Τις τελευταίες ημέρες συμμετείχα ή παρακολούθησα συζητήσεις για θέματα του πρόσφατου παρελθόντος και συνειδητοποίησα πόσο καταλυτική επίδραση είχαν τα γεγονότα που περιγράφονταν στη διαμόρφωση της σύγχρονης συνείδησής μας αλλά και στη διαφοροποίησή μας ως κοινωνίας.
Υπάρχει μια γενιά προσφύγων, κυρίως Ποντίων, που νιώθει υπαρξιακή της υποχρέωση να καταγράψει τις μνήμες των προγόνων της. Και το κάνει, τις περισσότερες φορές, με αρκετά πετυχημένο τρόπο. Είναι ερασιτέχνες της γραφής αλλά αυτά που γράφουν βγαίνουν από την ψυχή τους. Κι αυτό δίνει και ουσία και ομορφιά στο λόγο τους.
Μεταφέρουν τα ήθη και τα έθιμα του γενέθλιου, των προγόνων τους, τόπου, και η περιγραφή αυτή δίνει το στίγμα της κοινωνίας που αναπτύχθηκε στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Συντηρητική κοινωνία με δομές που απείχαν των νεωτερισμών του Δυτικού Διαφωτισμού. Άλλωστε, είναι γνωστό πως μετά την Άλωση η ποντιακή διανόηση προσανατολίστηκε προς τις Ηγεμονίες που βρίσκονταν εγγύτερα και τη Ρωσία, και επηρεάστηκε από τη λεγόμενη Πατριαρχική Σχολή. Η επαφή με τη Δύση ήταν σχετικά μικρή. Ο Πόντος διατήρησε τη φλόγα του Βυζαντίου και αυτή η σχέση είναι καταλυτική και στις σημερινές εκδηλώσεις των Ποντίων.
Ένας κόσμος που ζούσε καθημερινά με την αγωνία τού άγνωστου μεν αλλά αιωρούμενου στην ατμόσφαιρα κακού που ερχόταν, και που παράλληλα έπρεπε να επιβιώσει. Αυτή η σύνθεση, του επερχόμενου «κακού» με την τραχιά αλλά απολαυστική από την κοινωνία ζωή, έχει στοιχεία τραγικού. Και είναι διαχρονική. Δεν είναι τυχαίο που η τραγωδία ήκμασε στον τόπο αυτό.
«Η δημιουργία μιας ελληνικής ταυτότητας ήταν μια μακρά και σύνθετη διαδικασία. Την πρώτη μεγάλη ώθηση την έδωσε ο αποικισμός», υποστηρίζει ένας διαπρεπής επιστήμονας του οικουμενικού ελληνισμού, ο Άγγελος Χανιώτης. Και ο ποντιακός ελληνισμός είναι αποτέλεσμα αποικισμών. Την αίσθηση της κοινής ταυτότητας την νιώθεις περισσότερο όταν βρίσκεσαι μακριά από τον πυρήνα της κοινωνίας στην οποία πιστεύεις ότι ανήκεις.
Οι Εικόνες της Χαρίκλειας, που διάβασα και παρουσίασα στη Θεσσαλονίκη, είναι ένα βιβλίο που αποκαλύπτει ανάγλυφα αυτή την τραγικότητα. Ήθη και έθιμα που εντυπωσιάζουν, αλλά και η τραγική εξέλιξη μέσα από τις εμπειρίες της γιαγιάς που σε κάνουν να αναρωτηθείς μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αγριότητα του ανθρώπου.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι γείτονές μας και με κάποιον τρόπο πρέπει να συμβιώσουμε μαζί τους. Αυτό προϋποθέτει τη διαμόρφωση διακρατικών σχέσεων, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν εξαλείφει από τη συλλογική μνήμη τις αγριότητες που πήραν το όνομα Γενοκτονία. Η αποκάλυψη και προβολή της είναι ανθρώπινη, όχι μόνο ποντιακή υποχρέωση. Γι’ αυτό δεν κατανοώ ούτε τις εσωτερικές έριδες ούτε την προσπάθεια άρνησής της από συμπολίτες μας.
