
1 Η πολιτιστική διαδρομή
«Προτίμησε εις τα βουνά να πάει να κατοικήσει, σαν τον αετό στα αγριόβραχα ελεύθερη να ζήσει». Η ιστορία της Σιάτιστας, που την εξιστορεί και το δημοτικό της τραγούδι, ξεκινά τον 15ο αιώνα οπότε και κάτοικοι της γύρω περιοχής καταφεύγουν στα ορεινά προκειμένου να απαλλαγούν από τη καταπίεση των Τούρκων. Οι «χρυσές» γραμμές, ωστόσο, στην ιστορία της πόλης θα γραφτούν τον 18ο αιώνα. Είναι η εποχή που οι έμποροι της πόλης θα ταξιδέψουν στην Ιταλία, στη Βαλκανική και στην κεντρική Ευρώπη και θα την «προικίσουν» σε πανέμορφα αρχοντικά.
«Η Σιάτιστα είχε τα καλύτερα αρχοντικά των Βαλκανίων με ανυπολόγιστους εθνικούς, ιστορικούς και πολιτιστικούς θησαυρούς», μαθαίνουμε κατά τη διάρκεια της ξενάγησης. Οι βόλτες στα στενά της σύγχρονης, πλέον, πόλης μας αποκαλύπτουν τα στολίδια της κρυμμένα μέσα σε δρομάκια που είναι λες και σε γυρνάνε πίσω στα χρόνια του πλούτου και της ακμής. Θέλουμε να μάθουμε περισσότερα κι έτσι περνάμε τις πόρτες του Αρχοντικού Δόλγκηρα, που έχει αποκατασταθεί και επιπλωθεί με αυθεντικά αντικείμενα από τη Σιάτιστα.
Το εσωτερικό του Αρχοντικού Δόλγκηρα (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Καθώς χαζεύουμε τη σάλα του πρώτου ορόφου, με τους χρωματιστούς τοίχους και το ξύλινο ταβάνι, είναι σαν να μπαίνουμε μέσα στην ιστορία της οικογένειας Δόλγκηρα, των μικρομεσαίων εμπόρων που αποφάσισαν να ζήσουν εδώ περί το 1830. Είναι από τα ελάχιστα αρχοντικά στα οποία σώζεται τέτοιος ζωγραφικός διάκοσμος, έργο λαϊκών ζωγράφων από τη Κωνσταντινούπολη. Στο «ζωντανό» αυτό σπίτι ξεχωριστή θέση έχουν μια νυφική στολή που μετρά 250 έτη ζωής και ένα προικοσύμφωνο του 1893.
Πιο μεγαλοπρεπές, αλλά παραδομένο στη φθορά του χρόνου, το Αρχοντικό Μανούση αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας που είχε στην κατοχή της έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς οίκους στη Βιέννη. Αν και το εσωτερικό του μαρτυρά την εγκατάλειψη, το αρχοντικό του 1763 εντυπωσιάζει με τα σκαλιστά του ταβάνια σε φυσικά χρώματα και τις πόρτες του, τις χαμηλές για να «προσκυνάς» το χώρο. Στην κεντρική σάλα, ειδικό «πατάρι» για την ορχήστρα κατά τη διάρκεια των γλεντιών· στο ισόγειο, υπόγεια διάβαση που χρησίμευε ως έξοδος διαφυγής.
Θέλουμε να πάρουμε μια γεύση από το πώς οι εμπορικές σχέσεις των Σιατιστινών «έντυναν» τα αρχοντικά τους, και έτσι επισκεφθήκαμε το παράσπιτο δίπλα στο Αρχοντικό της Πούλκως που σήμερα ανακαινίζεται από το υπουργείο Πολιτισμού.
Αυθεντικά αντικείμενα στο κελάρι της «Επισκέψιμης παραδοσιακής κατοικίας» (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Σε αυτό το υποστατικό στεγάζεται το Λαογραφικό Μουσείο του Χρήστου Τσιότσιου και της Τατιάνας Ντέρου. «Επισκέψιμη παραδοσιακή κατοικία» ονομάζεται, και φιλοξενεί αντικείμενα κυρίως του 19ου αιώνα που βρέθηκαν στη Σιάτιστα. Ξεχωρίζουν τα παλιά βιβλία, οι επιστολές, ένα μπαούλο του 1763, οι βενετσιάνικοι καθρέφτες, οι γαλλικές πορσελάνες αλλά και οι ενδυμασίες και τα υφαντά.
