Οι μέρες που ζούμε δεν είναι συνηθισμένες. Εκτός από την οικονομική κρίση που βιώνουμε οι Έλληνες ήδη για κάποια χρόνια, χωρίς να είμαστε βέβαιοι ότι το χειρότερο στάδιό της αποτελεί παρελθόν, οι διεθνείς εξελίξεις στον κοντινό μας περίγυρο, αρχής γενομένης με την έναρξη της «Αραβικής Άνοιξης» τον Δεκέμβριο του 2010 στην Τυνησία, έχουν διαμορφώσει μια απειλητική ατμόσφαιρα και σύννεφα πολέμου γίνονται πλέον ορατά διά γυμνού οφθαλμού.
Το σκηνικό γίνεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύπλοκο λόγω του ότι υπάρχει συσσώρευση σύνθετων προβλημάτων, στα οποία εμπλέκονται αλληλοσυγκρουόμενα αλλά και εναλλασσόμενα συμφέροντα πολλών κοντινών και μακρινών χωρών με κύριο χαρακτηριστικό τον ενεργειακό παράγοντα. Από τη Λιβύη μέχρι την Ουκρανία και από τη Συρία μέχρι το Ιράν οι διαμάχες και οι συγκρούσεις διεξάγονται ουσιαστικά για το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο.
Με δεδομένο ότι οι προβληματικές διμερείς σχέσεις των χωρών της περιοχής λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία, είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να προσπαθήσει κανείς να αποσυνδέσει το πρόβλημα κάποιας μεμονωμένης χώρας σε μια προσπάθεια αποφυγής ευρύτερης σύρραξης, όπως αυτή που απειλείται να ξεσπάσει στο άμεσο μέλλον.
Με δεδομένη την επιθετική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στο πλαίσιο μιας ασύνετης μεγαλομανίας, και μετά την ολική ρήξη στις σχέσεις της με τη Συρία, την Αίγυπτο και το Ισραήλ, ενεπλάκη και η Κύπρος στη συγκρουσιακή δίνη στην προσπάθειά της να αξιοποιήσει τον μεγάλης αξίας ορυκτό πλούτο που βρίσκεται εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού πρώτα είχε ενισχύσει τις φιλικές σχέσεις στα νώτα της με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Η ουσιαστικά νέα ιταμή εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, με το ερευνητικό σκάφος και τα τουρκικά πολεμικά πλοία να παραβιάζουν την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, ωθεί αναγκαστικά σε εξισορροπητικές κινήσεις όχι μόνο την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και τρίτους που κρίνουν ότι τα ευρύτερα τους συμφέροντα θίγονται από την νεο-οθωμανική επεκτατική κίνηση της Τουρκίας.
Ο Ελληνισμός βρίσκεται σε αυτή τη φάση σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση, τόσο λόγω γεωγραφικών αποστάσεων όσο και λόγω οικονομικής αδυναμίας, η οποία σε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης οδήγησε σε μια σημαντική μείωση της ισχύος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, ενώ αντίθετα η Τουρκία ενίσχυσε σημαντικά την πολεμική της μηχανή και συνεχίζει, παρά τις όχι λίγες απιστίες της έναντι των συμμάχων της, να απολαμβάνει υποστήριξης από το ευρωατλαντικό πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάς είναι χώρα-μέλος της ΕΕ, οι εταίροι μας έχουν κριτήρια που δεν δίνουν προτεραιότητα στην υποστήριξη των ελληνικών συμφερόντων.
Ως εκ τούτου η Ελλάς οφείλει να προσπαθήσει να αξιοποιήσει στον μέγιστο βαθμό τις όποιες δυνατότητες διαθέτει για να εξασφαλίσει συμμαχίες στρατιωτικές και διπλωματικές που θα της επιτρέψουν να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του Ελληνισμού εκεί που αυτά αναμένεται να απειληθούν. Και τα συμφέροντα του Ελληνισμού εκτιμάται ότι θα απειληθούν σε όλα τα μέτωπα, στην Κύπρο, στο Αιγαίο και στην Θράκη.
Έστω και αυτήν την ύστατη ώρα, πρέπει να υπάρξει πλήρης κινητοποίηση ολόκληρου του Ελληνισμού διότι μόνο με πλήρη πατριωτική εγρήγορση και ενωμένη ψυχική και πνευματική δύναμη μπορούν να καλυφθούν τα υλικά κενά και οι σχετικές με αυτά δυσκολίες.
Η Ελλάς δεν πρέπει να διστάσει να κινηθεί και με νέους συμμάχους εκτός των σημερινών στείρων συμμαχιών, οι οποίες ουσιαστικά μας αδρανοποιούν προς όφελος των τουρκικών επεκτατικών σχεδίων. Αυτό φάνηκε και με την προσπάθεια συρρίκνωσης του Ελληνισμού μέσω του σχεδίου Ανάν, το οποίο οι «σύμμαχοί» μας δείχνουν να μην το έχουν εγκαταλείψει.