Αριθμούς που σοκάρουν περιλαμβάνει η έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) για την ελληνική οικονομία. «Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι και θα βρεθεί αντιμέτωπη με παρατεταμένη κοινωνική κρίση αν δεν ληφθούν μέτρα για την ανάσχεσή της», είναι το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η έκθεση που παρουσιάστηκε σε ειδική εκδήλωση στο Ζάππειο.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, το διάστημα 2008-2014 η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25%, ενώ από την αρχή της κρίσης έχει χαθεί μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το 70% από το σύνολο των σχεδόν 1,3 εκατ. ανέργων να είναι χωρίς δουλειά για τουλάχιστον ένα χρόνο, και αρκετοί για δύο χρόνια ή και περισσότερο.
Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας υπολογίζει ότι αν ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης είναι 2%, απαιτούνται τουλάχιστον 13 χρόνια προκειμένου να επανέλθει η ελληνική οικονομία στα επίπεδα του 2008. Αντίθετα, αν ο ρυθμός ανάπτυξης της απασχόλησης είναι στο 1,3%, η αγορά εργασίας θα επανέλθει το 2034.
Τι προτείνει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας
Αυτό που προτείνεται ως ασπίδα προστασίας είναι να ανακοπεί η πολιτική μείωσης των μισθών και να ληφθούν επειγόντως μέτρα για τη στήριξη των θέσεων εργασίας αφενός και των επιχειρήσεων αφετέρου, μετά από τριμερή συμφωνία κυβέρνησης, εργοδοτών και εργαζομένων.
Μεσοπρόθεσμα, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας προτείνει την εφαρμογή μιας «ολοκληρωμένης στρατηγικής ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας και δηλώνει πρόθυμη να συνεργαστεί με την ελληνική κυβέρνηση και τους κοινωνικούς εταίρους, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Στα μέτρα εκτάκτου ανάγκης που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν είναι η δημιουργία επιχειρήσεων «κοινωνικής οικονομίας», η βελτιωμένη πρόσβαση σε πιστώσεις για τις μικρές επιχειρήσεις, καθώς και επανεξέταση του ρυθμού και του μίγματος πολιτικών δημοσιονομικής εξυγίανσης ώστε να μην υπονομεύονται οι προσπάθειες ανάκαμψης.
Σε βάθος χρόνου, η μελέτη προάγει την υιοθέτηση μέτρων όπως η διεύρυνση της οικονομικής βάσης με διευκόλυνση της επέκτασης των βιώσιμων επιχειρήσεων, η ενίσχυση των δεσμών μεταξύ τουρισμού και αγροτροφιμικού τομέα, και η προαγωγή των επενδύσεων που ενισχύουν την απασχόληση.
Θεωρεί δε αναγκαία την καταπολέμηση της αδήλωτης και της φτωχά αμειβόμενης εργασίας μέσω μιας ευρύτερης φορολογικής βάσης και βελτιωμένων κινήτρων για τη χαμηλά αμειβόμενη εργασία, με παράλληλη μετατόπιση των φορολογικών βαρών από το εργατικό δυναμικό, τις μικρές εταιρείες και την κατανάλωση βασικών αγαθών, προς άλλες φορολογικές βάσεις όπως η περιουσία.