Η ευμάρεια της Σιάτιστας αντανακλάται και στις εκκλησιές. Με τη βοήθεια μιας εθελοντικής ομάδας ξεναγών από την Ενορία του Αγίου Νικολάου ανακαλύπτουμε τι κρύβεται στο εσωτερικό της Αγίας Παρασκευής. Ο μεταβυζαντινός ναός του 1677 είναι ένα από τα παλαιότερα κτίσματα της Σιάτιστας. Υπέρλαμπρος για την εποχή του, αν και λιτός στο εξωτερικό του για να μην προκαλούνται οι Τούρκοι, έχει ξυλόγλυπτο γιαννιώτικο τέμπλο του 1700, εικόνες κρητικής τέχνης από τον Θεόδωρο Πουλάκη, είναι ιστορημένος εξ ολοκλήρου, ενώ ο ένας από τους περίτεχνους πολυελαίους του προέρχεται από τη Βιέννη.
Ο γυναικωνίτης της Αγίας Παρασκευής στη Σιάτιστα κρύβει το πιο «διάσημο» κομμάτι του ναού (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο γυναικωνίτης που χωρίζεται από τον κύριο ναό με καφασωτό οθωμανικού τύπου, προκειμένου οι γυναίκες των εμπόρων που έλειπαν στο εξωτερικό «να μη δίνουν δικαιώματα». Το πιο «διάσημο» κομμάτι του ναού βρίσκεται στον έναν από τους έξι τρούλους του γυναικωνίτη: εδώ, στη ρίζα του Ιεσσαί απεικονίζονται ο Πλούταρχος, ο Αριστοτέλης, ο Σόλων, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας και η Σίβυλλα. Μπορεί να μη φέρουν φωτοστέφανο, αλλά τιμώνται διότι θεωρείται ότι ήταν οι πρώτοι που μίλησαν για την ιδέα του ενός θεού.
Οι χαυλιόδοντες από τον Ελέφαντα του Καλονερίου φιλοξενούνται στο Τραμπάτζειο Γυμνάσιο (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Φεύγουμε από την Αγία Παρασκευή και τη συνοικία Γεράνεια και ανηφορίζουμε προς τη Χώρα. Ο «πολιτιστικός χάρτης» μας έχει μια εξίσου σημαντική στάση. Ήρθε η ώρα να δούμε μια διαφορετική –και λιγότερο προφανή– εικόνα της περιοχής. Γιατί πόσοι γνωρίζουν ότι στην ευρύτερη περιοχή του Βοΐου ζούσαν μαμούθ και ελέφαντες; Η απάντηση βρίσκεται στην Ιστορική-Παλαιοντολογική Συλλογή Σιάτιστας που στεγάζεται στο Τραμπάτζειο Γυμνάσιο. «Σταρ» της Συλλογής ο Ελέφαντας του Καλονερίου. Ή τέλος πάντων ό,τι απέμεινε από κείνον, δηλαδή ένα σπάνιο τμήμα κρανίου με τους δυο χαυλιόδοντες. Εντυπωσιάζουν επίσης τα ευρήματα από το Μαμούθ του Νότου, ενός ζώου που υποθέτουμε ότι ξεπερνούσε τα τέσσερα μέτρα σε ύψος στους ώμους.
Αφήνουμε όμως πίσω μας τη Σιάτιστα για να έρθουμε μέχρι την Εράτυρα, όπου μας περιμένουν δύο εκπλήξεις. Το χωριό με την όμορφη πλατεία μπορεί να μην κατόρθωσε να διατηρήσει τα αρχοντικά του, αλλά το μεράκι των μελών του Συλλόγου Γυναικών τού χάρισε ένα αξιόλογο Λαογραφικό Μουσείο. Εδώ εκτίθενται αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ενώ στη συλλογή του περιλαμβάνονται και αρχαία εκθέματα.
