Η παραίτηση του Αμερικανού υπουργού άμυνας Τσακ Χέιγκελ σηματοδοτεί, σύμφωνα με αμερικανικά δημοσιεύματα, σκλήρυνση και πολεμική κλιμάκωση της αμερικανικής πολιτικής στο Ιράκ, τη Συρία, το Αφγανιστάν και την Ουκρανία.
Οι επιπτώσεις αυτής της σκλήρυνσης θα φανούν ευρύτερα στην περιοχή, και το ερώτημα για εμάς είναι πώς θα επηρεαστούν η Ελλάδα και η Κύπρος και ποια η έκβαση των ανοικτών θεμάτων που βρίσκονται εν εξελίξει, όπως η τουρκική πρόκληση στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και το Κυπριακό ευρύτερα.
Η πολιτική του Ομπάμα, η σταδιακή δηλαδή απόσυρση από τα πολεμικά μέτωπα στα οποία ενέπλεξε τη χώρα ο Μπους ο νεότερος, φαίνεται να αποτυγχάνει διότι δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τις εξελίξεις μετά τη σταδιακή αμερικανική αποχώρηση.
Το Αφγανιστάν, αλλά κυρίως η ανάπτυξη, πέραν κάθε ελέγχου, του Ισλαμικού Κράτους και η διεθνής αστάθεια που μπορεί να δημιουργήσει από τη Βόρειο Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία μέχρι τα Βαλκάνια, είναι λόγοι που καθιστούν επιβεβλημένη την αμερικανική εκ νέου εμπλοκή, καθόσον απειλούν διεθνή συμφέροντα της υπερδύναμης. Το Ισλαμικό Κράτος είναι μια διεθνής απειλή και ο έλεγχος της δύναμής του θα αντιμετωπιζόταν θετικά από πολλούς παράγοντες, αν και μερικούς –όπως η Τουρκία– σε τακτικό επίπεδο τους εξυπηρετεί.
Το ανησυχητικό με τη νέα αμερικανική πολεμική κλιμάκωση είναι ότι οι Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι έχουν πλέον τον έλεγχο του Κογκρέσου, και πολλοί Δημοκρατικοί όπως η Χίλαρι Κλίντον, θεωρούν πως οι ΗΠΑ θα πρέπει να αντιδράσουν ενισχύοντας με όπλα τις δυνάμεις που αντιπολιτεύονται τον Άσαντ στη Συρία, χωρίς να έχουν κάποιο σχέδιο εξόδου από την κρίση στη μετά Άσαντ εποχή. Πιστεύουν ακόμη πως θα πρέπει να κλιμακώσουν την αντιπαράθεση με τη Ρωσία στο Ουκρανικό, ενισχύοντας τις δυνάμεις του Κιέβου με την παροχή πολεμικού υλικού. Και στα δύο μέτωπα η Ρωσία είναι παρούσα, και μια κλιμάκωση της κρίσης εισάγει την ανθρωπότητα σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο με απρόβλεπτες, προς το παρόν, επιπτώσεις. Σε μια τέτοια ψυχροπολεμική κλιμάκωση, δυνάμεις όπως η Ελλάδα, ακόμη και στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης, δεν έχουν πολλές επιλογές.
Στο εύλογο ερώτημα πώς είναι δυνατόν να διαφωνεί με αυτήν τη στρατιωτική κλιμάκωση ένας Ρεπουμπλικανός υπουργός άμυνας, όπως ο Τσακ Χέιγκελ, απάντηση δεν υπάρχει προς τα παρόν. Τα αμερικανικά δημοσιεύματα φέρουν τον Χέιγκελ να συμφωνεί σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες με τις παροτρύνσεις για αλλαγή πολιτικής από τον Ομπάμα, αλλά δημοσίως να μην κάνει τίποτε. Ο Χέιγκελ δεν έγινε αποδεκτός εξ αρχής από τον στενό κύκλο του Αμερικανού προέδρου, αλλά ήταν ο ίδιος ο Ομπάμα που έλεγε ότι «δεν θα κάνουμε ανόητα πράγματα» («Don’t do stupid stuff»), όταν τον ρωτούσαν σχετικά. Για να του απαντήσει η πρώην υπουργός εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον: «Great nations need organizing principles, and “Don’t do stupid stuff” is not an organizing principle». Σε ελεύθερη μετάφραση: «τα μεγάλα έθνη χρειάζονται οργανωτικές αρχές, και το “δεν θα κάνουμε ανόητα πράγματα” δεν είναι οργανωτική αρχή».
Την πολιτική Ομπάμα στο θέμα της διεθνούς παρουσίας των ΗΠΑ προσδιόρισε και μια άλλη δήλωσή του, και μάλιστα στο West Point, η οποία επίσης μάλλον δεν ισχύει, πράγμα που σημαίνει ήττα του Αμερικανού προέδρου: «Just because we have the best hammer does not mean that every problem is a nail» (Επειδή έχουμε το καλύτερο σφυρί, δεν σημαίνει ότι κάθε πρόβλημα είναι ένα καρφί).