Η δεύτερη σύναξη στην οποία παραβρέθηκα ήταν η ομιλία του γνωστού δημοσιογράφου Μπρους Κλαρκ, ο οποίος έζησε ως ανταποκριτής και στην Αθήνα και μιλάει ελληνικά. Αναφέρθηκε στο βιβλίο του Δυο φορές ξένος και λίγο-πολύ μίλησε για το ανθρώπινο δράμα του ξεριζωμού. Ο ξεριζωμός από τον τόπο που κάποιος είδε για πρώτη φορά το φως είναι, πράγματι, ένα δράμα. Αποτέλεσμα καταδικαστέων πολιτικών σκοπιμοτήτων. Το ερώτημα όμως είναι άλλο και προκύπτει από τη λογική ενός «εξισωτισμού» που διατρέχει ένα μέρος της ελληνικής πολιτικής διανόησης στις συμπεριφορές των δύο πλευρών του Αιγαίου. Στο βαθμό που παρακολουθώ τη βιβλιογραφία, ο «εξισωτισμός» αυτός δεν δικαιολογείται. Αντιθέτως. Από τη μια πλευρά έχουμε πολιτική απόφαση για την εξαφάνιση λαών μιας περιοχής για τη δημιουργία «καθαρού» εθνικού κράτους –προσπάθεια στην οποία συμμετείχε και ο λαός– και από την άλλη άμυνα για την επιβίωση μέσα σ’ αυτό το πολύ δύσκολο περιβάλλον.
Την επομένη επισκέφθηκα το Λαογραφικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και είδα την έκθεση «Οι δύο όχθες της νοσταλγίας». Το σχετικό έντυπο του μουσείου αναφέρει πως η έκθεση διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Ανταλλαγέντων της Λοζάνης που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη και αποσκοπεί στην «αλληλογνωριμία ανάμεσα σε δύο πληθυσμούς που μοιράστηκαν τη δραματική εμπειρία της υποχρεωτικής μετακίνησης από τη γενέθλια γη». Ομολογουμένως, η εμπειρία αυτή είναι δραματική και για τις δύο πλευρές. Οι αριθμοί όμως είναι διαφωτιστικοί και αναφέρονται στο ίδιο έντυπο του Λαογραφικού Μουσείου: 1.500.000 χριστιανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους έναντι 500.000 μουσουλμάνων.
Από τους χριστιανούς που δεν αντηλλάγησαν απέμειναν λιγότεροι από 3.000, λόγω συνεχιζόμενων βαρβαροτήτων. Οι μουσουλμάνοι που παρέμειναν στην Ελλάδα πολλαπλασιάστηκαν. Δεν δικαιολογώ καμιά απάνθρωπη πολιτική, αλλά τα πράγματα πρέπει να τοποθετούνται στις πραγματικές τους διαστάσεις. Όχι μόνο αριθμητικά, αλλά κυρίως ουσιαστικά. Η βαρβαρότητα των γειτόνων μας είναι γνωστή σε ολόκληρη την περιοχή στην οποία διεκδικούν να διαδραματίσουν έναν σύγχρονο πρωταγωνιστικό ρόλο. Κι αν δεν το καταφέρνουν είναι διότι οι μνήμες αυτής της βαρβαρότητας είναι νωπές. Αντιθέτως, για τους «γιουνάν» δεν ακούς τα ίδια.
Τέλος, σε μια άλλη ομιλία, συνάντησα έναν άνθρωπο όλο φλόγα που με παρακαλούσε να παραβρεθώ και, αν ήθελα, να πω δυο λόγια για ένα βιβλίο που έγραψε για την ΕΛΔΥΚ το 1974. Είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που βλέποντας πόσο επιθυμεί κάτι ο συνομιλητής σου, είναι αδύνατον να του αρνηθείς. Πόσο μάλλον όσο βρέθηκε ο ίδιος στην πρώτη γραμμή μιας σύγχρονης τραγωδίας.
Πήγα. Είπα δυο λόγια, αλλά καθηλώθηκα από τη δική του αφήγηση.
Και πάνω που άρχισα να πιστεύω ότι αξίζουμε την τύχη που έχουμε, κατάλαβα για άλλη μια φορά πως δεν είναι ο λαός αυτός που φταίει, αλλά η πάντοτε ανάξια πολιτική του ηγεσία. Για την επιλογή της ναι, έχει ευθύνη. Αλλά έχει εναλλακτικές λύσεις; Και αυτό είναι η σύγχρονη ελληνική τραγωδία.