Το τέμπλο στον Άγιο Γεώργιο Εράτυρας είναι μοναδικό στο είδος του αφού είναι κοίλο! (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Επιστρέφοντας στην πλατεία και περνώντας την πόρτα του Αγίου Γεωργίου είχαμε το προνόμιο να δούμε κάτι εξαιρετικά σπάνιο: το τέμπλο του ναού είναι τεράστιο και μοναδικό στο είδος του καθώς κάνει κοίλο, θυμίζοντας μισό κοχύλι. Κατασκευάστηκε το 1844 χωρίς να γνωρίζουμε ούτε ποιος το έφτιαξε ούτε ποιος το χρηματοδότησε. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι ο ίδιος τεχνίτης είχε κάνει ένα ακόμα, που δεν σώζεται, στην Κορυτσά της Αλβανίας, κι ένα διπλάσιου μεγέθους αλλά χωρίς το κοίλο στο Μοναστήρι Σκοπίων. Συνεχίζουμε και ανηφορίζουμε προς τη Μονή Αγίου Αθανασίου. Ο ναός του 16ου αιώνα με το σιατιστινό ταβάνι και το τέμπλο καρυδιάς μοσχομυρίζει ρόδο, αφού στη Μονή ανήκει αποστακτήριο όπου βγαίνει το ροδόνερο και το ροδέλαιο της περιοχής.
Η τοιχογραφία της Παναγίας της Εσφαγμένης (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Αδιάψευστοι μάρτυρες του πολιτισμού μιας περιοχής τα μοναστήρια και οι εκκλησίες με την ιστορία και τους θησαυρούς τους, κι έτσι φτάνουμε ως το Σισάνι. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως έναν επιβλητικό Επισκοπικό Ναό ο οποίος καλύφθηκε με στέγαστρο και είναι τις περισσότερες φορές κλειστός για το κοινό. Εικάζεται ότι πρόκειται για ναό που φτιάχτηκε στα τέλη του 10ου – αρχές του 11ου αιώνα και ότι εδώ υπήρχε ένα άγνωστο βυζαντινό κέντρο. Ακριβώς δίπλα, η Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 1662 είναι γνωστή κυρίως για την τοιχογραφία της Παναγίας της Εσφαγμένης. Ο θρύλος λέει ότι το «τραύμα» στο πρόσωπο της Παναγίας έγινε από έναν θυμωμένο μοναχό της Μονής Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος, όταν έφτασε αργοπορημένος στο δείπνο και οι υπόλοιποι αρνήθηκαν να τον σερβίρουν.
2 Η θρησκευτική διαδρομή
Δεν είναι απαραίτητο να είναι κάποιος θρησκευόμενος για να εκτιμήσει το κλίμα ηρεμίας και κατάνυξης των μοναστηριών αλλά και το άρρηκτο δέσιμό τους με την ιστορία ενός τόπου.
Το γυναικείο Μοναστήρι Παναγίας Μικροκάστρου είναι ένα από τα δημοφιλέστερα προσκυνήματα στη Μακεδονία. Το καταλαβαίνεις φτάνοντας έξω από την πύλη του καθώς είναι δύσκολο να μην παρατηρήσεις το πούλμαν που περιμένει να παραλάβει όσους ήρθαν ως εδώ, 12 χλμ. μακριά από τη Σιάτιστα. Η φρουριακή του μορφή επιβάλλεται στον επισκέπτη από την αρχή. Το καθολικό, με το φως που μπαίνει από τον τρούλο, αναλαμβάνει να σε φέρει σε επαφή με το Θείο.
Το καθολικό στο Μοναστήρι Μικροκάστρου φιλοξενεί τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Αν κάποιος δεν έχει ξαναμπεί σε εκκλησία της περιοχής, μένει να παρατηρεί το ιδιαίτερο στυλ τους. Είναι βασιλικές ογκώδεις, θολοσκεπείς, μονόχωροι ναοί, και συνήθως διασώζουν την εργασία των καλύτερων μαστόρων της εποχής τους. Στο Μικρόκαστρο οι αγιογραφίες του 1797 έγιναν από Ηπειρώτες ζωγράφους από το Καπέσοβο. Ο λόγος, όμως, που οι πιστοί έρχονται μέχρι εδώ είναι η εικόνα της Θεοτόκου που θεωρείται θαυματουργή. Σε περιπτώσεις ανομβρίας ή επιδημίας γινόταν περιφορά της εικόνας στα γύρω χωριά. Το αντίγραφό της, ακόμα και σήμερα, μεταφέρεται με τα πόδια στη Σιάτιστα δύο φορές το χρόνο και μπαίνει σε όλα τα σπίτια. Μάλιστα, θεωρείται ιδιαίτερη τιμή να διανυκτερεύσει η εικόνα στο σπίτι Σιατιστινού. Ο Δεκαπενταύγουστος, ωστόσο, είναι ένας πολύ καλός λόγος για να έρθει κανείς μέχρι εδώ. Η Μονή γιορτάζει και οι νέοι της Σιάτιστας έρχονται ως εδώ με άλογα τα οποία εκτρέφουν μόνο γι’ αυτήν τη μέρα. Το εντυπωσιακό έθιμο των Καβαλάρηδων θεωρείται ότι έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία, ως ένας τρόπος «ανυπακοής» και επαναστατικής ανάγκης.
Στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος η θέα είναι άπλετη και η ησυχία απόλυτη (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Η απόλυτη ησυχία μάς υποδέχεται στην επόμενη στάση μας, στο Δρυόβουνο, στα 1.070 μέτρα. Στον περίβολο της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος θα βρούμε ένα από τα καλύτερα «μπαλκόνια» της περιοχής με άπλετη θέα στα γύρω βουνά. Ο κόσμος έρχεται εδώ για να εξομολογηθεί και να πάρει αγιασμό από την πηγή του Κοσμά του Αιτωλού που επισκέφθηκε το μοναστήρι και λειτούργησε. Οι ιδιαίτερα φιλόξενοι μοναχοί μάς ξεναγούν στο καθολικό με τις εκπληκτικά εκφραστικές τοιχογραφίες του 1652 – έργο μαθητών του Θεοφάνους του Κρητός. «Φτάσαμε εδώ με τρακτέρ και στήσαμε ό,τι βλέπετε από το μηδέν», μας λένε λίγο αργότερα στο αρχονταρίκι όπου μας κερνούν γλυκό νεράντζι, λιαστό κρασί και δροσερό νερό.
Στο Εκκλησιαστικό Μουσείο φιλοξενούνται και εκκλησιαστικά σκεύη (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Πίσω στη Σιάτιστα και πάλι, για να συναντήσουμε συγκεντρωμένες πολύτιμες εικόνες από εκκλησίες και ναούς της περιοχής. Για το λόγο αυτόν περνάμε την πόρτα του Εκκλησιαστικού Μουσείου. Τέσσερις αιώνες έχουν χωρέσει ανάμεσα στους τοίχους του, καθώς εδώ φιλοξενούνται λατρευτικές εικόνες, λειτουργικά άμφια, εκκλησιαστικά σκεύη και βιβλία από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα. Το πιο παλιό έκθεμα είναι ένα Ευαγγέλιο του 1590 που ανήκε στην Αγία Παρασκευή στη Γεράνεια.
3 Η πράσινη διαδρομή
Όταν η φύση οργιάζει, μια… πράσινη διαδρομή είναι μονόδρομος! Αυτή η σκέψη δεν σε εγκαταλείπει στιγμή στο Βόιο. Ο Αλιάκμονας και ο Πραμόριτσας βάζουν το υδάτινο στοιχείο, ενώ το Βόιο, το Άσκιο και ο Μπούρινος τα δάση και τα χρώματα.
Κάθε Σεπτέμβριο ο Ορειβατικός Σύλλογος Σιάτιστας διοργανώνει αγώνα ορειβατικού δρόμου που ξεκινά από το Χρώμιο, περνάει από τη Κοιλάδα του Μεσιού Νερού και καταλήγει στη Σιάτιστα. Εμείς επιλέγουμε πιο εύκολα πράγματα, όπως το να επισκεφθούμε το καταφύγιο του Συλλόγου στον Μπούρινο. Και πραγματικά αξίζει τον κόπο. Χρειαστήκαμε 14 χλμ. σε βατό χωματόδρομο από το δρόμο προς Παλαιόκαστρο (κόμβος Εγνατίας). Πρώτος μας υποδέχεται ένας διαμορφωμένος χώρος αναψυχής με παρατηρητήριο που προσφέρει απλόχερα θέα στα γύρω βουνά. Τα πικνίκ εδώ δεν είναι κάτι σπάνιο, αλλά εμείς έχουμε στόχο το καταφύγιο. Κάπως… τεμπέλικα συνεχίζουμε με το αυτοκίνητο και μπαίνουμε στο προστατευμένο από το δίκτυο Natura κομμάτι του βουνού. Μαύρη ελάτη και πεύκο μας συνοδεύουν ως τα 1.400 μέτρα.