Φαίνεται, λοιπόν, πως όλο αυτό το διάστημα στο πολιτικό παρασκήνιο των ΗΠΑ διαδραματίστηκε ένα σκληρό παιχνίδι, το οποίο αρχίζει να αποκαλύπτεται σιγά-σιγά με την παραίτηση του Χέιγκελ.
Πώς αυτές οι εξελίξεις μπορούν να επηρεάσουν την Ελλάδα; Θα ήταν παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε πρόβλεψη. Τα ανοιχτά μέτωπα της Ελλάδας είναι με την Τουρκία. Και αυτήν τη στιγμή η Τουρκία του Ερντογάν τα έχει βάλει όλα στο τραπέζι.
Στρατιωτική ενεργοποίηση των ΗΠΑ στην περιοχή, σημαίνει ότι οι δυνάμεις της Τουρκίας χρειάζονται μεν, αλλά δεν αποτελούν την απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους. Η προϋπόθεση αυτή ήταν απολύτως αναγκαία με την προηγούμενη αμερικανική πολιτική, που δεν επιθυμούσε στρατιωτική κλιμάκωση με την παρουσία μεγαλύτερων αμερικανικών δυνάμεων.
Η επιμονή όμως των δυνάμεων που αναλαμβάνουν τη ηνία της αμερικανικής πολιτικής (με καταλυτική την παρουσία του Τζον Μακέιν) να κλιμακώσουν την επίθεσή τους, ενισχύοντας την αντιπολίτευση κατά του Άσαντ, βρίσκεται κοντά στην τουρκική επιθυμία. Το ερώτημα είναι αν θα υλοποιηθεί η τουρκική απαίτηση για δημιουργία ζώνης ασφαλείας μέσα στη Συρία, στα σύνορα με την Τουρκία. Με την πολιτική αυτή η Άγκυρα επιδιώκει αφενός αντικατάσταση του Άσαντ από ένα υποχείριό της, και αφετέρου έλεγχο της περιοχής στην οποία κινούνται οι Κούρδοι.
Το Κουρδικό ζήτημα δεν είναι, πλέον, διαχειρίσιμο από την Τουρκία. Είναι πολύπλοκο, αλλά δύσκολα η κουρδική υπόθεση θα εγκαταλειφθεί από τον διεθνή παράγοντα. Η αντικατάσταση του Άσαντ θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και αυτό το γνωρίζουν οι Αμερικανοί ιθύνοντες. Το τι επιδιώκουν είναι άδηλο. Χάρτες που είδαν το φως της δημοσιότητας προβλέπουν δημιουργία κρατιδίων στον σημερινό συριακό χώρο, ένα εκ των οποίων θα ελέγχεται από τους αλαουίτες (στους οποίους ανήκει ο Άσαντ και οι οποίοι αποτελούν τον πυρήνα των δυνάμεών του).
Εκεί που εστιάζεται το ενδιαφέρον της Ελλάδας είναι η αμερικανική πολιτική στο τετράγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ-Αίγυπτος.
Μία από τις κατηγορίες που απέδιδαν οι Ρεπουμπλικανοί στον Χέιγκελ, κατά τη συζήτηση στη Βουλή με αφορμή την ανάληψη του υπουργείου Άμυνας, ήταν ο αντισημιτισμός. Ή, εν πάση περιπτώσει, η μη σθεναρή υποστήριξη της πολιτικής του Ισραήλ.
Ευνόητο είναι λοιπόν πως με την ανάδυση της νέας αμερικανικής πολιτικής η τουρκική αντιπαλότητα απέναντι στο Ισραήλ θα δοκιμαστεί έντονα. Αυτό, με λογικούς συνειρμούς, ίσως θα έχει κάποια επίδραση και στις ελληνικές υποθέσεις.
Σε ό,τι αφορά την Αίγυπτο, το νέο καθεστώς Σίσι ευνοεί τις ΗΠΑ και τις επιδιώξεις τους στην περιοχή. Το άνοιγμα και η συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου στον ενεργειακό (αλλά όπως φαίνεται και στον στρατιωτικό) τομέα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την αμερικανική συναίνεση. Και οι Μουσουλμάνοι Αδελφοί, τους οποίους ο Σίσι θεωρεί –και είναι– την κυριότερη απειλή για τη χώρα του, αποτελούν στρατηγική επιλογή για το νεοοθωμανικό όραμα του Ερντογάν.
Εν κατακλείδι, σε τακτικό και στρατηγικό επίπεδο η τουρκική και η νέα αμερικανική πολιτική αποκλίνουν σε πολλά. Το ζήτημα είναι αν επιδιωχθούν –και πού– συγκλίσεις, και κατά πόσο οι συγκλίσεις αυτές θα επηρεάσουν τα ελληνικά συμφέροντα.
Έχει η Ελλάδα τη δυνατότητα να ασκήσει ενεργό πολιτική στην περιοχή; Πολύ φοβάμαι πως όχι. Τόσο λόγω κρατικής δομής όσο και λόγω μιας εσωστρέφειας στην οποία έχει εισέλθει η χώρα ενόψει των πολιτικών εξελίξεων.
Για άλλη μια φορά ας ελπίσουμε στον καλό θεό της Ελλάδας.