Ένα κομμάτι του Μπούρινου είναι ενταγμένο στο δίκτυο Natura (φωτ: Κ. Κατσίγιαννης)
Ο δροσερός αέρας και η κοιλάδα που βλέπουμε από ψηλά μας αποζημιώνουν, και με το παραπάνω. Μέχρι στιγμής στην περιοχή όπου βρισκόμαστε έχουν καταγραφεί 8 ενδημικά τοπικά φυτά και 35 ακόμα που συναντώνται στην ελληνική φύση. Οι πιο αποφασισμένοι από το καταφύγιο ξεκινούν για κάποια από τις τέσσερις περιπατητικές διαδρομές. Εμείς απλώς παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής με μάτια και πνευμόνια χορτάτα. Σταματάμε μόνο για νερό στη Βρύση του Έρωτα, την δεμένη με έναν θρύλο. Λέγεται ότι τα νερά της είναι τα δάκρυα της νεράιδας που ερωτεύτηκε έναν βοσκό. Το αερικό αυτό κλαίει γιατί είναι αθάνατο, ενώ ο αγαπημένος της παραδόθηκε στη φθορά του χρόνου και στο θάνατο. Μια άλλη ιστορία αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα στη βρύση αυτή η καπετάνισσα Περιστέρα ερωτεύτηκε το πρωτοπαλίκαρο του αδερφού της και μαζί του βγήκε να πολεμήσει.
Ο Αλιάκμονας και ο παραπόταμός του, Πραμόριτσας, είναι τα δύο ποτάμια του δήμου Βοΐου (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Επόμενη στάση το χωριό Νάματα, μέσω μιας υπέροχης διαδρομής μέσα στο δρυόδασος. Βρισκόμαστε κάτω από το όρος Άσκιο και η πλατεία είναι στα 1.140 μ. υψόμετρο. Από εδώ το δεύτερο σαββατοκύριακο του Αυγούστου ξεκινά αγώνας ορεινού τρεξίματος 19,5 χλμ. με συμμετοχές από όλη την Ελλάδα. Το χειμώνα όσοι ξεχειμωνιάζουν στα Νάματα είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το χωριό όμως είναι πλακοστρωμένο, με όμορφα σπίτια και βρύσες, ό,τι πρέπει δηλαδή για λίγο χαλαρό περπάτημα. Το καφενείο της πλατείας μάς αποζημιώνει για όλο τον κόπο που κάναμε!
Λούβρη, Κριμήνι, Ροδοχώρι έρχονται στη συνέχεια. Μπορεί οι κάτοικοί τους να είναι μονοψήφιοι σε αριθμό, αλλά ο δρόμος που περνάει μέσα από βελανιδιές και οξιές είναι ένας εξαίρετος λόγος για να τα επισκεφθείς. Στη Λούβρη οι διψασμένοι μπορούν να κάνουν μια στάση στο καφενείο, το ίδιο και στο Ροδοχώρι. Προσέξτε το τρίτοξο γεφύρι Λούβρης – Κριμηνίου πάνω από το οποίο περνάει ο δρόμος. Από κάτω ο Πραμόριτσας, παραπόταμος του Αλιάκμονα.
Άποψη του χωριού Νάματα (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Το μεγαλύτερο, ωστόσο, και ομορφότερο γεφύρι που θα συναντήσετε στην επαρχία Βοΐου να γεφυρώνει τις όχθες του Πραμόριτσα είναι αυτό στο Ανθοχώρι. Το Γεφύρι Ανθοχωρίου, διατηρητέο μνημείο πλέον, υπολογίζεται ότι χτίστηκε τον 18ο αιώνα για να συνδέσει εμπορικά τα Γρεβενά με το Τσοτύλι ενώ αποτελούσε και πέρασμα των κοπαδιών που ξεχειμώνιαζαν στη Θεσσαλία. Οι ντόπιοι διηγούνται ότι χορηγός ήταν ένας μεγαλοκτηνοτρόφος από την Πίνδο. Σύμφωνα με το θρύλο, όταν αυτός προσπάθησε να διαβεί το ποτάμι με την οικογένειά του, μια απότομη και ορμητική ροή έπνιξε τη μονάκριβη κόρη του. Ο πατέρας, που θεώρησε ότι τιμωρήθηκε για τη πλεονεξία του, έφτιαξε το γεφύρι έπειτα από όνειρο στο οποίο ένας άγγελος με κάπα και γκλίτσα τον πρόσταξε να το κάνει.
Το Γεφύρι Ανθοχωρίου συνέδεε εμπορικά τα Γρεβενά με το Τσοτύλι (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Από το Ανθοχώρι αποφασίζουμε να κάνουμε μια παράκαμψη, και αντί να συνεχίσουμε στο δρόμο που κάποτε αποτελούσε μέρος του εθνικού οδικού δικτύου, κινούμαστε πιο «ορεινά». Η επιλογή μάς δικαιώνει, και κάπως έτσι φτάνουμε στον Αυγερινό. Ο δρόμος εδώ δεν περνά, καταλήγει. Επιβεβλημένη η στάση στην όμορφη πλατεία του και στο καφενείο που μένει ανοιχτό χειμώνα-καλοκαίρι. Αξίζει να αφιερώσετε χρόνο για να χαζέψετε τις φωτογραφίες που κοσμούν τους τοίχους του, όλες από την ιστορία του χωριού: το πανηγύρι, οι κάτοικοι με παραδοσιακές στολές, μια φωτογραφία του 1900 από τον αγιασμό των Θεοφανείων μεταξύ των «εκθεμάτων». Πλούσια εκθέματα από την ιστορία της περιοχής βρίσκει κανείς και στο Λαογραφικό Μουσείο Αυγερινού, το οποίο στεγάζεται στο κτήριο του παλιού δημοτικού σχολείου.
Ένα από τα ομορφότερα οδικά κομμάτια της περιοχής, καίτοι μικρό και σύντομο, είναι ο δρόμος που φτάνει στη Μονή Αγίας Τριάδος, μεταξύ Αυγερινού και Βυθού (φωτο αριστερά).
Η άσφαλτος είναι καλή και πρόσφατη, οι οξιές, οι καστανιές και οι βελανιδιές ρίχνουν τη σκιά τους και τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο… πράσινο και πιο απολαυστικό. Η φωτογραφική μηχανή δεν σταματά να τραβά μέχρι να φτάσουμε στην είσοδο της Μονής, στα ριζά της υψηλότερης κορυφής του Βοΐου. Απ’ έξω χώρος για πικνίκ, μέσα μπαχτσέδες κι ένα καθολικό διά χειρός Γεωργίου Κούστα από το Ζουπάνι (Πεντάλοφος). Οι τοιχογραφίες του είναι του 1802 και καλύπτουν όλες τις επιφάνειες, ενώ το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο και εξαιρετικής τεχνικής.
Μια πράσινη διαδρομή, ωστόσο, δεν θα είχε αξία αν δεν κατέληγε στον Πεντάλοφο. Προτού φτάσει κανείς στο χωριό αξίζει να κάνει μια στάση για να κοιτάξει από ψηλά τα νερά του Πραμόριτσα να συγκεντρώνονται στο Φράγμα Πενταλόφου. Έχει μήκος 200 μ., και το πιο βαθύ σημείο του φτάνει τα 40 μ. με 1,75 κ.μ. νερό το δευτερόλεπτο. Είμαστε σε υψόμετρο 1.025 μ. όταν συναντάμε τον Βυθό, τον οικισμό που δεν μοιάζει με κανέναν άλλο στο Βόιο, αφού κανείς άλλος δεν είναι χτισμένος σε τόσο απότομο και ορεινό τοπίο.
Από τον Πεντέλοφο κατάγονταν οι Ζουπανιώτες μάστορες, άριστοι τεχνίτες της πέτρας (φωτ.: Κ. Κατσίγιαννης)
Επόμενη στάση και τελευταία ο νυν Πεντάλοφος και πρώην Ζουπάνι, από όπου κατάγονταν οι ονομαστοί και περιζήτητοι Ζουπανιώτες μάστορες. Οι άριστοι τεχνίτες της πέτρας που έφτιαξαν μερικά από τα ομορφότερα χωριά και εκκλησίες στο Πήλιο άφησαν δείγμα της τεχνικής τους και στο χωριό τους, όπου τα σπίτια θαρρείς και έχουν ενσωματωθεί στο φυσικό τοπίο. Αξίζει να περπατήσει κανείς μέσα στο χωριό για να ανακαλύψει όχι μόνο τα στολίδια της πέτρας αλλά και την στρατηγική του σημασία. Ο Πεντάλοφος ήταν το ορμητήριο του Παύλου Μελά, από εδώ οργανώθηκε η άμυνα του μετώπου το 1940 από τον συνταγματάρχη Δαβάκη, κι από εδώ έφευγαν οι γυναίκες της Πίνδου με τα πολεμοφόδια. Σήμερα, από την πλατεία Πενταλόφου ξεκινά πεζοπορικό μονοπάτι 3 χλμ. και αυξημένης δυσκολίας. Η διαδρομή είναι Αγ. Αχίλλειος – Κορυφή Γκραντίσκας – Κάτω Πεντάλοφος.
Μικρά μυστικά!
♦ Η γούνα είναι η βασική πηγή εισοδήματος στη Σιάτιστα. Στην περιοχή υπάρχουν εκτροφεία, σφαγεία, βυρσοδεψεία και ραφεία. Κύρια αγορά η ρωσική, και μάλιστα όλοι οι Σιατιστινοί έμποροι έχουν υποκαταστήματα στο εξωτερικό. Ένα σύντομο «ανέκδοτο» λέει ότι στο Ντουμπάι είναι τόσο πολλά που θυμίζουν τη Σιάτιστα!
♦ Γλυκό, ιδιαίτερο και φημισμένο το λιαστό (ή ηλιαστό) κρασί της Σιάτιστας. Τα σταφύλια αφότου τρυγηθούν αφήνονται να στεγνώσουν στον ήλιο και να αφυδατωθούν μερικώς. Δοκιμάστε το σε κάποιο από τα επισκέψιμα παραδοσιακά κελάρια και οινοποιεία της πόλης.
♦ Εξίσου διάσημο είναι και το ροδόνερο Βοΐου που χρησιμοποιείται ως φυσικό καλλυντικό αλλά και στη ζαχαροπλαστική. Αναζητήστε επίσης το ροδέλαιο και άλλα αιθέρια έλαια όπως τη λεβάντα και το βαλσαμέλαιο. Όλα καλλιεργούνται και αποστάζονται στην περιοχή.
♦ Γευστικά, το Βόιο μπορεί να το θυμάται κανείς για τα τυριά του. Το μανούρι αέρος γίνεται με γίδινο γάλα, αλατίζεται και στεγνώνει σε ειδικό αεριζόμενο χώρο για 30 μέρες. Ο δε μπάτζιος είναι σκληρό τυρί με λίγα λιπαρά. Στον κατάλογο των γεύσεων αξίζει να συμπεριλάβει κανείς και το παλιό, τα παϊδάκια ή φιλετάκια προβατίνας που μένουν δυο μέρες στο τριμμένο κρεμμύδι για να μαλακώσουν.
♦ Στα πανηγύρια του Πεντάλοφου χορεύεται η λόντζια. Κυριολεκτικά η λέξη, που προέρχεται από την ιταλική γλώσσα, σημαίνει δημαρχείο. Στα αρχοντικά σπίτια, ήταν το σαλόνι. Στον Πεντάλοφο, Λόντζια είναι η πλατεία του. Ο χορός είναι κυκλικός με τη δική του αργόσυρτη μουσική. Κυρίως είναι τελετουργικός και έχει να κάνει με τη δεξιοτεχνία της κίνησης. Σε αντίθεση με άλλες περιοχές, εδώ ο κύκλος των γυναικών είναι απ’ έξω, γεγονός που υποδηλώνει διαφορετικά επίπεδα κοινωνικής ιεραρχίας. Λέγεται ότι ο πρώτος που τον χόρεψε στην πλατεία του Πενταλόφου ήταν ένας οπλαρχηγός, γύρω στο 1770, που ήρθε για να γιορτάσει τη νίκη επί των πλιατσικολόγων Αρβανιτών.